Άγγιξαν τα όνειρα και τις προσδοκίες δεκάδων χρόνων και σαν έτοιμοι από καιρό, φρόντισαν να δείξουν απ’ άκρη σ’ άκρη, εντός και εκτός συνόρων την δυναμική ενός γαλατικού χωριού, που έψαχνε μια μικρή αφορμή να καβαλήσει καράβια και αεροπλάνα και να επιτεθεί με ότι έχει και δεν έχει, στους λεγεωνάριους. Τολμάω να πω άγγιξε τα όνειρα και όχι τα έκανε πράξη καθώς η νίκη στην μάχη δεν ήρθε.
Το άγιο δισκοπότηρο (βαριά κουβέντα αλλά τον κόσμο του ΟΦΗ το τρόπαιο ήταν πραγματικά ιερό), δεν κατηφόρισε για τα νότια και συνεπώς το μεγαλύτερο όνειρο δεν πραγματοποιήθηκε μέχρι φυσικά την επόμενη ευκαιρία. Συγκινητικό, ανατριχιαστικό και συνάμα γοητευτικό, εκείνο το πέταλο που βάφτηκε ασπρόμαυρο για μια τρέλα, γιατί περί τρέλας πρόκειται. Χιλιάδες άνθρωποι, πέταξαν στην άκρη δουλειές, υποχρεώσεις, πορτοφόλια, πήραν μια ζακέτα και απλά διέσχισαν το Αιγαίο, αναγκάζοντας τους πάντες να ασχοληθούν μαζί τους θέλοντας ή μη.

Ο κρότος του Κρητικού στιβανιού μόλις πάτησε στην Αθήνα, έγινε αισθητός και όποιος δε το αντιλήφθηκε μάλλον δεν θέλει να το κοιτάξει κατάματα. Είχα να ακούσω μαγαζιά και επιχειρήσεις να βάζουν λουκέτο, σε ημέρα που όλα κυλούν κανονικά, απ’ την εποχή που ο παππούς μου ήταν εξήντα - εβδομήντα χρόνια νεότερος και έβλεπε όλο το Ηράκλειο να κατεβάζει ρολά για να πάει στα Καμίνια και να στηρίξει την ομάδα της πόλης, αγνοώντας κάθε προσωπική υποχρέωση. Έτσι ακριβώς έγινε και τώρα.
Ήμουν από εκείνους που δεν γινόταν να μην είμαι παρών. Δεν υπήρχε περίπτωση να το συγχωρήσω στον εαυτό μου ποτέ, αν δεν έβλεπα με τα μάτια μου όλη την Κρήτη να μετακινείται στην πρωτεύουσα για έναν και μόνο αγώνα. Θα αδικούσα τον έφηβο εαυτό μου, για όλα τα ωραία, τα άσχημα και όλες τις Κυριακές που βίωσε στο «Γεντί Κουλέ». Ίσως το χρωστούσα και στην παιδική παρέα μου λίγο πολύ, με την οποία και φρόντισα να ταξιδέψω, που μαζί σαν παιδιά ονειρευόμασταν εκδρομές δια θαλάσσης, αγκαλιά με τις αγαπημένες μας ομάδες, συνοδεύοντας τις, σε ιστορικές ημέρες, γινόμενοι και εμείς μέρος της ιστορίας. Ο λόγος; Κανείς δεν θα καταλάβει ποτέ. Ο λόγος που όλοι οι «τρελοί» της γης κάνουν τις μεγαλύτερες θυσίες, για μια μπάλα που γυρίζει δεν υφίσταται με λόγια. Δεν μπορεί να ειπωθεί αν δεν το βιώσεις, γιατί μόνο έτσι εξηγείται. Απ’ την σκέψη που σου ξεσηκώνει την καρδούλα, μέχρι το βήμα πριν περάσεις απ’ την προβλήτα του λιμανιού στην μπουκαπόρτα του πλοίου, επικρατούν χιλιάδες συναισθήματα και ακόμη περισσότεροι λόγοι που θα το επιχειρήσεις. Τα πιο όμορφα ταξίδια γίνονται για αγάπες. Για εκείνους τους προορισμούς που η καρδιά σου, χορεύει μαλεβιζιώτη κάθε φορά, που πλησιάζεις, να τους αγγίξεις. 17.000 ερωτευμένοι και γεμάτοι απωθημένα άνθρωποι, το απέδειξαν ένα ζεστό Σάββατο του Μάη.

Κανείς δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ακόμη και μετά την λήξη του τελικού, τι ήταν αυτό που πραγματικά έγινε. Όλοι κοίταζαν τα πανό με τα ονόματα των ξακουστών χωριών της Κρήτης, να κάνουν κατάληψη σε όλο το πέταλο του Ολυμπιακού σταδίου και απορούσαν. Απορούσες, ακόμη και με τις πλανόδιες και αυτοσχέδιες μπουτίκ, έξω απ’ το γήπεδο καθώς ήταν αρκετά περίεργο να σκεφτεί κανείς ότι δημιουργήθηκαν για χάρη του ΟΦΗ, αν αναλογιστεί κανείς ότι στην σύγχρονη ιστορία της ομάδας, κάτι τέτοιο συνέβαινε μόνο πέριξ των Καμινίων. Θα μου πείτε για όλα υπάρχει πρώτη φορά και μακάρι να μην είναι η τελευταία. Οι χοροί, τα τραγούδια στο στάδιο, το «Κρήτη μου όμορφο νησί» που μεταδόθηκε σε όλες τις τηλεοράσεις της χώρας, ο Δήμος Αμαρουσίου που φρόντισε να φιλοξενήσει με άρτιο τρόπο τους ασπρόμαυρους οπαδούς, ζεσταίνοντας το κλίμα με τα απαραίτητα (ρακί και παραδοσιακή μουσική). Όλοι μα όλοι ακόμη και οι «ξένοι», τρελαμένοι και γεμάτοι σεβασμό απέναντι σε αυτήν την εκστρατεία. Οι φίλοι των ερυθρολεύκων, περπάταγαν ανάμεσα σε εκείνους του ΟΦΗ. Τους χαιρετούσαν και τους έδειχναν τον σεβασμό τους, για αυτήν την σπουδαία εκδρομή. Στα εμπορικά κέντρα γύρω απ’ το ΟΑΚΑ, δίπλα δίπλα οπαδοί και των δύο ομάδων στις καφετέριες, μαζί με μικρά παιδιά, ντυμένα με τα προφανή χρώματα να κοιτάζονται και να χαμογελούν, χωρίς να προσπαθούν να λιντσάρουν ο ένας τον άλλον. Ανθρώπινο respect και όχι ποδοσφαιρικό, σε ένα ταξίδι που μπορεί να τελείωσε αλλά άφησε παρακαταθήκη αιώνων για τον Ελληνικό αθλητισμό, αποτυπώνοντας περίτρανα πως στήνεται ένα αθλητικό πάρτι, με πολιτισμικές προεκτάσεις, προβάλλοντας χωρίς αποδοκιμασίες και περίεργα σχόλια, τα ήθη και τα έθιμα κάθε τόπου. Όσες ώρες και αν βρισκόμασταν μέσα ή έξω απ’ το στάδιο νιώθαμε ότι γινόμασταν μέρος μιας μεγάλης γιορτής, και όχι ενός αγώνα ποδοσφαίρου «ζωής και θανάτου», έτσι όπως το έχουμε συνηθίσει.

Και κάτι για το τέλος, «Support your local team» έγραφε το πανό, κερδίζοντας τον θαυμασμό όλων εκείνων που συμπάσχουν σε αυτήν την ιδέα και πράγματι είναι πολλοί σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας. Όλον τον καιρό άκουγα φιλάθλους άλλων ομάδων να θέλουν να στηρίξουν τον ΟΦΗ. Να θέλουν να στηρίξουν το Ηράκλειο, την Κρήτη και ότι κουβαλούσαν μαζί τους όλοι αυτοί οι χιλιάδες τρελοί. Πολλοί θα πουν, εντάξει μιλάνε τώρα όσοι δεν θέλουν απλά να κερδίσει ο Ολυμπιακός. Όχι ας είμαστε για μια φορά λίγο πιο πιστοί στον ρομαντισμό, του αθλήματος. Όταν η επαρχία δείχνει την δυναμική της, σε μια κοινωνία που έχει συνηθίσει να βλέπει τα τρόπαια και τις διακρίσεις να τις μοιράζονται οι λίγοι, γοητεύει. Πάντα γοήτευε και συγκινούσε. Σε όλη την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας, πάντα ο Δαβίδ κέρδιζε το πραγματικό χειροκρότημα έναντι του Γολιάθ.
Αν και τώρα που το ξανά σκέφτομαι, τέτοια λαοθάλασσα και τέτοια υποστήριξη από τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά; Ίσως τελικά να μην αντικρίσαμε κανέναν, Δαβίδ.