Έντονες είναι ακόμα στη μνήμη οι εικόνες του ανθρώπινου δράματος που ζήσαμε πριν από μια δεκαετία. Το σκηνικό οι ακτές των ακριτικών νησιών του Αιγαίου και τα Μικρασιατικά παράλια. Και κυρίως το νησί της Λέσβου. Το νησί που έγινε για κάμποσα χρόνια -κυρίως τη διετία 2015-16 - το hotspot της Μεσογείου αφού ήταν το «πέρασμα» των περισσότερων από το… ένα εκατομμύριο απελπισμένων προσφύγων που κατέφυγαν στα ελληνικά νησιά και από εκεί στην Ευρώπη.
Από τη Λέσβο στη Γαύδο: Η νέα όψη της μετανάστευσης μια δεκαετία μετά
Στη Λέσβο βρέθηκαν χιλιάδες άνθρωποι αφού διέσχισαν τα 10 χιλιόμετρα της θάλασσας που χωρίζουν το νησί από την Τουρκία. Εικόνες όπως, ψαράδες που βουτούσαν στα κύματα για να σώσουν νήπια και γυναίκες, υπερήλικες κάτοικοι του νησιού που φρόντιζαν παιδιά, όπως οι τρεις «γιαγιάδες της Συκαμιάς», η αείμνηστη Αιμιλία Καμβύση μαζί με την Μαρίτσα και Ευστρατία Μαυραπίδου προτάθηκαν για βραβείο Νόμπελ καθώς τάιζαν με μπιμπερό νεογέννητα προσφυγόπουλα. Εικόνες όπως αυτές με τα «βουνά» από πολύχρωμα σωσίβια και φουσκωτές λέμβους στις βραχώδεις ακτές και τις παραλίες του νησιού. Εικόνες ανθρώπων ρακένδυτων που έπεφταν στα κύματα για να φτάσουν στην ακτή «αγοράζοντας» ακριβά πολλές φορές με το θάνατό τους την ελπίδα για όχι για μια καλύτερη ζωή αλλά για την ίδια τη ζωή.
Είναι γεγονός ότι όλα τα ακριτικά νησιά του Αιγαίου αλλά περισσότερο η Λέσβος δοκιμάστηκαν. Τα όρια της αντοχής ανθρώπων και υποδομών ξεπεράστηκαν πολλές φορές. Στα δέκα χρόνια που συμπληρώνονται φέτος το καλοκαίρι άλλαξαν αρκετά τόσο στα νησιά όσο και έξω από αυτά.
Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που συνωστίστηκαν στα ελληνικά νησιά δεν βρίσκονται πια εκεί. Οι περισσότεροι ταξίδεψαν στην δυτική και βόρεια Ευρώπη. Πολλοί από όσους υπέβαλαν αίτηση ασύλου έλαβαν διεθνή προστασία, χιλιάδες έγιναν Ευρωπαίοι πολίτες. Ενώ αρκετοί άλλοι παρέμειναν επί χρόνια σε καταυλισμούς ή ζώντας στους δρόμους. Κάποιοι επέστρεψαν στις πατρίδες τους. Άλλοι απελάθηκαν από την Ε.Ε.
Η ανθρωπιστική κρίση που προκάλεσε το σοκ της άφιξης χιλιάδων ανθρώπων και των μεγάλων αναγκών τους για τροφή στέγαση και φροντίδα, οι οποίοι προσπαθούσαν να διαφύγουν από τον πόλεμο και την ανέχεια, δημιούργησε συνέπειες που σήμερα ακόμα είναι αισθητές όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Στην Ελλάδα εκείνης της εποχής με κυρίαρχο βίωμα την βαθιά οικονομική κρίση η τεράστια εισροή προσφύγων ενίσχυσε τις ακραίες φωνές τόσο στην κοινωνία όσο και την πολιτική. Τις φωνές που έσπερναν το φόβο και ενίσχυσαν το λαϊκισμό με ένα νέο όπλο στη φαρέτρα τους.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα κράτη μέλη της συγκρούστηκαν για την κατανομή των αιτούντων άσυλο. Η ενότητα της Ένωσης άρχισε να αποδεικνύεται εύθραυστη μπροστά στα πλήθη των μεταναστών καθώς πολλές χώρες αρνήθηκαν να τους δεχθούν. Ο συμβιβασμός στον οποίο κατέληξε η Ένωση για αναλογική υποδοχή προσφύγων με βάση τον πληθυσμό και τα οικονομικά στοιχεία κάθε χώρας ουσιαστικά «τινάχθηκε στον αέρα» από την άρνηση χωρών όπως η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Τσεχία να αρνηθούν στο έδαφος τους πρόσφυγες. Η εφαρμογή του στηρίχθηκε αν και με διαφορετική προσέγγιση από τη Γερμανίδα καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ και τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ.
