Η παραβατικότητα των ανηλίκων δεν εμφανίζεται από μόνη της. Είναι σύμπτωμα, όχι αιτία. Πίσω από κάθε παιδί που επιλέγει τη βία, την πρόκληση ή την παραβίαση κανόνων κρύβεται μια αλυσίδα συνθηκών που διαμόρφωσαν τη συμπεριφορά του. Οικογενειακές ελλείψεις, κοινωνικές ανισότητες, συναισθηματική εγκατάλειψη ή και απλώς η ανάγκη για ορατότητα σε έναν κόσμο που τους γυρίζει την πλάτη.
Το να αντιμετωπίζουμε τέτοια φαινόμενα με αυστηρότητα ή μόνο τιμωρητικά μέτρα, μοιάζει σαν να προσπαθούμε να γιατρέψουμε έναν πυρετό χωρίς να ψάχνουμε τη λοίμωξη που τον προκάλεσε.
Οι οικογένειες αποτελούν τον πρώτο καθρέφτη, το πρώτο στήριγμα και, δυστυχώς, πολλές φορές και την πρώτη εστία πόνου. Παιδιά που μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα βίας, παραμέλησης ή υπερβολικού ελέγχου δε μαθαίνουν να εμπιστεύονται ούτε τον εαυτό τους, ούτε τους άλλους. Το σχολείο από την άλλη, αντί να αποτελεί δεύτερη ευκαιρία φροντίδας και ανάπτυξης, πολλές φορές αποτυγχάνει να εντοπίσει εγκαίρως τα σημάδια κινδύνου. Κι όταν αυτά τα παιδιά δε βρίσκουν χώρο να ακουστούν, τότε φτιάχνουν τον δικό τους κόσμο, πολλές φορές περιθωριακό, θυμωμένο, ακόμη και επικίνδυνο.
Δε φταίνε τα παιδιά που έγιναν καθρέφτης της κοινωνίας μας. Μιας κοινωνίας που τρέχει, κρίνει, αποκλείει και ελάχιστα αγκαλιάζει. Αν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά για την παραβατικότητα των ανηλίκων, πρέπει πρώτα να κοιτάξουμε κατάματα τι ενήλικες είμαστε εμείς. Μόνο μέσα από την πρόληψη, την ψυχολογική υποστήριξη, την ενίσχυση των σχολείων, των οικογενειών και των κοινοτήτων μπορούμε να δώσουμε σε αυτά τα παιδιά άλλες διαδρομές να ακολουθήσουν. Όχι γιατί είναι “καλά παιδιά”, αλλά γιατί είναι παιδιά. Και τα παιδιά, πριν απ’ όλα, χρειάζονται να νιώσουν ασφαλή και αγαπημένα.