Η σχέση θρησκείας και πολιτικής αποτελεί ένα από τα πιο ανθεκτικά ζητήματα της πολιτικής φιλοσοφίας. Από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή, η αναζήτηση ενός πλαισίου όπου το ιερό και το κοσμικό μπορούν να συνυπάρχουν ή να διαχωριστούν έχει επηρεάσει θεμελιωδώς την κρατική συγκρότηση, τη νομιμοποίηση της εξουσίας και τη συγκρότηση της ταυτότητας. Από την “Πολιτεία” του Πλάτωνα έως τον Λοκ και τον Χέγκελ, η θρησκεία έχει θεωρηθεί άλλοτε ως θεμέλιο της πολιτικής αρετής κι άλλοτε ως εμπόδιο στην ανθρώπινη αυτονομία.
Η περίπτωση του Ισραήλ και του Ιράν είναι εξαιρετικά εύγλωττη: δύο σύγχρονα κράτη, όπου η θρησκεία όχι μόνο δεν αποσύρθηκε από το πολιτικό προσκήνιο, αλλά συνιστά δομικό στοιχείο της πολιτικής πράξης.
Ας εξετάσουμε το ιστορικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο της σχέσης θρησκείας-πολιτικής στα δύο αυτά κράτη και διερευνήσουμε γιατί η εκκοσμίκευση δεν προχώρησε ή δεν έγινε ποτέ κυρίαρχη ιδεολογία και πώς θα μπορούσε να υπάρξει μια διαφορετική πολιτική συγκρότηση, όπου η θρησκεία δε θα λειτουργούσε ως εργαλείο εξουσίας, αλλά ως θεσμός ηθικής ευθύνης.
Στη φιλοσοφία της θρησκείας, ήδη από τον Αυγουστίνο διακρίνουμε την ιδέα ότι η ανθρώπινη πόλη (“civitas terrena”) πρέπει να υπηρετεί τη θεία πόλη (“civitas Dei”), θεμελιώνοντας τη σύζευξη του πνευματικού και του πολιτικού. Αργότερα, ο Σπινόζα υποστήριξε την ανάγκη διαχωρισμού της πολιτικής από τη Θεολογία, προτείνοντας ότι η ελευθερία της σκέψης είναι απαραίτητη για την ευημερία του κράτους. Το ίδιο ιδεώδες καλλιεργήθηκε στον Καντ και τον Ρολς, όπου η θρησκεία μετασχηματίζεται σε πεδίο ηθικής αυτονομίας και όχι δεσποτικής επιβολής. Όμως στη Μέση Ανατολή η σχέση πίστης και εξουσίας παρέμεινε πιο άμεση και υπαρξιακή. Η έννοια της “θείας νομιμοποίησης” διατηρήθηκε ως θεμέλιο της κυριαρχίας. Αυτό δεν είναι απλώς ιστορικό κατάλοιπο, αποτελεί κοσμοθεωρητική επιλογή με πολιτικές συνέπειες.
Το εβραϊκό κράτος
Το κράτος του Ισραήλ ιδρύθηκε ως εβραϊκό κράτος σε έναν κόσμο όπου η ιστορική μνήμη του Ολοκαυτώματος και η προσδοκία της “επιστροφής στη Γη της Επαγγελίας” συνδέθηκαν με τη σιωνιστική ιδεολογία. Η εβραϊκή ταυτότητα, όμως, δεν είναι αποκλειστικά εθνική: είναι βαθύτατα θρησκευτική. Η Τορά, ο Νόμος του Μωυσή, η ιερότητα της γης συνθέτουν ένα πλέγμα όπου το κράτος θεωρείται, για πολλούς, εκπλήρωση θεϊκής υπόσχεσης.
