Ο Ιούνιος του 2025 σηματοδότησε την επίσημη μετάβαση μιας μακροχρόνιας περιφερειακής αντιπαράθεσης σε άμεση πολεμική σύγκρουση μεταξύ του Ιράν και του Ισραήλ. Η ρήξη αυτή δεν προέκυψε αιφνιδίως, αλλά υπήρξε προϊόν πολυετούς κλιμάκωσης που ξεκίνησε με την αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη Συμφωνία JCPOA το 2018. Η απουσία ενός βιώσιμου διαδόχου της συμφωνίας, η απώλεια εμπιστοσύνης μεταξύ των εμπλεκομένων μερών, καθώς και η επανεκκίνηση και επιτάχυνση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν δημιούργησαν τις συνθήκες για την αναμέτρηση.
Η στρατιωτική σύγκρουση του 2025 ήρθε ως αποτέλεσμα μιας σειράς γεγονότων: της σταδιακής αποδέσμευσης του Ιράν από τους περιορισμούς εμπλουτισμού ουρανίου, της αποτυχίας των ευρωπαϊκών προσπαθειών διαμεσολάβησης και της εντεινόμενης παρουσίας ιρανικών δυνάμεων και συμμάχων στη Συρία και τον Λίβανο, κοντά στα σύνορα του Ισραήλ. Η αναβάθμιση της στρατιωτικής εμπλοκής της Τεχεράνης στην περιοχή αντιμετωπίστηκε από το Τελ Αβίβ ως casus belli, με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση στρατηγικών επιθέσεων κατά ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων και κρίσιμων υποδομών με το Ιράν να απαντά με ευρείας κλίμακας βαλλιστικά αντίποινα.
Η Κοινή Ολοκληρωμένη Δράση (Joint Comprehensive Plan of Action – JCPOA), υπογεγραμμένη το 2015 από το Ιράν και τις παγκόσμιες δυνάμεις (P5+1: ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Γερμανία), αποτέλεσε έναν σημαντικό σταθμό στις διεθνείς προσπάθειες για την αναχαίτιση της πιθανής ανάπτυξης πυρηνικών όπλων από την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν. Εντούτοις, η μονομερής αποχώρηση των ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ το 2018 προκάλεσε την κατάρρευση της ισορροπίας που είχε επιτευχθεί και άνοιξε τον δρόμο για μια νέα περίοδο έντασης, γεμάτη διπλωματικές ασάφειες, αντιφατικές επιλογές και γεωπολιτική υποκρισία.
Η JCPOA όριζε συγκεκριμένα και αυστηρά τεχνικά όρια για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν:
Όριο εμπλουτισμού: Έως 3,67% U-235 για τουλάχιστον 15 έτη, επίπεδο κατάλληλο μόνο για ειρηνική χρήση.
Όριο αποθεμάτων εμπλουτισμένου ουρανίου: Μέγιστο όριο 300 κιλών για 15 χρόνια.
Περιορισμοί σε εγκαταστάσεις: Εμπλουτισμός επιτρεπόταν μόνο στο εργοστάσιο Natanz.
Το υπόγειο εργοστάσιο Fordow μετατράπηκε σε ερευνητικό κέντρο.
Διεθνής επιτήρηση: Πλήρης πρόσβαση της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (IAEA) για παρακολούθηση και επιθεώρηση.
Μέχρι το 2018, η IAEA επιβεβαίωνε διαρκώς ότι το Ιράν συμμορφωνόταν πλήρως με τις υποχρεώσεις του βάσει της συμφωνίας.
Με την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη JCPOA το 2018 επί κυβέρνησης Τραμπ και την επαναφορά κυρώσεων, το Ιράν θεώρησε ότι οι οικονομικές δεσμεύσεις προς αυτό παραβιάστηκαν.
Μόνο μετά την αποτυχία των Ευρωπαίων να αντισταθμίσουν τις κυρώσεις που επανέφεραν οι ΗΠΑ, το Ιράν άρχισε να προσαρμόζει τη στάση του.
Αν και αρχικά παρέμεινε εντός των ορίων της συμφωνίας, από το 2019 ξεκίνησε σταδιακή αποδέσμευση:
2019: Υπέρβαση του ορίου εμπλουτισμού (π.χ. 4,5%).
2020–2022: Εμπλουτισμός έως 20%.
2023: Αναφορά της IAEA για ίχνη εμπλουτισμού 83,7%, αν και το Ιράν υποστήριξε πως ήταν τεχνική απόκλιση.
Η ΙΑΕΑ επιβεβαίωσε αυτά τα επίπεδα εμπλουτισμού, βασισμένη σε δικές της επιτόπιες επιθεωρήσεις και όχι απλώς σε δηλώσεις τρίτων χωρών. (Βλ. IAEA GOV/2023/8 & GOV/2023/30.).
Η αξιοπιστία της IAEA παραμένει τεχνικά ισχυρή, αν και πολιτικά έχει υποστεί πλήγματα από παλαιότερες κρίσεις (όπως το Ιράκ).
Ένα βασικό ερώτημα είναι ότι παρότι είχε ήδη επιτύχει εμπλουτισμό για ειρηνική χρήση και θα μπορούσε να διατηρήσει αξιοπιστία τηρώντας τη συμφωνία, το Ιράν επέλεξε να αντιδράσει;
Η JCPOA δεν ήταν μόνο τεχνική, αλλά πολιτική συμφωνία ανταλλαγής: Το Ιράν δεχόταν τεράστιους περιορισμούς με αντάλλαγμα την άρση κυρώσεων. Όταν οι κυρώσεις επανήλθαν, το Ιράν θεώρησε ότι η συμφωνία παραβιάστηκε πρώτα από τις ΗΠΑ.
