Συνεχίζεται και ολοκληρώνεται σήμερα η ιστορική αναφορά στις απαγωγές γυναικών, από την ομιλία του Ηρακλή Πυργιανάκη στο Λύκειο Ελληνίδων
Αμέσως μετά την Κατοχή υπήρξε η απαγωγή της Στασούλας από την Πόμπια. Η Αναστασία Συγγελάκη, 20 ετών, κόρη πλούσιου μεγαλέμπορα και πρώτου ξαδέλφου του στρατηγού Κατεχάκη, έπεσε θύμα απαγωγής στις 22 Αυγούστου 1946.
Σύμφωνα με ιδιόχειρες σημειώσεις της, την ημέρα εκείνη μάζευαν σταφύλια από το αμπέλι τους στην Πόμπια. Είχαν εργάτες και γύρω στις 10 το βράδυ εμφανίστηκαν τρεις παλικαράδες, αδέλφια από τα Σφακιά. Ο μεγαλύτερος, 40 ετών, είχε μόλις αποφυλακιστεί για φόνο. Με την απειλή όπλου ανάγκασαν τον πατέρα της να τους παραδώσει την Αναστασία, την έβαλαν πάνω σε ένα άλογο και τη μετέφεραν στα Σκούρβουλα, πάνω από τη Γαλιά, σε φιλικό τους σπίτι.
Η Αστυνομία κινητοποιήθηκε αμέσως. Σύμφωνα με τις σημειώσεις της, το πρώτο βράδυ κοιμήθηκε μόνη της στα Σκούρβουλα. Στη συνέχεια, την οδήγησαν μέσα από τα βουνά μέχρι τις 25 Αυγούστου, ημέρα Κυριακή, όπου τη βίασε σε ένα ρυάκι. Εκεί τραυματίστηκε στο πόδι και την πήγαν σε έναν γιατρό στη Γέργερη, ο οποίος την περιέθαλψε υπό απειλή να μη μιλήσει.
Οι απαγωγείς κατέφυγαν στο δάσος του Ρούβα, ενώ η Αστυνομία, έχοντας πληροφορηθεί τη διαδρομή τους, συνέχισε τις έρευνες. Συνελήφθησαν συγγενείς των δραστών, οι οποίοι κρατήθηκαν ως διαπραγματευτικό μέσο. Τελικά, στις 13 Σεπτεμβρίου 1946, η Αστυνομία επέστρεψε την Αναστασία στο σπίτι του στρατηγού Κατεχάκη στο Ηράκλειο. Ο πατέρας της την παρέλαβε, αφού πρώτα εξετάστηκε από γυναικολόγο για επιβεβαίωση του βιασμού. Στην Πόμπια χτύπησε η καμπάνα του Αγίου Γεωργίου, και η Αναστασία βγήκε στο μπαλκόνι για να ευχαριστήσει τους χωριανούς της.
Το δικαστήριο πραγματοποιήθηκε στα Χανιά στις 13 Μαΐου 1947. Συμπαραστάτης της οικογένειας, εκτός των άλλων, ήταν και ο Μητροπολίτης Ειρηναίος Γαλανάκης. Ο απαγωγέας καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση. Ωστόσο, ο πατέρας της Αναστασίας δέχτηκε συνεχείς απειλές για τη ζωή του και αναγκάστηκε να αποσύρει την αγωγή.
Η Αναστασία έφυγε από την Κρήτη για τέσσερα χρόνια και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1954 παντρεύτηκε τον Ρούσο Αλιφιεράκη, αντισυνταγματάρχη, και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Σήμερα, τα παιδιά της είναι εδώ μαζί μας, και ευχαριστώ ιδιαίτερα την κόρη της, ιατρό Πολύμνια, που μου εμπιστεύτηκε την ιστορία της μητέρας της.
Άλλη περίπτωση, και εδώ θα ήθελα να ευχαριστήσω τον τέως δήμαρχο του Ρούβα, Φανούρη Οικονομάκη, που μου την εμπιστεύτηκε και αφορά την πεθερά του. Την καταγραφή έχει κάνει ο γιος του Φανούρη, Λεωνίδας.