Δέκα χρόνια μετά φαίνεται πως οι συνθήκες αν και μοιάζουν δεν είναι καθόλου οι ίδιες. Η προσφυγική κρίση του 2015 έφερε στην κορυφή της ατζέντας την μεταναστευτική πολιτική σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η προσπάθεια υποδοχής και διαχείρισης των προσφυγικών ροών όπως εκφράστηκε από την Άγγελα Μέρκελ στις 31 Αυγούστου 2015 σε καταυλισμό προσφύγων στη Δρέσδη με τη ρήση: «Έχουμε ήδη καταφέρει τόσα πολλά, θα το καταφέρουμε κι αυτό», αντικαταστάθηκε σύντομα με την επικράτηση πολιτικών αποτροπής και ισχυρών συνόρων.
Με την δημιουργία ενός όλο και πιο ισχυρού οργανισμού φύλαξης των συνόρων, την Frontex, την αυστηροποίηση του νομικού πλαισίου εισόδου και παραμονής μεταναστών στις χώρες της ΕΕ αλλά και διεθνείς συμφωνίες με τις χώρες προέλευσής τους η πολιτική της Ευρώπης έχει μετακινηθεί σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που είχε πριν από δέκα χρόνια.
Αυτό που έχει αλλάξει όμως εξίσου σημαντικά στην Ευρώπη είναι η μετατόπιση της κοινής γνώμης στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι ακραίες φωνές του πολιτικού φάσματος σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν ως σημαία την αντιμεταναστευτική πολιτική βρίσκονται πλέον στην εξουσία ή στον… προθάλαμο της εξουσίας.
Αποτέλεσμα αυτού είναι το βάρος που αναλαμβάνουν οι χώρες εισόδου των μεταναστών να είναι μεγάλο και ως προς την αποτροπή αλλά και την φιλοξενία των ανθρώπων που περνούν παράτυπα τα σύνορα.
Το πιο ενδιαφέρον όλων όμως για μας τους κρητικούς είναι ότι πλέον η χώρα εισόδου δεν είναι η Τουρκία, όπως πριν από δέκα χρόνια, αλλά οι χώρες της βόρειας Αφρικής. Με συνέπεια στο σταυροδρόμι των παράτυπων μεταναστών να βρίσκεται η Κρήτη. Έτσι ενώ οι ροές στην υπόλοιπη Ελλάδα μειώνονται, στην Κρήτη αυξάνονται δραματικά.

Σύμφωνα με τον βρετανικό Guardian, που επικαλείται στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, στην Ελλάδα έως 15 Ιουνίου 2025 είχαν φτάσει 14.600 μετανάστες μέσω θάλασσας εκ των οποίων το 25% δηλαδή περίπου 3.700 έφτασαν στην Κρήτη. Για να αντιληφθούμε την αύξηση το 2024 για όλη τη χρονιά οι αφίξεις στην Κρήτη δεν ξεπέρασαν τις 5.100.
Οι περισσότεροι από αυτούς ξεκινούν από τη Λιβύη. Πρόκειται κυρίως για οικονομικούς μετανάστες που με κίνητρο τη «Γη της Επαγγελίας» διανύουν 315 χιλιόμετρα ανοιχτής θάλασσας για να καταλήξουν κυρίως στην πρώτη στεριά που αντικρίζουν, τη Γαύδο, η οποία όλο και περισσότερο τον τελευταίο καιρό μετατρέπεται σε hotspot μεταναστών χωρίς να διαθέτει την παραμικρή υποδομή για έναν τέτοιο ρόλο.
Φαίνεται πως η θαλάσσια διαδρομή από τη Λιβύη στη Γαύδο είναι υψηλού κινδύνου και η φύση του ταξιδιού μάλλον θανατηφόρα τόσο λόγω απόστασης όσο και λόγω της ανοιχτής θάλασσας σε συνδυασμό με τα μη αξιόπλοα για τέτοια διαδρομή μέσα. Παρόλα αυτά δεν αποτρέπει όλο και πιο πολλούς ανθρώπους να πάρουν το ρίσκο ενός τέτοιου ταξιδιού.