Το Ιράν ακολούθησε πολιτική σταδιακής αντίδρασης, αυξάνοντας προοδευτικά το επίπεδο εμπλουτισμού ώστε να ασκήσει πίεση για επιστροφή στη συμφωνία με άρση κυρώσεων.
Επειδή η κυβέρνηση δέχθηκε κριτική από εσωτερικές σκληροπυρηνικές φωνές που θεώρησαν ότι η συμφωνία ήταν μονομερής παραχώρηση.
Επίσης για διατήρηση διαπραγματευτικής ισχύος:
Με υψηλότερο εμπλουτισμό, το Ιράν διατηρεί στρατηγικό πλεονέκτημα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Παρά την παραβίαση τεχνικών όρων, η Ρωσία, η Κίνα και η ΕΕ (ως ενός βαθμού) αναγνώρισαν την ιρανική στάση ως «αντίδραση» και όχι κατάργηση της συμφωνίας.
Η στάση αυτή βασίστηκε σε τρεις πυλώνες: Ηθική αντιστροφή: Οι χώρες θεώρησαν ότι η ευθύνη της κρίσης βαρύνει τις ΗΠΑ, όχι το Ιράν. Διπλωματική ισορροπία: Δεν ήθελαν να σπρώξουν το Ιράν στην πλήρη αποχώρηση και άρνηση των ελέγχων IAEA. Γεωπολιτικά συμφέροντα: Η Ρωσία και η Κίνα στήριξαν το Ιράν στρατηγικά, ιδιαίτερα ενάντια στη Δύση μετά το 2022.
Η ΕΕ προσπάθησε με μηχανισμούς όπως το INSTEX [Το Instrument in Support of Trade Exchanges (INSTEX) ήταν ένα ευρωπαϊκό ειδικού σκοπού όχημα (SPV) που ιδρύθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019 και εκκαθαρίστηκε τον Μάρτιο του 2023. Η δηλωμένη αποστολή του ήταν να διευκολύνει συναλλαγές με το Ιράν εκτός δολαρίου ΗΠΑ και εκτός του συστήματος SWIFT, προκειμένου να αποφευχθεί η παραβίαση των κυρώσεων των ΗΠΑ], για να αντισταθμίσει τις κυρώσεις, χωρίς όμως επιτυχία. Αντί να πιέσουν, οι Ευρωπαίοι επέλεξαν τον κατευνασμό, διατηρώντας την ελπίδα επανεκκίνησης της συμφωνίας.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν, παρότι εξέφρασε την επιθυμία για επιστροφή στη JCPOA, επέλεξε έναν ρεαλιστικό δρόμο διπλωματικής επαναπροσέγγισης χωρίς επιπλέον κυρώσεις. Οι λόγοι ήταν πολλαπλοί:
Διατήρηση περιφερειακής σταθερότητας, ειδικά μετά την κρίση στην Ουκρανία.
Ενεργειακή πραγματικότητα: η απομόνωση του Ιράν θα περιόριζε παγκόσμια ενεργειακά αποθέματα.
Αποφυγή νέας σύγκρουσης με το Ισραήλ ή ένοπλης εμπλοκής στον Κόλπο.
Παρά την αυξανόμενη πίεση από το Κογκρέσο και το Ισραήλ, ο Λευκός Οίκος τότε επέλεξε την έμμεση διαπραγμάτευση (μέσω Βιέννης, Ομάν, Κατάρ), προτάσσοντας το ενδεχόμενο επαναφοράς της συμφωνίας αντί της περαιτέρω σύγκρουσης.
Η στάση του Ντόναλντ Τραμπ το 2018, αν και εσωτερικά δημοφιλής για τους σκληροπυρηνικούς κύκλους των Ρεπουμπλικανών και το Ισραήλ, θεωρήθηκε διεθνώς αποσταθεροποιητική. Η λογική του ήταν ότι η συμφωνία έδινε στο Ιράν το «δικαίωμα» να αναπτύξει τεχνολογία εμπλουτισμού, την οποία θεωρούσε δυνητικά απειλητική. Ωστόσο, το JCPOA προέβλεπε αυστηρότατους περιορισμούς και επιθεωρήσεις, με στόχο την επιβεβαιωμένη μη στρατιωτικοποίηση του πυρηνικού προγράμματος.
Η μετέπειτα αποστολή διαπραγματευτικής ομάδας του Ρεπουμπλικανού προέδρου στο Ομάν για παρασκηνιακές συνομιλίες μπορεί να ερμηνευτεί ως αναγνώριση της ανάγκης για εκτόνωση, καθώς η αμερικανική πίεση δεν πέτυχε να οδηγήσει το Ιράν στην υποταγή, αλλά μάλλον το όπλισε πολιτικά και διπλωματικά.
Η πορεία της JCPOA φανερώνει τις περιορισμένες δυνατότητες της πολυμερούς διπλωματίας όταν μία μεγάλη δύναμη αποχωρεί μονομερώς. Το Ιράν δεν παραβίασε τη συμφωνία αδικαιολόγητα, αλλά εντός ενός πλαισίου αντίδρασης. Οι ΗΠΑ δεν κατάφεραν να οδηγήσουν το Ιράν σε συμμόρφωση μέσω κυρώσεων, ενώ η διεθνής κοινότητα επέδειξε πολιτική ανοχή, με στόχο τη σταθερότητα.
Αυτή η περίπλοκη διελκυστίνδα αποκαλύπτει πώς οι διεθνείς συμφωνίες στηρίζονται όχι μόνο στο δίκαιο, αλλά και στη γεωπολιτική βούληση και την εσωτερική πολιτική των κρατών.