Το πολιτικό σύστημα που υπηρετούν τα κόμματα εξουσίας τα τελευταία χρόνια, χωρίς να το καταλάβει, έκλεισε με τη φορομπηχτική του πολιτική - σε ό,τι πετάει και ό,τι κολυμπάει - σχεδόν όλα τα μικρομάγαζα που υπήρχαν πριν τα μνημόνια σε όλα σχεδόν τα χωριά της ελληνικής υπαίθρου.
Το βαρύ κι ασήκωτο τέλος επιτηδεύματος, η υποχρεωτική σύνδεση των ταμειακών μηχανών, που δεν υπήρχαν μέχρι τότε στα περισσότερα μικρομάγαζα, τα POS που οι περισσότεροι μαγαζάτορες μιας κάποιας ηλικίας δεν είχαν ξαναδεί ποτέ στη ζωή τους, η τεράστια αύξηση των λειτουργικών εξόδων αυτών των μαγαζιών και κυρίως των καφενείων οδήγησαν τους ιδιοκτήτες τους στο να πάρουν την απόφαση του οριστικού κλεισίματος, για να σωθούν από το “μακρύ χέρι” του κράτους.
Το κλείσιμο του καφενείου, του μπακάλικου, του μπαρμπέρικου και του χασάπικου στα χωριά της Κρήτης έβαλε “φρένο” στην κοινωνικοποίηση των ανθρώπων και σε πολλές περιπτώσεις οδήγησε στην εγκατάλειψη των χωριών, που συρρικνώθηκαν και υποχρέωσαν τους νεότερους να μετακομίσουν στις μεγαλουπόλεις για αναζήτηση κάποιας καινούργιας δουλειάς.
Η σημερινή κυβέρνηση, έστω και αργά, κατάλαβε το τεράστιο κενό που είχε δημιουργήσει η πολιτική της και προσπάθησε, με έναν όχι και τόσο ριζοσπαστικό τρόπο, να μαζέψει κάπως τα ασυμμάζευτα, ανακοινώνοντας και μελετώντας μέτρα που θα επιχειρήσουν να κλείσουν σε κάποιο βαθμό κάποιες από τις “πληγές” που η ίδια άνοιξε στις μικρές κοινωνίες των χωριών.
Θα έπρεπε όμως να πάρει ακόμη πιο τολμηρά μέτρα, που να στηρίζουν την αποκέντρωση και να καταπολεμούν την αστυφιλία. Σε όλη την Ευρώπη οι μικρές επιχειρήσεις που έχουν τζίρο κάτω από 85.000 ευρώ δεν υποχρεούνται να κάνουν περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ. Εδώ αυτό δε συμβαίνει. Θα έπρεπε να δώσουν κίνητρα στα μικρά μαγαζιά να ανοίξουν ξανά σε όλα τα μικρά χωριά. Να επιδοτήσουν με το 50% του ενοικίου τα ζευγάρια που θέλουν να ενοικιάσουν παλιά συντηρημένα σπίτια, που έχουν μείνει άδεια από κόσμο σε όλα τα μικρά χωριά, την ώρα που στις μεγαλουπόλεις τα ενοίκια έχουν φτάσει στον ουρανό, ενώ διαθέσιμα σπίτια ή διαμερίσματα πλέον δεν υπάρχουν.
Κάθε φορά που σε ένα μικρό χωριό επιστρέφει κάποιος τολμηρός “επενδυτής” να ανοίξει το καφενείο ή το μπακάλικο της πλατείας που έχει κλείσει εδώ και μερικά χρόνια, οι κάτοικοι το πανηγυρίζουν όπως την Ανάσταση του Κυρίου.
Αυτό έγινε προχθές στην όμορφη Χρυσοπηγή (Ρουκάκα) της Σητείας και ο τοπικός Πολιτιστικός Σύλλογος “Ο Μπέμπονας” το ανακοίνωσε για να το μάθει όλος ο κόσμος, με τον Γιώργο Δανδουλάκη να πετά από τη χαρά του.
«Ήταν ένα όνειρο που τώρα γίνεται πραγματικότητα...», έγραψε ο Γιώργος Δανδουλάκης από το χωριό του Μιχάλη Καρχιμάκη.
«Τα καφενεία αποτελούσαν ανέκαθεν ένα σημείο συνάθροισης των κατοίκων ενός χωριού, έναν χώρο ανταλλαγής ιδεών, ένα μέρος που επιτελούνται ζυμώσεις σε κάθε τοπική κοινωνία. Είναι ένα φως αναμμένο τον χειμώνα. Μια κούπα κρασί, ένα τζάκι, μια συντροφιά. Αλλά είναι και μια παγωμένη ρακή, μια παρέα καλοκαιρινή με γέλια, μουσική και παιδικές φωνές στην πλατεία.
Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα έλειψαν τόσα χρόνια από το χωριό μας. Όμως αυτές τις μέρες ένα όνειρο γίνεται πραγματικότητα και ανοίγει σύντομα μια νέα σελίδα.
Η Δέσποινα, ο Πέτρος και τα παιδιά τους, ο Κωστής και η Μιχαέλα, αποτελούν μια οικογένεια υπόδειγμα για το χωριό μας. Στηρίζουν κάθε εθελοντική προσπάθεια όλα αυτά τα χρόνια, με όλη την αγάπη που διαθέτουν γι’ αυτόν τον τόπο. Και τώρα... αναλαμβάνουν με πολύ κέφι και μεράκι το καφενείο του χωριού και είμαστε σίγουροι για την επιτυχία τους. Σας ευχόμαστε καλές δουλειές και να κρατάτε πάντα το φως του χωριού μας αναμμένο. Σε λίγες μέρες σάς περιμένουμε στο νέο καφενείο της Ρουκάκας! Ραντεβού στην πλατεία», καταλήγει ο Γιώργος Δανδουλάκης, που νιώθει σαν τον τυφλό που ξαναβρήκε το φως του.
Είμαι σίγουρος ότι αυτά τα λόγια χαράς, που βγαίνουν από την καρδιά αυτού του ρομαντικού Σητειακού, δε θα συγκινήσουν ποτέ τους πολιτικούς και τα κόμματα που με τις αποφάσεις τους οδήγησαν στο κλείσιμο αυτά τα μικρά μαγαζάκια σε όλη την ελληνική ύπαιθρο.