Η Κρήτη στην πρώτη γραμμή της «νέας» Μεσογειακής διαδρομής
Έτσι δεν είναι τυχαίο που αρκετοί τελευταία έχουν αρχίσει να παρομοιάζουν τη Γαύδο με το ιταλικό νησί Λαμπεντούζα. Μια μικρή λωρίδα γης που ήταν ο προορισμός 46.000 παράτυπων μεταναστών το 2024 με τις ημερήσιες ροές να φτάνουν μέχρι και τα 1800 άτομα. Το νησί βρίσκεται σχεδόν στην ίδια απόσταση από τις αφρικανικές ακτές όσο η Γαύδος, είναι το πρώτο ευρωπαϊκό έδαφος λίγο πριν τη Μάλτα και με έκταση 20 τετραγωνικά χιλιόμετρα και 6000 κατοίκους διαθέτει ένα κέντρο υποδοχής 500 ατόμων που συνήθως είναι υπερπλήρες.
Αν και υπάρχει μόνιμη παρουσία του ιταλικού λιμενικού της Frontex και ανθρωπιστικών οργανώσεων δεν είναι λίγες οι φορές που οι τραγωδίες δεν είναι δυνατόν να αποφευχθούν.
Το νησί άρχισε να δέχεται αφόρητες μεταναστευτικές πιέσεις το 2011 και από τότε συχνά βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας κυρίως λόγω των θανατηφόρων ναυαγίων με θύματα μετανάστες αλλά και την πολιτική αντιπαράθεση της ιταλικής κυβέρνησης με την Ευρώπη σε σχέση με το μεταναστευτικό.
Οι συγκρίσεις μάλλον επιδεινώνουν το φόβο πως η Γαύδος μπορεί να γίνει πολύ γρήγορα μια νέα Λαμπεντούζα. Ένα νέο σημείο εισόδου χωρίς όμως τη μακρά εμπειρία, τις ισχυρότερες υποδομές και τη διεθνή παρουσία που έχει η Λαμπεντούζα. Ένα νέο σημείο εισόδου χωρίς ανάλογη προετοιμασία ή υποστήριξη.
Θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι η Γαύδος βρίσκεται σε ακόμα πιο δυσμενή θέση και λόγω του αριθμού των κατοίκων της που δεν υπερβαίνουν τους 100 σε σχέση με τους χιλιάδες του ιταλικού νησιού.

Φαίνεται πως τα προηγούμενα χρόνια άλλαξαν αρκετά στην μεταναστευτική κρίση. Άλλαξαν άλλα τόσα στην εθνική όσο και την ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική δεν μας έκαναν όμως να σκεφτούμε πως τα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης δεν υφίστανται πίεση μόνο λόγω ενός μεγάλου εξωτερικού γεγονότος όπως ο πόλεμος στη Συρία που δημιούργησε εκατομμύρια προσφύγων.
Τα σύνορα της Ευρώπης είναι και θα παραμένουν ευάλωτα εφόσον δεν δημιουργούμε τις υποδομές και τους μηχανισμούς που θα τα κάνουν ισχυρά. Το αφήγημα ότι η θάλασσα μπορεί να λειτουργήσει ως φυσικό σύνορο, τουλάχιστον για την Κρήτη έχει καταρρεύσει προ πολλού.
Η μετατόπιση των μεταναστευτικών ροών προς τη Γαύδο και την Κρήτη μάς υπενθυμίζει πως τα γεωγραφικά όρια της Ευρώπης είναι ζωντανοί χώροι — όχι μόνο σύνορα, αλλά και πεδία ευθύνης. Οι τοπικές κοινωνίες σηκώνουν δυσανάλογο βάρος, συχνά χωρίς τις κατάλληλες υποδομές ή στήριξη. Η διαχείριση αυτών των ροών δεν μπορεί να εξαντλείται ούτε στην αδιαφορία, ούτε σε πολιτικές σκληρής αποτροπής.

Χρειάζεται μια ευρωπαϊκή πολιτική συνεκτική και δίκαιη, που να σέβεται τόσο τα ανθρώπινα δικαιώματα όσο και τις ανάγκες των κοινωνιών πρώτης γραμμής. Αντί να επιλέγουμε μεταξύ φιλανθρωπίας και τιμωρίας, μπορούμε να επενδύσουμε σε οργανωμένη υποστήριξη, διεθνή συνεργασία και διαφάνεια, ώστε νησιά όπως η Γαύδος να μην γίνουν τα αθέατα όρια της Ευρώπης αλλά οι καθρέφτες της ευθύνης και της ανθρωπιάς της