«Θυμάμαι ότι δεν ξαφνιάστηκα, μου φάνηκε σχεδόν φυσιολογικό το ότι η Ελένη υπήρξε όχι μόνο η πιο όμορφη, αλλά και η πιο γλυκιά γυναίκα των Ανωγείων. Εγώ έτσι την έβλεπα, άλλωστε, και έτσι θα τη θυμάμαι. Τη θέλανε διάφοροι στο χωριό, αλλά η οικογένειά της είχε άλλα σχέδια. Ήθελαν να τη στείλουν να παντρευτεί στην Αμερική, όπου υπήρχε ένας μακρινός συγγενής με χρήματα και ανάλογες διασυνδέσεις. Την ήθελε και ο Γιαννακόκωστας, μάλιστα είχε πέψει να την ζητήσουνε κιόλας, χωρίς να λάβει απάντηση. Ήταν πάμπτωχος και κοιλιάρφανος και καμιά δεκαπενταριά χρόνια μεγαλύτερος επίσης. Μια μέρα, που η Ελένη πήγαινε στην αδελφή της, την Μπεμπέκα, να φέρει νερό από τα Δανούζα, την πηγή έξω από το χωριό, ο Γιαννακόκωστας την παραφύλαξε και την έκλεψε, την απήγαγε δηλαδή.
Την παντρεύτηκε σε ένα άλλο χωριό, όπου βρήκε καταφύγιο, και μετά από κινηματογραφική καταδίωξη το ζευγάρι συνελήφθη τελικώς από τις Αρχές, οπότε και η Ελένη έπρεπε να πει το μεγάλο “ναι” ή το μεγάλο “όχι”, όταν σημαδεύοντας τον Γιαννακόκωστα με το όπλο, οι διώκτες τους τη ρώτησαν εάν είχε πάει με τη θέλησή της. Τη ρώτησα κι εγώ μετά από χρόνια. Με κοίταξε και μου είπε: “Μικρή ήμουνα για παντρειά, αλλά τονε σημαδεύανε με τα όπλα, ίντα ’θελα πω”.
Λέγεται ότι, όταν μαθεύτηκε η κλεψιά στο χωριό, δύο άλλοι νεαροί της εποχής, οι οποίοι επίσης υπήρξαν ερωτευμένοι με την Ελένη, άρα και αντίζηλοι, συναντήθηκαν τυχαία στον δρόμο και ο ένας είπε στον άλλο την εξής μαντινάδα: “Έχασα εγώ, έχασες συ, εχάσαμε κι οι δυο μας,/ επήρε ο Γιαννακόκωστας το φως των αμαθιών μας”.
Η οικογένειά της για καιρό δεν της συγχωρούσε το “αμάρτημά” της και είχε κόψει κάθε επικοινωνία μαζί της, παρότι ζούσε λίγα σπίτια παραπάνω. Τη “συγχώρεσαν” για το “αμάρτημά” της, που δε διέπραξε, μόνο όταν γεννήθηκε το πρώτο παιδί του Γιαννακόκωστα και της Κοζολένης, η μάνα μου».
Γάμος... υπό την απειλή όπλου
Άλλη περίπτωση από την Πάνω Ρίζα μού την εξιστορεί ιερέας από τους πλέον δραστήριους και σοβαρούς που έχουμε στην Κρήτη. Ο πατέρας έπιασε την κόρη του με έναν νεαρό και ζήτησε από τον ιερέα να τους παντρέψει. Ο ιερέας αρνήθηκε και αυτός απευθύνθηκε σε άλλον παπά από άλλο χωριό, που και αυτός αρνήθηκε, αλλά με την απειλή του όπλου, τέλεσε, τελικά, το μυστήριο. Ο γαμπρός, ωστόσο, είχε μετανιώσει και δεν ήθελε τον γάμο. Ο γάμος έγινε, ενώ δύο άντρες κρατούσαν τον γαμπρό και αυτός κουκούβιζε για να μην του βάλουν τα στέφανα. Σήμερα του έχει μείνει το παρατσούκλι “Κούβος”, επειδή κουκούβιζε την ώρα του γάμου!