Στο Ισραήλ, η ιδρυτική ταυτότητα του κράτους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια του “εκλεκτού λαού”. Η φιλοσοφία της θρησκείας, όπως αναπτύχθηκε από τον Χέρμαν Κοέν ή τον Εμμανουήλ Λεβινάς, δίνει βαρύτητα στην ηθική ευθύνη απέναντι στον Άλλον, μια ευθύνη θεμελιωμένη όχι στον νόμο, αλλά στην πίστη. Όμως αυτή η ευθύνη γίνεται και πολιτική. Η ταύτιση του Ισραηλινού με τον Εβραίο παράγει ένα μοντέλο εθνικής ταυτότητας, όπου η θρησκεία είναι προϋπόθεση της υπηκοότητας και της ιστορικής συνέχειας.
Η εβραϊκή εθνική αφήγηση δεν μπορεί εύκολα να διαχωριστεί από τη Βιβλική Γη, τον Νόμο του Μωυσή και τον Θεό του Αβραάμ, παρά το γεγονός ότι το πολίτευμα είναι δημοκρατικό.
Το κράτος αυτοπροσδιορίζεται ως “εβραϊκό και δημοκρατικό”, γεγονός που καθιστά τη θρησκευτική ταυτότητα συστατικό στοιχείο της κρατικής υπόστασης. Θρησκευτικές αρχές ρυθμίζουν το οικογενειακό δίκαιο, με τους γάμους, τα διαζύγια και τις ταφές να τελούνται μόνο μέσω των ραβίνων. Η απουσία πολιτικού γάμου στο εσωτερικό της χώρας και η κυριαρχία των θρησκευτικών παραδόσεων στον δημόσιο χώρο, όπως η τήρηση του Σαββάτου ή η τήρηση των διατροφικών νόμων, καταδεικνύουν τον βαθμό διείσδυσης της θρησκείας στην καθημερινότητα. Παράλληλα, θρησκευτικά κόμματα έχουν ισχυρή κοινοβουλευτική παρουσία και συμμετέχουν σε κυβερνήσεις συνασπισμού, ασκώντας επιρροή σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η στρατιωτική θητεία των υπερορθόδοξων ή η πολιτική των εποικισμών.
Ο θεσμικός διαχωρισμός θρησκείας και κράτους στο Ισραήλ είναι ασαφής. Η ιδέα της εκκοσμίκευσης αντιμετωπίζεται όχι ως ουδέτερη επιλογή, αλλά ως απόπειρα αποδόμησης της ιστορικής και θεϊκής ταυτότητας του κράτους. Η ψήφιση της Βασικής Νομοθεσίας “Το Ισραήλ ως το Κράτος του Εβραϊκού Λαού” τον Ιούλιο του 2018 αποτέλεσε καθοριστική καμπή στη συνταγματική και πολιτικο-φιλοσοφική εξέλιξη του Ισραήλ. Η εν λόγω νομοθεσία δεν αποτελεί απλώς μία ακόμη νομική ρύθμιση, αλλά εδραιώνει με συνταγματικό κύρος μια αντίληψη περί ταυτότητας και κυριαρχίας βαθιά ριζωμένη στην εθνοθρησκευτική θεμελίωση του κράτους.
Τι προβλέπει ο νόμος
Ο νόμος ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: Το Ισραήλ είναι το εθνικό κράτος του εβραϊκού λαού. Μόνο ο εβραϊκός λαός έχει το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης εντός του κράτους. Η εβραϊκή είναι η μοναδική επίσημη γλώσσα του κράτους, ενώ η αραβική λαμβάνει “ειδικό καθεστώς”. Η εγκαθίδρυση και ενίσχυση εβραϊκών οικισμών αναγνωρίζεται ως εθνική αξία.
Η ένταξη των παραπάνω διατάξεων στη δομή του συνταγματικού κορμού του Ισραήλ υποδηλώνει όχι μόνο θεσμική ενίσχυση του εθνοθρησκευτικού χαρακτήρα του κράτους, αλλά και μια σαφή απόκλιση από τον φιλελεύθερο, πλουραλιστικό και κοσμικό χαρακτήρα που θεωρητικά περιλαμβάνει κάθε δημοκρατικό πολίτευμα.
