Αφορμή για το σημερινό μου άρθρο στάθηκε η περίπτωση πολίτη στο Ηράκλειο που θέλησε να ανοίξει τη δική του επιχείρηση στο κέντρο της πόλης μας, όμως έπεσε στα δίχτυα της Αρχαιολογίας. Και ενώ όλα ήταν έτοιμα, “σκόνταψε” στην άδεια λόγω Αρχαιολογίας και τώρα είναι απογοητευμένος από το σύστημα, την κοινωνία, τις υπηρεσίες κ.λπ...
Αντίστοιχες περιπτώσεις βέβαια υπάρχουν πολλές, με πολίτες που, ενώ ήθελαν να ανοίξουν μια επιχείρηση, “κόλλησαν” λόγω Αρχαιολογίας, αλλά και ιδιοκτήτες ακινήτων που δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν τα οικόπεδά τους λόγω αρχαιολογικών ζωνών και άλλων ανάλογων δυσκολιών. Αλλά κάποια στιγμή δεν πρέπει να λυθεί όλο αυτό το πρόβλημα; Δε νομίζετε; Επίσης, παρά την αδιαμφισβήτητη ιστορική και πολιτιστική αξία της πόλης, τα τελευταία χρόνια, ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα είναι η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση έργων αναστήλωσης και ανάδειξης αρχαιολογικών χώρων.
Το Ηράκλειο είναι ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς τόπους της Ελλάδας - κι όμως, η σχέση της πόλης με την Αρχαιολογία της παραμένει προβληματική, γεμάτη αντιφάσεις και παραλείψεις. Από τον εμβληματικό αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού μέχρι τις λιγότερο γνωστές αλλά εξίσου πολύτιμες ανασκαφές στον αστικό ιστό, η αρχαιολογική κληρονομιά του Ηρακλείου βρίσκεται συνεχώς ανάμεσα στην αναγνώριση και την εγκατάλειψη.
Παρά την πλούσια ιστορία του και τους ιστορικούς “θησαυρούς” που κρύβονται κάτω από την πόλη, το Ηράκλειο δε θυμίζει ιδιαίτερα μια πόλη-μνημείο. Παρά το γεγονός ότι “πατάει” πάνω σε στρώματα ιστορίας που χρονολογούνται από τη Μινωική Εποχή μέχρι και τα ενετικά και οθωμανικά χρόνια, η ανάπτυξη του σύγχρονου Ηρακλείου έχει γίνει πολλές φορές εις βάρος της αρχαιολογικής έρευνας, με πρόχειρες λύσεις, καθυστερήσεις και, σε κάποιες περιπτώσεις, απόκρυψη ή και καταστροφή ευρημάτων για χάρη της “ανάπτυξης”.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι καθυστερήσεις και οι αντιδράσεις που προκύπτουν κάθε φορά που εντοπίζονται αρχαιότητες κατά τη διάρκεια δημόσιων έργων, όπως το έργο του νέου ΒΟΑΚ ή οι παρεμβάσεις στο κέντρο της πόλης. Οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης κυμαίνονται από την αδιαφορία μέχρι την ενεργή εναντίωση, με το επιχείρημα ότι «δεν μπορούμε να σταματάμε για ένα κομμάτι πέτρας». Αυτή η στάση αντικατοπτρίζει, δυστυχώς, τη χαμηλή προτεραιότητα που δίνεται από την Πολιτεία στην πολιτιστική κληρονομιά όταν συγκρούεται με οικονομικά ή τεχνικά συμφέροντα.
Ωστόσο, υπάρχουν και φωτεινά παραδείγματα. Νέες ερευνητικές ομάδες από ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια δραστηριοποιούνται στην Κρήτη, ενώ η τοπική Εφορία Αρχαιοτήτων προσπαθεί - παρά τις ελλείψεις σε προσωπικό και χρηματοδότηση - να συντηρεί, να μελετά και να αναδεικνύει μνημεία. Επιπλέον, η τοπική κοινωνία δείχνει τα τελευταία χρόνια μια αυξανόμενη ευαισθητοποίηση γύρω από θέματα πολιτιστικής κληρονομιάς, ιδίως μέσω δράσεων πολιτιστικών συλλόγων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει: Μα τι θα γίνει με την Αρχαιολογία στο Ηράκλειο; Θα συνεχίσουμε να θάβουμε την ιστορία κάτω από το μπετόν ή θα την αναδείξουμε ως στοιχείο ταυτότητας και βιώσιμης ανάπτυξης; Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί με λόγια αλλά με πράξεις, και αυτές οφείλουμε να απαιτήσουμε από την Πολιτεία, τους επιστήμονες, αλλά και από τους ίδιους τους πολίτες. Έτσι ώστε και τα σημαντικά μνημεία της πόλης μας, που αυτή τη στιγμή παραμένουν “θαμμένα” ή και ξεχασμένα, να έρθουν στην επιφάνεια και να αναδειχθούν όπως τους πρέπει, αλλά και να βρεθεί η “χρυσή τομή” με τους πολίτες εκείνους των οποίων τα σχέδια για ανάπτυξη “σκοντάφτουν” στα αρχαία...