Σε άλλη παρόμοια περίπτωση, όπου ο παπάς αρχικά αρνήθηκε να τελέσει το μυστήριο, τελικά αναγκάστηκε, αφού σημαδευόταν με όπλα καθ’ όλη τη διάρκεια τέλεσης του μυστηρίου από συγγενείς του γαμπρού και, μάλιστα, του ζητούσαν να τελειώνει γρήγορα το μυστήριο.
Μια άλλη ακραία περίπτωση στα Καπετανιανά μού τη διηγείται ο Γιώργης Σταματάκης, που παρευρίσκεται σήμερα εδώ και τον ευχαριστώ πολύ. Με την ευκαιρία, σας προτείνω να αναζητήσετε το βιβλίο του Γιώργη Σταματάκη “Γράμματα από τα Καπετανιανά”, είναι εξαιρετικό και είναι σίγουρο ότι θα το χαρείτε.
Ένας ήθελε μία κοπελιά, που και η κοπέλα ήθελε, αλλά οι γονείς αρνιούνταν. Δεν ήταν δυνατό να γίνει κλεψιά, είχε και πολλά αδέλφια που τη φύλαγαν. Τότε, ο νεαρός που την είχε βάλει στο μάτι, πήγε και της έκλεψε το φουστάνι από τον απλωτό. Το πήγε στο βουνό και γλέντησε το φουστάνι. Έγινε γνωστό, αφού και άλλοι βοσκοί είδαν το φουστάνι. Έγιναν φασαρίες, αλλά το φουστάνι δεν το επέστρεψε ο βοσκός. Η κοπέλα αυτή δεν παντρεύτηκε ποτέ, διότι θεωρούνταν ατιμασμένη, οι βοσκοί έλεγαν ότι δεν έμεινε βοσκός να μη δει το φουστάνι της στ’ όρη και ότι το φουστάνι της είναι ακόμα στ’ όρη και αυτή θέλει παντρειά!!!!
Σε άλλη περίπτωση, στο Μαλεβίζι, ένας νεαρός από τον Κρουσώνα, που ήταν κοντός και όχι εμφανίσιμος, είχε βάλει στο μάτι μία όμορφη κοπέλα από το διπλανό χωριό, τα Καλέσα. Απευθύνθηκε, λοιπόν, σε πέντε γεροδεμένους συγχωριανούς του, με λίγο μυαλό όμως, ώστε να κάνουν την απαγωγή για λογαριασμό του. Οι νεαροί διέρρηξαν τον Σταθμό Χωροφυλακής Κρουσώνα και πήραν τις στολές των χωροφυλάκων, τις οποίες και φόρεσαν. Μεταμφιεσμένοι έφτασαν στα Καλέσα και στο σπίτι της κοπέλας. Ο πατέρας της κοπέλας, στη θέα των χωροφυλάκων, και αφού αυτοί του ανέφεραν ότι πρόκειται για έρευνα, άνοιξε την πόρτα και αυτοί έκλεψαν τη νύφη και τη μετέφεραν στην τοποθεσία Μαγγαφούρι, στα Κρουσανιώτικα βουνά. Εκείνη φώναζε, αρνιόταν και στην απελπισία της ζήτησε από έναν από τους απαγωγείς της να την πάρει αυτός, καθώς ο άλλος δεν ήταν εμφανίσιμος και δεν τον ήθελε. Όμως, αυτός αρνήθηκε και μπροστά στην απειλή του θανάτου, ότι θα την έριχναν σε παρακείμενο τάφκο, η κοπέλα ενέδωσε να παντρευτεί και σήμερα έχει μία όμορφη οικογένεια. Ένας από τους απαγωγείς αυτής της ιστορίας οργάνωσε και την απαγωγή της δικής του γυναίκας.
Η κοπέλα από το Ασήμι, όμορφη και ευκατάστατη, ο πατέρας της αναγκάστηκε να την εγκαταστήσει στο Λουτράκι Μαλεβιζίου, σε συγγενικό του σπίτι, καθώς ο πατέρας της φοβόταν ότι θα την κλέψουν από το Ασήμι. Στο Λουτράκι όμως την είδε ένας νεαρός Κρουσανιώτης, του άρεσε και τη ζήτησε σε γάμο. Ο πατέρας της αρνήθηκε και την πήρε αμέσως πίσω στο Ασήμι και την αρραβώνιασε, φοβούμενος ότι θα την απαγάγουν.
Ο νεαρός Κρουσανιώτης οργάνωσε ομάδα και, με οπλοφόρους, έφτασαν στο Ασήμι, όπου έκλεψαν την κοπέλα, ενώ ήταν στο σπίτι της όλη η οικογένειά της και ο αρραβωνιαστικός της. Τη μετέφεραν στον Κρουσώνα και την παντρεύτηκε χωρίς τη θέλησή της. Έκαναν δύο παιδιά και, ενώ ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί, ο άντρας της σκοτώθηκε και την άφησε χήρα με δύο παιδιά, τα οποία ανάθρεψε μόνη της. Σήμερα, έχουν και τα δύο παιδιά τις δικές τους οικογένειες.
Άλλη περίπτωση, στα μέσα του 1950 και στη βάπτιση του αδερφού μου, η νονά του ήταν ωραία γυναίκα, από εύπορη οικογένεια και αρραβωνιασμένη από γειτονικό χωριό. Κατά τη διάρκεια της βάπτισης, έγινε απόπειρα να απαγάγουν τη νονά. Βγήκαν τα όπλα, έπεσαν πιστολιές και έγινε σύρραξη. Ευτυχώς, χωρίς σκοτωμούς, η απαγωγή απέτυχε.
Απόπειρα απαγωγής στον Κρουσώνα
Σε άλλη περίπτωση, πάλι στον Κρουσώνα, στα μετα-κατοχικά χρόνια, έγινε απόπειρα από ομάδα νεαρών να απαγάγουν μία πολύ όμορφη κοπέλα, κόρη γνωστού δωσίλογου, τον οποίο είχαν αποκεφαλίσει οι αντάρτες του χωριού. Η απαγωγή απέτυχε λόγω αντίδρασης των γειτόνων και συγγενών. Καταγράφηκε από τη λαϊκή μούσα: «Επήγανε στα νοτικά (όνομα γειτονιάς) να κλέψουν την Παγώνα και ο αλήτης (ο νεαρός τότε, 10 ετών, Βαρδαλαχάκης Ιωάννης) τους έβαλε στις πέτρες απ’ το δώμα. Ο Λιοντομήτσος είπενε: “συρθείτε όλοι πίσω, γιατί θα βάλω στο στενό φωτιά να το κεντήσω”».
Στη Σητεία, μόλις έχει τελειώσει ο Εμφύλιος, κάποιος έκλεψε την κοπέλα, την κούρεψε και την παντρεύτηκε στη συνέχεια. Ο φαρμακοποιός Γιάννης Χλουβεράκης μού διηγείται ότι ο μεγάλος μαντιναδολόγος και λυράρης της Κρήτης Καβρός, κατά κόσμο Γιάννης Χασαπλαδάκης, καταγόμενος από τη Σητεία και κατ’ επάγγελμα μυλωνάς, έκλεψε τη γυναίκα του και της αφιέρωνε κάθε χρόνο την ημέρα της κλεψιάς μια μαντινάδα... «Ρόδο ’σουνα οντέ σ’ έκλεψα και σ’ έφερα στον μύλο,/ μα κάθε χρόνος που περνά σου παίρνει κι ένα φύλλο... Ρόδο ’σουνα τα φύλλα σου πέφτουνε ένα-ένα,/ το 70 θύελλα τα πήρε μαζεμένα»!!!
