Η Θαλάσσια Χωροταξία (Maritime Spatial Planning - MSP) αποτελεί ένα σύγχρονο εργαλείο διαχείρισης των θαλάσσιων περιοχών, το οποίο αποσκοπεί στον συντονισμό των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στον θαλάσσιο χώρο, προκειμένου να διασφαλίζεται η βιώσιμη ανάπτυξη, η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και η αποφυγή συγκρούσεων χρήσεων. Η έννοια του MSP καθιερώθηκε από την UNESCO, μέσω της Διακυβερνητικής Ωκεανογραφικής Επιτροπής (IOC), ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και εξελίχθηκε ως πολιτική προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Οδηγία 2014/89/ΕΕ, η οποία καθιερώνει πλαίσιο για τη χωροταξία στη θάλασσα σε όλα τα κράτη-μέλη.
Η Θαλάσσια Χωροταξία βασίζεται σε μια οικοσυστημική και συμμετοχική προσέγγιση. Συγκεκριμένα, ενσωματώνει επιστημονικά δεδομένα, κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά και περιβαλλοντικούς στόχους, ενώ επιδιώκει τη διαβούλευση με εμπλεκόμενους φορείς, τοπικές κοινωνίες και άλλες ενδιαφερόμενες ομάδες. Στο επίκεντρο της μεθοδολογίας της βρίσκονται η ανάλυση της παρούσας κατάστασης, η πρόβλεψη μελλοντικών εξελίξεων και η υιοθέτηση στρατηγικών διαχείρισης του θαλάσσιου χώρου. Το πλαίσιο αυτό ακολουθεί συγκεκριμένα στάδια σχεδιασμού, εφαρμογής, αξιολόγησης και αναθεώρησης, όπως περιγράφεται στον 10 σταδίων οδηγό της UNESCO (MSPglobal).
Ωστόσο, παρά την επιστημονική και πολιτική αξία του MSP, εγείρονται ερωτήματα ως προς τη νομική του βαρύτητα, ιδίως όταν εμπλέκονται ζητήματα θαλάσσιας κυριαρχίας ή οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών. Η βασική αρχή του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας είναι ότι οι θαλάσσιες ζώνες κυριαρχίας και δικαιοδοσίας (όπως η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και η υφαλοκρηπίδα) ορίζονται βάσει της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS, 1982), καθώς και μέσω διμερών ή πολυμερών συμφωνιών μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών. Η δημιουργία ή η δημοσιοποίηση χαρτών που απεικονίζουν μονομερή αντίληψη περί θαλάσσιων δικαιωμάτων δε συνιστά καθ’ εαυτή πράξη που παράγει έννομα αποτελέσματα στο διεθνές δίκαιο.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη ενέργεια της Τουρκίας να καταθέσει χάρτη MSP στην UNESCO, που καλύπτει περιοχές του Αιγαίου, μπορεί να ερμηνευτεί ως στρατηγική κίνηση ενταγμένη στην ευρύτερη διπλωματική πολιτική της χώρας περί “Γαλάζιας Πατρίδας”. Με την πράξη αυτή, η Άγκυρα επιδιώκει να εμφανίσει τη χωροταξική της πρόταση ως “τεχνικά τεκμηριωμένη” και σύμφωνη με τις διεθνείς πρακτικές θαλάσσιου σχεδιασμού. Παράλληλα, αποσκοπεί στη διεθνοποίηση των τουρκικών θέσεων, επιχειρώντας να μεταφέρει την αντιπαράθεση από το νομικό και διπλωματικό πεδίο στο τεχνοκρατικό. Η χρήση της MSP ως μέσο πολιτικής πίεσης ή ως όχημα διεκδικήσεων δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο στις διεθνείς σχέσεις, αλλά δεν παράγει νομικές συνέπειες εφόσον δε συνοδεύεται από αναγνώριση ή συναίνεση τρίτων κρατών.
Η UNESCO, ως διεθνής οργανισμός με επιστημονικό και πολιτιστικό χαρακτήρα, δε διαθέτει αρμοδιότητα σε θέματα οριοθέτησης ή αναγνώρισης θαλάσσιων συνόρων. Επομένως, η κατάθεση ενός χάρτη σε αυτή δε συνιστά διεθνή πράξη με δεσμευτική ισχύ, ούτε επιφέρει έννομες συνέπειες αναφορικά με τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο ή αλλού. Το ίδιο ισχύει και για τα σχέδια MSP που κατατίθενται στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Πρόκειται για ενδοενωσιακό σχεδιασμό πολιτικής περιβάλλοντος και βιώσιμης ανάπτυξης, χωρίς εξωγενή νομική επίπτωση σε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας ή οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών.
Συνεπώς, η κατάθεση MSP από την Τουρκία, ακόμη κι εάν επικαλείται τεχνικά και περιβαλλοντικά κριτήρια, δεν κατοχυρώνει νομικά δικαιώματα, ούτε παράγει αποτελέσματα στο διεθνές δίκαιο. Αποτελεί μονομερή ενέργεια χωρίς δεσμευτικότητα για τρίτους, δε συνιστά μορφή απόκτησης τίτλου κυριαρχίας ή θαλάσσιων δικαιωμάτων και δεν μπορεί να θεμελιώσει έννομη αξίωση για τις περιοχές του Αιγαίου.
Εν κατακλείδι, η Θαλάσσια Χωροταξία αποτελεί ένα σημαντικό τεχνικό και περιβαλλοντικό εργαλείο διαχείρισης του θαλάσσιου χώρου, όχι όμως εργαλείο οριοθέτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων. Οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια από κράτη που επιδιώκουν εδαφικές ή θαλάσσιες αξιώσεις μέσω της MSP στερείται νομικής υπόστασης εάν δε συνοδεύεται από νομικά αναγνωρισμένες διεθνείς πράξεις, όπως διμερείς συμφωνίες ή προσφυγή σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα.