Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Το πρόβλημα έχει αφετηρία το 1960. Η πρώτη μελέτη έγινε από το ΙΓΜΕ το 1978. Επτά χρόνια μετά, ξεκίνησε ένα αποστραγγιστικό έργο, το οποίο θα έλυνε το πρόβλημα της περιοχής, σημειώθηκε εργατικό δυστύχημα και εγκαταλείφθηκε.
Σαράντα χρόνια αργότερα φτάνουμε στο σήμερα όπου υπολείπονται ακόμη 400 μέτρα για την ολοκλήρωσή του, μπας και καταφέρει το χωριό να μείνει στη θέση του. Ωστόσο, σύμφωνα με αδιασταύρωτες μέχρι και αυτή τη στιγμή πληροφορίες, το υπουργείο φαίνεται πως ποντάρει σε περαιτέρω ερήμωση του οικισμού ή αν είναι δυνατόν ακόμη και στην εκμηδένιση του πληθυσμού του, μπας και γλιτώσουν κανένα σεντ επειδή πια δε θα υπάρχει ψυχή ζώσα, άρα το έργο θα είναι περιττό.
Από το 1985 λοιπόν μέχρι το 2019 οι πάντες πέφτουν σε λήθαργο μέχρι που η Περιφέρεια, έπειτα από βαθιά περισυλλογή, αποφασίζει το 2020 να προχωρήσει σε σχετική μελέτη. Το συμπέρασμα αυτής ήταν «ενεργό και επικίνδυνο φαινόμενο», ενώ με έμφαση τονίστηκε η ανάγκη για άμεσες παρεμβάσεις. Το 2021 ακολούθησε μελέτη από το Τμήμα Γεωλογίας του ΕΚΠΑ, ενώ δύο χρόνια μετά (κατά τη δεύτερη θητεία του κ. Νικολιδάκη) και ο Δήμος Φαιστού προχώρησε σε δική του μελέτη.
Το αρμόδιο υπουργείο εννοείται όλα αυτά τα χρόνια παραμένει... διασωληνωμένο, σε καταστολή, παρά τις κατά καιρούς κρούσεις. Άλλωστε, μια κουκκίδα στον χάρτη κατρακυλάει... δε βαριέσαι.
Από τότε φτάνουμε στο σήμερα και συγκεκριμένα 10 μέρες πριν, όταν το φαινόμενο άρχισε να επιταχύνεται. Λίγο το timing λόγω Βουτών, λίγο το γεγονός ότι το θέμα πήρε έκταση λόγω του τηλεοπτικού ρεπορτάζ, ήρθε επιτέλους ο Λέκκας για αυτοψία, προκειμένου να επιβεβαιώσει κατ’ ουσίαν τα συμπεράσματα που ήδη είχε στα χέρια του ο Δήμος και έτσι με τα πολλά και τα λίγα μόλις την περασμένη Τρίτη κατατέθηκε το αίτημα ώστε ο οικισμός να τεθεί σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Bingo!
Στοιχήματα δεκτά για την πορεία των αντανακλαστικών από εδώ και πέρα. Επειδή αισθάνομαι ότι έχω το κληρονομικό το χάρισμα «βλέεεπω, βλέπω... δρόμο μακρύ». Ας εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στην καλή μας τύχη πρωτίστως για τους 200 εναπομείναντες ανθρώπους του οικισμού, που ζουν επί δεκαετίες μέσα στον φόβο και την ανασφάλεια.