Άλλη περίπτωση... Λίγο μετά την κλεψιά, παίρνουν πίσω την κοπέλα και την παντρεύουν με άλλον και η αδελφή τού κλέψαντος λέει την παρακάτω μαντινάδα: «Ραβδίσαμε την καρυδιά, φάγαμε τα καρύδια/ και μείνανε και του γαμπρού τα αποφουκαρίδια»!!!
Στο πεδινό Μαλεβίζι, ένας νεαρός έκλεψε ανήλικη κοπέλα παρά τη θέλησή της, τη μετέφερε στα Χανιά, στο σπίτι μίας θείας του. Η θεία πληροφορήθηκε ότι η νύφη δεν ήθελε τον γαμπρό. Ειδοποίησε τον πατέρα της νύφης, ο οποίος πήγε στα Χανιά με ομάδα οπλοφόρων. Εντωμεταξύ, ενημερώθηκε ο γαμπρός, ο οποίος είχε τη δική του ομάδα και αυτή με όπλα. Για να αποφευχθεί η σύγκρουση, ο πατέρας ζήτησε να μιλήσει με την κόρη του και, αν αυτή του έλεγε ότι τον θέλει, θα την άφηναν και θα έφευγαν. Η κοπέλα δήλωσε ότι δεν τον θέλει και, ευτυχώς, όλα έληξαν ομαλά, παίρνοντας ο πατέρας την κόρη του στο Ηράκλειο.
Άλλη περίπτωση, την περίοδο της Δικτατορίας, γύρω στο 1972, στον Κρουσώνα, ερωτευμένο ενήλικο ζευγάρι, όπου ο άντρας ήταν χωροφύλακας, συνελήφθησαν από τους γονείς της νύφης στο σπίτι τους. Ο πατέρας απαίτησε άμεσα γάμο, αλλά, παρά και τη βούληση του γαμπρού, ο γάμος δεν μπορούσε να γίνει, διότι χρειαζόταν η έγκριση και συγκατάθεση της αστυνομικής υπηρεσίας και, επειδή η νύφη ήταν φτωχή, η έγκριση δε δινόταν. Έγινε λαϊκή κινητοποίηση, έπαιξαν την καμπάνα, μαζεύτηκαν όλοι οι κάτοικοι και απέκλεισαν τον Αστυνομικό Σταθμό και, μπροστά στον κίνδυνο επεισοδίων, ήρθε η έγκριση της υπηρεσίας από την Αθήνα και έγινε ο γάμος. Ο νόμος διορθώθηκε το 1982, με την κατάργηση της προίκας.
Τα κλεμμένα όνειρα
Σκέφτομαι όλες αυτές τις γυναίκες που βιάστηκαν, ταλαιπωρήθηκαν, έσβησαν τα όνειρά τους, σημαδεύτηκε η ζωή τους από άνανδρους που έμοιαζαν με ανθρώπους, αλλά ήταν χειρότεροι από τα χειρότερα θηρία. Σκεφτείτε ότι δυστυχώς και σήμερα υπάρχουν πολλά σημεία στον πλανήτη που η αρπαγή των γυναικών, οι βιασμοί και ο εξευτελισμός είναι στην καθημερινότητα. Διερωτώμαι, αλήθεια, πόσο έχει προοδεύσει η ανθρωπότητα;
Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, εάν σταμάτησαν αυτές οι κλεψιές στην Κρήτη, αυτό οφείλεται πρωτίστως στις γυναίκες, είτε ήταν ανύπανδρες κοπέλες είτε μητέρες είτε αδελφές. Οι γυναίκες μόνες τους έκαναν και τη μεγάλη επανάσταση, κατακτώντας το δικαίωμα στην εργασία και την ισότητα στην κοινωνία. Ελπίζω και εύχομαι εσείς οι γυναίκες να σταματήσετε και την άλλη πληγή της Κρήτης, την οπλοφορία και οπλοχρησία, που ντροπιάζει το νησί, αφού εμείς οι άνδρες είμαστε ανίκανοι να τη σταματήσουμε, και να αποτελούν κάποια μέρα μια θλιβερή μόνο ανάμνηση της ένδοξης κατά τ’ άλλα ιστορίας μας.
