Όσα συνέβησαν στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου το πρωινό του περασμένου Σαββάτου αποτελούν αδιαμφισβήτητα μια τραγωδία. Ένα δράμα που χτύπησε πολλές πόρτες και βρήκε αρκετούς αποδέκτες. Έχουν γραφτεί πολλά και ο τρόπος που δέχεται ο καθένας μέσα του αυτή την ιστορία και τις προεκτάσεις της ποικίλλει. Πιστεύω πως την αγαπούσε αληθινά. Και πιστεύω πως ένιωθε πως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εκείνη και δεν ήθελε να τη δει να υποφέρει. Ο πόνος του 87χρονου και η απελπισία που τον οδήγησε σε μια τόσο τραγική πράξη έχει γραφτεί, αναλυθεί και συζητηθεί πολύ. Υπάρχουν όμως και κάποιες άλλες πτυχές που θα ήθελα να θίξω. Κάποιες εκ των οποίων είναι ομολογουμένως αντιδημοφιλείς.
Βγήκε στο προσκήνιο για μια ακόμα φορά η παντελής απουσία παρηγορικής φροντίδας από κρατικής πλευράς για τους ανθρώπους που βασανίζονται και τις οικογένειές τους. Τα λιγοστά Ιατρεία Πόνου λειτουργούν όπως-όπως, με το φιλότιμο και το μεράκι αναισθησιολόγων που θέλουν να προσφέρουν ανακούφιση. Θα έπρεπε όμως να υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα από πίσω, με ειδικούς διαφόρων ειδικοτήτων που θα λειτουργούν ως μοχλοί ενδυνάμωσης και φροντίδας αυτών των ανθρώπων. Δεν υπάρχουν. Ας το φροντίσει το κράτος προτού θρηνήσουμε και άλλα θύματα, εκτός αν οι ζωές εκείνων που πλήττονται από αφόρητο πόνο δεν είναι προτεραιότητα για την κυβέρνηση.
Έπειτα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι ένας πολίτης έφερε και χρησιμοποίησε όπλο μέσα στο νοσοκομείο. Είναι αδιανόητο. Στη Χειρουργική Κλινική, πυροβόλησε τρεις φορές, δύο προς τη σύζυγό του και μία προς τον εαυτό του. Κι αν εκείνη την ώρα γινόταν το ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ που του αποσπούσε την προσοχή; Ήταν απελπισμένος και δε σκεφτόταν καθαρά λένε, και προφανώς έχουν δίκιο. Πώς να μην είσαι απελπισμένος όταν ξέρεις ότι ο άνθρωπός σου θα βασανιστεί και θα χαθεί. Αλλά αυτό, δυστυχώς, θέτει ένα πολύ επικίνδυνο προηγούμενο, που αναμφίβολα βυθίζει σε αγωνία και τρόμο τους ασθενείς, αλλά και το υγειονομικό προσωπικό.
Τέτοια περιστατικά εγείρουν τεράστια ζητήματα, ηθικά, κοινωνικά αλλά και έμφυλα, και οφείλουν να εξετάζονται συλλογικά.
Λένε ότι κανείς δεν μπορεί να καταλάβει και ότι πολλοί μιλούν “έξω από τον χορό”. Και είναι αλήθεια. Δεν μπορεί κανείς να ξέρει πώς σκέφτεται και πώς έχει υπερφορτιστεί το μυαλό κάθε ανθρώπου ξεχωριστά όταν αντιμετωπίζει μια τέτοια απάνθρωπη συνθήκη, όπως το να βλέπεις τον άνθρωπό σου να υποφέρει.
Το έχω βιώσει κι εγώ. Έχω ζήσει για πολύ καιρό το αίσθημα της ανικανότητας να βοηθήσω δικό μου άνθρωπο που πάλευε με τους δαίμονες στο σώμα του. Να αντικρίζω καθημερινά δικό μου άνθρωπο, εξαιρετικά αγαπημένο, να υποφέρει, χωρίς να μπορώ να του προσφέρω έστω μια πρόσκαιρη ανακούφιση.