Από φιλοσοφικής σκοπιάς, το εν λόγω νομοθέτημα σηματοδοτεί την επικράτηση της οντολογικής ταύτισης κράτους και αποστολής: το κράτος δεν υπάρχει απλώς για να προστατεύει δικαιώματα, αλλά για να υλοποιήσει μια θεϊκά προσδιορισμένη αποστολή. Η έννοια της “Επαγγελίας” και της θείας κληρονομιάς της γης μετατρέπεται σε πολιτική αρχή και γίνεται πηγή συνταγματικής τάξης. Η πράξη αυτή αντηχεί φιλοσοφικά τον στοχασμό του Καρλ Σμιτ, κατά τον οποίο «κυρίαρχος είναι εκείνος που αποφασίζει για την εξαίρεση». Στην περίπτωση του Ισραήλ, η εξαίρεση δεν αφορά μόνο καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, αλλά την ίδια την ταυτότητα του πολίτη: η ιθαγένεια και η πολιτική συμμετοχή επηρεάζονται πλέον από την εθνοθρησκευτική καταγωγή, εγείροντας ερωτήματα περί δικαιοσύνης, συμπερίληψης και καθολικής ισχύος του δικαίου.
Επιπλέον, ο Νόμος του 2018 έρχεται να ολοκληρώσει μια ιστορική πορεία, όπου η μνήμη του Ολοκαυτώματος, ο σιωνισμός και η βιβλική αποστολή του εβραϊκού λαού συνυφαίνονται με τρόπο που καθιστά τη θρησκεία όχι απλώς στοιχείο της ταυτότητας, αλλά και μηχανισμό νομιμοποίησης της κρατικής εξουσίας.
Η σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία - από τον Χάμπερμας έως τον Ρωλς - υποστηρίζει ότι η θρησκευτική πίστη μπορεί να διατηρείται στο δημόσιο πεδίο μόνο υπό τον όρο της μεταφρασιμότητάς της σε κοσμικό λόγο, ώστε να είναι προσβάσιμη και σε μη πιστούς. Ο Νόμος του 2018, όμως, λειτουργεί ως «μη μεταφράσιμος» θεσμικός λόγος, καθώς επιβεβαιώνει ότι η συλλογική πολιτική αυτονομία δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τον θεϊκά καθορισμένο προσδιορισμό του έθνους.
Η πράξη του Κύρου Β’ της Περσίας (539 π.Χ.), ο οποίος αναγνωρίστηκε από την εβραϊκή παράδοση ως “χρισμένος του Κυρίου” (Ησαΐας 45:1), επειδή επέτρεψε την επιστροφή των Εβραίων στην Ιερουσαλήμ, μετά τη Βαβυλωνία Αιχμαλωσία, δείχνει την παλαιότητα αυτής της σχέσης μεταξύ θρησκείας και εξουσίας. Το πολιτικό νόημα αυτής της σχέσης παραμένει ενεργό στον σύγχρονο ισραηλινό λόγο, όπως ο Μπενιαμίν Νετανιάχου έκανε αναφορά στον Κύρο τον Μέγα, μετά την ισραηλινή επίθεση στο Ιράν. Συγκεκριμένα, παρουσίασε τον Κύρο ως κοινό σύνδεσμο ανάμεσα σε Ισραηλινούς και Ιρανούς, λέγοντας:
«Έχουμε έναν άνθρωπο που δεν ξεχνούμε ποτέ, κι αυτός είναι ο Κύρος ο Μέγας... Όταν μιλάμε για τον Κύρο, μιλάμε για έναν μεγάλο ηγέτη ενός μεγάλου πολιτισμού... τον θυμόμαστε γιατί επέτρεψε την ανοικοδόμηση του ιερού μας ναού στην Ιερουσαλήμ, την επιστροφή των εξόριστών μας από τη Βαβυλώνα», γιατί ένας Πέρσης απελευθέρωσε τον εβραϊκό λαό και όχι ο Γιαχβέ.
