ISRAIL _IRAN.jpg
Φωτογραφία ΑΡ

Το παιχνίδι της ηγεμονίας: Πυρηνικά όπλα και η πολιτική της ισχύος

Απόψεις
Το παιχνίδι της ηγεμονίας: Πυρηνικά όπλα και η πολιτική της ισχύος

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το πρόσφατο Ισραηλινό πλήγμα κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, με επίκληση της «υπαρξιακής απειλής», επαναφέρει στο προσκήνιο κρίσιμα ερωτήματα ως προς τη στρατηγική λογική και τη διεθνή αποδοχή τέτοιων στρατιωτικών ενεργειών. Παράλληλα, αναδεικνύει τις αδυναμίες των διεθνών οργανισμών και της παγκόσμιας διπλωματίας, τόσο στον έλεγχο της εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων όσο και στη διατήρηση της ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή

Των Γεωργίου Σαριδάκη και Κωνσταντίνου Αλεξίου*

Μια τέτοια εξέλιξη διαβρώνει περαιτέρω τις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών και των συμμάχων τους, με πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, και ενδέχεται να πυροδοτήσει γενικευμένη σύρραξη, εφόσον δεν επικρατήσουν η ψυχραιμία και ο διπλωματικός διάλογος.

Ένα από τα βασικά σημεία έντασης στις σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Ιράν αποτελεί το ζήτημα των πυρηνικών όπλων, σε συνδυασμό με τις βαθιές ιδεολογικές και γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις που προέκυψαν μετά την Ιρανική Επανάσταση του 1979. Η εγκαθίδρυση της Ισλαμικής Δημοκρατίας σηματοδότησε μια ριζική μεταστροφή στη στάση του Ιράν απέναντι στο Ισραήλ, το οποίο έκτοτε αντιμετωπίζεται ως έκφραση του δυτικού ιμπεριαλισμού και ως παράγοντας αποσταθεροποίησης της περιφερειακής αυτονομίας.

Ωστόσο, η ένταση μεταξύ των ηγεσιών του Ιράν και του Ισραήλ δεν πρέπει να συγχέεται με τις σχέσεις των λαών τους. Πριν από το 1979 υπήρξαν εκτεταμένες περίοδοι συνεργασίας, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του καθεστώτος του Σάχη Μοχαμάντ Ρεζά Παχλαβί. Η μεταγενέστερη εχθρότητα δεν στηρίζεται σε πολιτισμική ρήξη ή διαχωρισμό μεταξύ των δύο λαών, αλλά σε στρατηγικές επιλογές των ηγεσιών τους, που εκδηλώνονται σε γεωπολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Εν τω μεταξύ, οι απλοί πολίτες και των δύο πλευρών συνεχίζουν να επωμίζονται το κόστος αυτών των εντάσεων. Η ταύτιση των λαών με τις παρούσες ηγεσίες τους αποτελεί μια απλουστευτική προσέγγιση που ενισχύει διχαστικές αφηγήσεις και δυσχεραίνει την ειρηνική συνύπαρξη.

Η επίκληση της προληπτικής δράσης, ακόμη και όταν βασίζεται σε ένα υποθετικό μελλοντικό σενάριο αντί για άμεση απειλή, μπορεί να φαίνεται στρατηγικά εύλογη, αλλά δεν καθίσταται αυτομάτως θεμιτή ως αφορμή για στρατιωτική επέμβαση. Το παράδειγμα της εισβολής στο Ιράκ το 2003, με ανεπαρκώς τεκμηριωμένους ισχυρισμούς, παραμένει επίκαιρο και διδακτικό.

Η περίπτωση του Ιράκ δείχνει πως τέτοιες επεμβάσεις μπορεί να οδηγήσουν σε βαθιά αποσταθεροποίηση, απώλεια διεθνούς νομιμοποίησης ή στήριξης, καθώς και στην εμφάνιση απρόβλεπτων συνεπειών, όπως η άνοδος εξτρεμιστικών ομάδων και τρομοκρατικών οργανώσεων. Το βασικό δίδαγμα δεν περιορίζεται μόνο στην αποτυχία των υπηρεσιών πληροφοριών, αλλά περιλαμβάνει και το μακροχρόνιο κόστος της στρατιωτικής δράσης σε πολλαπλά επίπεδα.

Σε αντίθεση με τον αποδυναμωμένο Ιρακινό στρατό του 2003, το Ιράν διαθέτει εκτενές πυραυλικό οπλοστάσιο, ισχυρές δυνάμεις μέσω αντιπροσώπων (proxy forces) και ένα ιδεολογικά ελεγχόμενο, θεσμικά ανθεκτικό καθεστώς, παρά τις έντονες κοινωνικές εντάσεις. Το πλήγμα στις πυρηνικές υποδομές του Ιράν μπορεί να προκαλέσει σπειροειδή κλιμάκωση, με αντίποινα πολύ μεγαλύτερης έντασης από ό,τι έχουμε δει μέχρι σήμερα, τα οποία ενδέχεται να περιλαμβάνουν κυβερνοεπιθέσεις, τρομοκρατικές ενέργειες και ευρύτερη περιφερειακή ανάφλεξη. Αντί να αμβλύνει την απειλή, η ισραηλινή επίθεση ενδέχεται επίσης να ενισχύσει την ιρανική πολιτική βούληση για την απόκτηση πυρηνικών όπλων και να οδηγήσει ακόμη και στην αποχώρηση του Ιράν από τη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων (NPT).