Πότε δε μου πέρασε από το μυαλό όμως να πάρω ένα όπλο και να τον πυροβολήσω στο κεφάλι, δίνοντας τέλος στη ζωή του. Και ποτέ δε μου είχε ζητήσει κάτι τέτοιο. Ο καθένας μας είναι διαφορετικός και το μυαλό παίζει δραματικά παιχνίδια στις πιο δύσκολες στιγμές μας. Είναι όμως, θεωρώ, άξιο αναφοράς το γεγονός ότι αυτή η κίνηση απελπισίας, το να “λυτρώσεις” τον άνθρωπό σου από τον πόνο, έχει σοβαρές έμφυλες αποκλίσεις. Οι γυναίκες στην κοινωνία από μικρά παιδιά “προγραμματίζονται” με τέτοιο τρόπο ώστε η φροντίδα να θεωρείται βιολογική υποχρέωσή τους. Αναρωτηθείτε, στα δωμάτια νοσοκομείων πόσο συχνά βλέπουμε δίπλα σε άντρες νοσηλευόμενους μια γυναίκα να κοιμάται και να ξυπνάει δίπλα τους σε μια πρόχειρη καρέκλα και πόσες φορές συμβαίνει το αντίθετο.
Οι ειδικοί των κοινωνικών επιστημών μπορούν πιο εύκολα να απαντήσουν και να μελετήσουν αυτές τις συνθήκες, και υπάρχουν πολλές επίσημες έρευνες που θέτουν ακριβώς αυτήν την έμφυλη διάκριση στη φροντίδα, σε κάθε περίπτωση όμως είναι κάτι που, αν δεν το παραδεχόμαστε, εθελοτυφλούμε.
Ευθανασία και υποβοηθούμενη αυτοκτονία
Προκύπτει και το εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα της ευθανασίας και της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας.
Στην Ελλάδα, η ευθανασία δυστυχώς απαγορεύεται. Και είναι σημαντικό να συζητηθεί σοβαρά αυτή η κομβική παράμετρος, ώστε να επιτρέπεται η συναινετική λύτρωση από τον πόνο.
Η ευθανασία όμως γίνεται με αυστηρά κριτήρια, και σίγουρα με τη ρητή βούληση του ασθενούς. Δε γίνεται με την κρίση του συγγενούς. Δε γίνεται με σφαίρα. Είναι σημαντικό να ερευνηθεί εις βάθος η ανάγκη θέσπισης μιας επιλογής γι’ αυτούς τους ανθρώπους από το κράτος. Είναι επιτακτικό, στον απόηχο αυτής της τραγωδίας, να κάνουν όλοι όσοι εμπλέκονται πραγματικά το παν, ώστε να μην επαναληφθεί. Ώστε να μη βρίσκονται άνθρωποι σε τέτοια αφόρητη απόγνωση, ώστε να θέλουν να πεθάνουν και να μην μπορούν να “φύγουν” με αξιοπρέπεια.
Δεν προσφέρεται για ωραιοποιήσεις
Ολοκληρώνοντας, με κάθε σεβασμό προς το αδικοχαμένο και πολυαγαπημένο αυτό ζευγάρι ηλικιωμένων, θα ήθελα απλά να αναφέρω ότι δεν ξέρουμε ότι η γυναίκα είχε ζητήσει ευθανασία και πως είχε δώσει συναίνεση. Μπορεί οι δυο τους ένα σκοτεινό βράδυ να είχαν δώσει υποσχέσεις, δε θα το μάθουμε ποτέ. Αυτοί οι άνθρωποι έζησαν στην πάνω από 60 χρόνια κοινή ζωή τους μια πραγματική ιστορία αγάπης. Όμως θεωρώ πως ένας τέτοιος θάνατος δε θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται ως ιστορία αγάπης. Αποτελεί μια τραγική ιστορία σίγουρα.
Και μπορεί οι δυο τους, ο κύριος Μιχάλης και η κυρία Μαρία, όντως μεταξύ τους να είχαν ορκίσει ο ένας τον άλλο, όμως είναι πολύ επικίνδυνο να καθιερωθεί στη συλλογική συνείδηση ότι η αγάπη παίρνει αποφάσεις ζωής και θανάτου για λογαριασμό του άλλου.
Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος νομιμοποίησης όταν ωραιοποιούμε και ρομαντικοποιούμε μια τέτοια υπόθεση. Διότι υπάρχει πιθανότητα ο κύριος Μιχάλης να ακολούθησε την ικεσία της συζύγου του, αύριο-μεθαύριο όμως, ο τάδε μπορεί να το εκμεταλλευτεί, να χρησιμοποιήσει την αγάπη ως αφορμή για να πάρει τη ζωή μιας γυναίκας που θέλει να ζήσει.
Μακάρι να έχει καταλαγιάσει ο πόνος που ρίζωσε τόσο βαθιά στις ανθρώπινες αυτές ψυχές.