Ο θρησκευτικός χαρακτήρας του Ιράν
Στο Ιράν, η επιρροή της θρησκείας είναι ακόμη πιο θεμελιώδης και απόλυτη. Μετά την Ισλαμική Επανάσταση του 1979, το Ιράν μετατράπηκε σε θεοκρατική ισλαμική δημοκρατία.
Ο αγώνας ενάντια στο καθεστώς του Σάχη πήρε θρησκευτικό χαρακτήρα, υπό την καθοδήγηση του Αγιατολάχ Χομεϊνί, ο οποίος εισήγαγε τη θεολογικο-πολιτική θεωρία του Velayat-e Faqih. Σύμφωνα με αυτήν, η εξουσία ανήκει στους θρησκευτικούς λόγιους που είναι οι μόνοι ικανοί να ερμηνεύουν τη θεία βούληση. Η σιιτική θεολογία δημιουργεί ένα υπαρξιακό αφήγημα, όπου η εξουσία δεν είναι ζήτημα λαϊκής βούλησης, αλλά πνευματικής καθοδήγησης.
Το σύνταγμα του Ιράν προβλέπει τη θεσμοθέτηση του θεσμού του Ανώτατου Ηγέτη, ο οποίος διαθέτει υπερεξουσίες έναντι του εκλεγμένου προέδρου. Επιπλέον, το Συμβούλιο των Φρουρών επιβλέπει τη συμβατότητα της νομοθεσίας με το ισλαμικό δίκαιο και έχει τη δυνατότητα να απορρίπτει υποψηφιότητες πολιτικών προσώπων που δεν πληρούν τα θρησκευτικά κριτήρια. Η εφαρμογή της Σαρία σε κρίσιμους τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό της κοσμικής αντιπολίτευσης και την περιορισμένη ελευθερία λόγου και πίστης, καθιστούν το ιρανικό καθεστώς χαρακτηριστικό παράδειγμα θρησκευτικής κυριαρχίας στην πολιτική εξουσία.
Έτσι, μετά την Ισλαμική Επανάσταση, το Ιράν αντικατέστησε τον μοντέρνο εθνικισμό του Σάχη με μια σιιτική θεοκρατία που αντλεί από τις μαρτυρικές παραδόσεις της Καρμπάλα και τον Ιμάμη Χουσεΐν [η μάχη της Καρμπάλα, η οποία διεξήχθη στις 10 του Μωχαρέμ το έτος 680 μ.Χ. μεταξύ των δυνάμεων του Γιαζίντ Α’ και του Ιμάμη Χουσεΐν, του εγγονού του Προφήτη Μωάμεθ, αποτελεί κομβικό γεγονός στην ισλαμική ιστορία, ιδίως στο πλαίσιο του σιιτικού Ισλάμ. Συμβολίζει τον υπέρτατο αγώνα κατά της τυραννίας και της αδικίας, όπου ο Ιμάμ Χουσεΐν και η μικρή ομάδα των οπαδών του αντιμετώπισαν έναν κατά πολύ ανώτερο στρατό, διατηρώντας τις αρχές της δικαιοσύνης, της αρετής και της ηθικής ακεραιότητας]. Η πολιτική πράξη πλέον οφείλει να είναι όχι απλώς νόμιμη αλλά “καθαρή”, δηλαδή συμβατή με τη Σαρία.
Ο θρησκευτικός νόμος αποκτά τη μορφή κατηγορικής προσταγής (είναι η ανάγκη να συμμορφώνεται κανείς με την καθαρή καθολικότητα του νόμου) με όρους που θυμίζουν τον Καντ: Οφείλεις να ενεργείς έτσι ώστε η πράξη σου να μπορεί να νοηθεί ως παγκόσμιος κανόνας - μόνο που ο κανόνας αυτός δεν πηγάζει από τον Λόγο, αλλά από τη Θεία Αποκάλυψη, γιατί ο νόμος του κράτους είναι η Σαρία και η πολιτική δεν έχει αυτονομία από τη θεολογία.
