Τη Μεγάλη Παρασκευή ένα πρόβλημα υγείας με οδήγησε στα Επείγοντα του Νοσοκομείου Ρεθύμνου. Πέρασα εκεί περίπου 7 ώρες. Οι τρεις από αυτές πέρασαν πριν με δει κάποιος γιατρός. Όσα μας μεταφέρουν τόσο καιρό γιατροί και ασθενείς, όσα υποθέτουμε και ακούμε για τη διαλυτική κατάσταση του ιδρύματος, δεν μπορούμε πραγματικά να τα φανταστούμε εάν δεν τα βιώσουμε οι ίδιοι.
Γνώριζα από πριν πολύ καλά την εξαθλίωση του ΕΣΥ, άκουγα πάντα με μεγάλη προσοχή τα “καμπανάκια” κινδύνου που κρούουν ασταμάτητα οι γιατροί και όλοι οι εργαζόμενοι. Αλλά αρκούσε μια προσωπική περιπέτεια που με έστειλε στο κατώφλι του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών για να καταλάβω πόσο εξοντωτική είναι η πολιτική που ακολουθείται στην Υγεία της πόλης μας.
Δεκάδες πολίτες περίμεναν υπομονετικά στην αίθουσα αναμονής, ενώ δύο νοσηλεύτριες, μία επιμελήτρια και μία ειδικευόμενη έτρεχαν πάνω-κάτω ασταμάτητα για να προλάβουν να εξυπηρετήσουν τα περιστατικά. Επαναλαμβάνω για όποιον δεν το πρόσεξε, μία επιμελήτρια γιατρός στα Επείγοντα, με δεκάδες ασθενείς να περιμένουν. Τα λιγότερο επείγοντα περιστατικά έμπαιναν αναπόφευκτα σε δεύτερη μοίρα, καθώς διαρκώς έρχονταν σοβαρότερα, με αναπνευστικά και καρδιολογικά προβλήματα. «Οξυγόνο 88», άκουγα, λίγο μετά που ένα φορείο πέρασε από μπροστά μου. Η βραχεία νοσηλεία πλήρης. Μια νεαρή κοπέλα που είχε έρθει με εμμένων πονόλαιμο και βήχα, της οποίας είπαν ότι πρέπει να κάνει εξετάσεις ώστε να αποκλειστεί κάτι σοβαρότερο, δεν την είχε δει ακόμα γιατρός την ώρα που έφυγα, ατέλειωτες ώρες μετά. Κι όμως οι ασθενείς περίμεναν όλοι υπομονετικά, χωρίς φασαρίες και καβγάδες, διότι έβλεπαν κι οι ίδιοι πως ήταν αδύνατον για το υγειονομικό προσωπικό να τα βγάλει πέρα.
Το υγειονομικό προσωπικό, που μέσα σε αυτήν την παράνοια που ζούσε σε χρόνους και χώρους που πάγωναν πραγματικά διότι ήταν μια ατέλειωτη λούπα που τους έτρεχε, ήταν όλοι τους τόσο εξυπηρετικοί. Τουλάχιστον εκείνοι που είδα εγώ. Η νοσηλεύτρια η Μαρία, μία ήρεμη γυναίκα με το χαμόγελο και την ψυχραιμία που αρμόζει, προσπαθούσε να καθησυχάσει όποιον μπορούσε. Οι τραυματιοφορείς, επίσης με το χαμόγελο, με μια δύναμη ψυχής που εξέπεμπε μακριά, από εκείνους τους θαμπούς διαδρόμους τους γεμάτους αγωνία, αρρώστια και φόβο. Η γιατρός γινόταν χίλια κομμάτια, σε μια προσπάθεια να προλάβει να τους εξετάσει όλους και να μην της ξεφύγει κάτι σημαντικό. Τηλέφωνα χτυπούσαν, όλοι έτρεχαν, μύριζες το οινόπνευμα, άκουγες τους συνεχείς ήχους από τις μετρήσεις πίεσης.
Και όλους αυτούς τους ανθρώπους το κράτος τούς πληρώνει με “ψίχουλα” και τους ζητάει να πουν κι ευχαριστώ. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που κρατάνε τις ζωές μας και την ηρεμία μας στα χέρια τους, τρέχουν πανικόβλητοι να γιατρέψουν έναν ολόκληρο νομό μόνοι τους σε κάθε εφημερία, διότι δε γίνονται κατάλληλες προκηρύξεις, κι όταν γίνονται βγαίνουν άγονες διότι, όπως είναι λογικό, κανείς δε θέλει να έρθει να εργαστεί στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου και να αναλαμβάνει εξαιρετικά περισσότερο φόρτο απ’ όσο θα έπρεπε, απ’ όσο επιτρέπεται και απ’ όσα αντέχει, με κίνδυνο τη δουλειά του, αλλά και την υγεία των ασθενών.
Να τους σκέφτεστε όσο μπορείτε, να τους στηρίζετε όσο μπορείτε. Όταν καλούν σε κινητοποιήσεις να προσπαθείτε να είστε εκεί, δίπλα τους. Ο λαός ενωμένος στέλνει τα πιο ηχηρά μηνύματα. Ας μην τους παρατήσουμε.