Η ειρωνεία της κατάστασης είναι διπλή. Πρώτον, το Ισραήλ δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της NPT και θεωρείται ότι διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο, το οποίο όμως δεν έχει επισήμως αναγνωρίσει (nuclear ambiguity). Δεύτερον, η διεθνής κοινότητα εφαρμόζει ασύμμετρα κριτήρια, καταδικάζοντας τις πυρηνικές φιλοδοξίες ορισμένων κρατών, ενώ ανέχεται την ύπαρξη πυρηνικών όπλων σε άλλα, εκτός της Συνθήκης. Αυτή η ασυμμετρία ενισχύει την καχυποψία και εδραιώνει τον ηγεμονικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος.

Η κατοχή πυρηνικών όπλων προσδίδει δυσανάλογη γεωπολιτική επιρροή, ενισχύοντας το υφιστάμενο status quo και καθιστώντας τη διπλωματία συχνά εργαλείο στα χέρια των ισχυρών. Το παράδειγμα της Ινδίας και του Πακιστάν αποδεικνύει ότι, παρότι τα πυρηνικά μπορούν να λειτουργήσουν ως αποτρεπτικός παράγοντας, ταυτόχρονα οξύνουν τις εντάσεις και περιορίζουν τη διαπραγματευτική ευελιξία. Εάν το Ιράν αποκτήσει πυρηνικά όπλα, η περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων θα μεταβληθεί ριζικά, με κίνδυνο να ακολουθήσουν και άλλα κράτη παρόμοια πορεία πυρηνικού εξοπλισμού.

Η επίθεση κατά του Ιράν ενδέχεται να προσφέρει βραχυπρόθεσμα πολιτικά ή τακτικά πλεονεκτήματα στην ηγεσία του Ισραήλ. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε ευρύτερη αποσταθεροποίηση τόσο στην περιοχή όσο και στο εσωτερικό του Ισραήλ, καθώς και να απομακρύνει τη διεθνή κοινότητα από τις ουσιαστικές θεσμικές και ηθικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για τον πυρηνικό αφοπλισμό. Επιπλέον, οποιαδήποτε προσδοκία για αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν μέσω στρατιωτικής πίεσης παραμένει αβέβαιη, καθώς τέτοιες ενέργειες ενδέχεται να ενισχύσουν την εσωτερική συνοχή του υφιστάμενου καθεστώτος αντί να το αποδυναμώσουν.

Για την επίτευξη πραγματικής αλλαγής απαιτείται η ενίσχυση των διεθνών θεσμών και η αυστηρή εφαρμογή των διεθνών κανόνων, ο επαναπροσδιορισμός του εθνικού συμφέροντος υπό το πρίσμα της κοινής ασφάλειας, καθώς και η υιοθέτηση μιας παγκόσμιας ηθικής πολιτικής και ηγετικής υπευθυνότητας. Η Συνθήκη για την Απαγόρευση των Πυρηνικών Όπλων (TPNW), η οποία υιοθετήθηκε το 2017 από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αντικατοπτρίζει την ελπίδα για έναν κόσμο απαλλαγμένο από την πυρηνική απειλή. Αξίζει να σημειωθεί ότι καμία από τις κύριες πυρηνικές δυνάμεις δεν έχει υπογράψει τη Συνθήκη.

Η μακροπρόθεσμη προοπτική ειρήνης στη Μέση Ανατολή, καθώς και σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν μπορεί να διαμορφωθεί μέσω απειλών ή στρατιωτικών ενεργειών. Αντίθετα, απαιτεί φρόνηση και διπλωματική ικανότητα από τους πολιτικούς ηγέτες και τις εκάστοτε κυβερνήσεις, οι οποίοι καθορίζουν το μέλλον των χωρών τους και της ανθρωπότητας συνολικά.

Η αποτροπή της πυρηνικής εξάπλωσης και η αποφυγή ενός ενδεχόμενου μελλοντικού πυρηνικού πολέμου αποτελούν καθήκον όλων μας. Αυτοί οι στόχοι πρέπει να επιτευχθούν μέσω στενής συνεργασίας, διαφάνειας και υπευθυνότητας. Απαραίτητη είναι επίσης η ικανότητά μας να προτάσσουμε την κοινή ασφάλεια και την ηθική ευθύνη έναντι των στενών πολιτικών συμφερόντων, της διατήρησης της εξουσίας και του αμείλικτου ανταγωνισμού για ηγεμονία στη διεθνή σκακιέρα.

*Ο Γεώργιος Σαριδάκης και ο Κωνσταντίνος Αλεξίου είναι καθηγητές στο Πανεπιστήμιο του Κεντ και στο Πανεπιστήμιο Κράνφιλντ, αντίστοιχα, στο Ηνωμένο Βασίλειο.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News