Η εκκοσμίκευση στο Ιράν συνεπώς δεν είναι απλώς απειλή για την εξουσία του κλήρου, αλλά θεωρείται ύβρις προς τον ίδιο τον Θεό. Πρόκειται για ένα καθεστώς που δομείται πάνω σε θεολογικό μεταφυσικό θεμέλιο, όχι σε πολιτική σύμβαση.
Στην πραγματικότητα, η εκκοσμίκευση προϋποθέτει ένα διαφορετικό ανθρωπολογικό μοντέλο, όπου ο άνθρωπος είναι αυτόνομος φορέας ηθικής και πολιτικής κρίσης. Όμως στις κοινωνίες αυτές, η ταυτότητα είναι θεολογικά προσδιορισμένη. Η πολιτική λειτουργεί ως ορατό πεδίο πραγμάτωσης μιας υπερβατικής τάξης.
Πώς διοικούνται οι δύο χώρες - Με θεολογική προσέγγιση η ασκούμενη πολιτική
Η θρησκεία στα κράτη του Ισραήλ και του Ιράν δεν είναι μόνο σύστημα πίστης. Είναι υπαρξιακός θεμέλιος λίθος. Η πολιτική πράξη, αντί να εκδηλώνεται ως προϊόν κοινωνικού συμβολαίου ή λογικής αντιπαράθεσης, είναι σε μεγάλο βαθμό τελετουργική και θεολογικά νομιμοποιημένη.
Η εκκοσμίκευση, ως ιδέα, στηρίζεται στη δυτική νεωτερική σκέψη που αποσυνδέει τον νόμο από τη θρησκεία. Ο Χομπς, για παράδειγμα, προτείνει ένα κοσμικό Κράτος-Λεβιάθαν, που υποκαθιστά τον Θεό ως εγγυητή της τάξης. Όμως ούτε το Ισραήλ ούτε το Ιράν διαπνέονται από μια τέτοια φιλοσοφία. Εκεί, η νομιμότητα δεν προκύπτει από κοινωνικό συμβόλαιο, αλλά από θεϊκή υπόσχεση (Ισραήλ) ή θρησκευτική αποκάλυψη (Ιράν).
Η πολιτική φιλοσοφία της νεωτερικότητας μάς καλεί να διαχωρίσουμε το θείο από το πολιτικό, ώστε να διασφαλίσουμε την ελευθερία της συνείδησης. Όμως στην πράξη, η θρησκεία διατηρεί έναν υπαρξιακό ρόλο στις συλλογικές ταυτότητες των λαών. Η περίπτωση του Ισραήλ και του Ιράν δείχνει ότι δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε την εκκοσμίκευση μόνο ως τεχνική μετάβαση, αλλά οφείλουμε να τη στοχαστούμε ως πολιτισμική και φιλοσοφική μεταμόρφωση.
Η θρησκεία δεν είναι απλώς σύστημα πεποιθήσεων, είναι μια κοσμοθεωρία με απαιτήσεις για τάξη, νόημα και εξουσία. Ενδεχομένως, η αληθινή εκκοσμίκευση να μη σημαίνει την απουσία θρησκείας από το κράτος, αλλά την ελευθερία του ανθρώπου να νοηματοδοτεί την ύπαρξη χωρίς φόβο και εξαναγκασμό - είτε πιστεύει, είτε όχι.
Και στις δύο περιπτώσεις, η εκκοσμίκευση δεν απορρίφθηκε, απλώς θεωρήθηκε ξένο σώμα. Στο Ισραήλ, η απομάκρυνση από τη θρησκεία απειλεί την εθνική συνοχή. Στο Ιράν, απειλεί τη θεμελιώδη αρχή της νομιμότητας.