Πώς κόντεψε... να γίνει εμφύλιος
Η διαβόητη απαγωγή της Τασούλας και άλλες περιπτώσεις
Θυμηθείτε την απαγωγή της Τασούλας Πετρακογιώργη, κόρης του αρχηγού της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης και βουλευτή της Φιλελεύθερης παράταξης Γεωργίου Πετρακογιώργη από τον Κουντόκωστα (Κωνσταντίνο Κεφαλογιάννη), αδελφό του βουλευτού Εμμανουήλ Κεφαλογιάννη του Λαϊκού Κόμματος, τον Αύγουστο του 1950. Η απαγωγή έγινε όταν η Τασούλα έβγαινε από τον κινηματογράφο “Όαση” του Ηρακλείου και τη μετέφερε στον Ψηλορείτη. Έγινε άρση 9 άρθρων του Συντάγματος, επιβολή στρατιωτικού νόμου σε δύο νομούς Ηρακλείου και Ρεθύμνου, παρέμβαση Αρχιεπισκόπων Ελλάδος και Κρήτης, προληπτική λογοκρισία, κήρυξη του Ψηλορείτη σε “νεκρή ζώνη” και στρατιωτική κινητοποίηση για να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Ο γάμος έγινε στη Μονή Δισκουρίου, ο γαμπρός συνελήφθη και έμεινε δύο μήνες φυλακή.
Η προσωπική μου άποψη, μετά από έρευνα, είναι ότι η απαγωγή ήταν ακούσια, άλλωστε ο γάμος κράτησε μόλις τρεις μήνες και το δικαστήριο τον ακύρωσε, με την αιτιολογία ότι η νύφη ήταν ανήλικη. Στη συνέχεια και οι δύο παντρεύτηκαν και έκαναν τις δικές τους οικογένειες, με πολύ αξιόλογα παιδιά.
Στη δεκαετία του 1950 περίπου, σε χωριό της Μεσαράς, νεαρός με καταγωγή από ορεινό χωριό του Ρεθύμνου ζήτησε σε γάμο μία κοπέλα όμορφη και δυναμική. Οι γονείς τής κοπέλας αρνήθηκαν, οπότε ο νεαρός πλήρωσε μία ομάδα νεαρών από την ορεινή Κρήτη και πήγαν στο χωριό. Μπήκαν στο σπίτι από την ανηφορά (καμινάδα) και έκλεψαν την κοπέλα, η οποία αρνιόταν και φώναζε. Τη μετέφεραν στα ορεινά της Κρήτης, όπου τη βίασε ο γαμπρός, ενώ της κρατούσαν τα χέρια και τα πόδια δύο από την ομάδα.
Στη συνέχεια, και αφού είχαν περάσει έξι μήνες, θεωρήθηκε ότι είχαν ηρεμήσει τα πνεύματα. Κατέβηκε το ζευγάρι στο Ηράκλειο μαζί με τους γονείς του γαμπρού για να της ψωνίσουν χρυσαφικά και ρούχα. Κάποια στιγμή, καθόντουσαν σε ένα καφενείο για καφέ και η κοπέλα ζήτησε να πάει στην τουαλέτα. Κατάφερε να διαφύγει από τον φεγγίτη του WC. Επιστρέφει πίσω στο χωριό της. Ο γαμπρός επανέρχεται στο χωριό της νύφης. Ήταν Κυριακή πρωί και την περίμενε να βγει από την εκκλησία, την πυροβόλησε. Δύο σφαίρες τη βρήκαν στην πλάτη. Ευτυχώς επέζησε και ο ίδιος καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκισης. Όταν αποφυλακίστηκε, αυτοεξορίστηκε στη Σητεία. Η κοπέλα παντρεύτηκε από άλλο χωριό, αφού οι δικοί της πλήρωσαν πολλές χρυσές λίρες τον γαμπρό, και σήμερα έχει φτιάξει μία πολύ όμορφη οικογένεια.

Πρωτοτυπία!
Μια περίπτωση όπου... η γυναίκα έκλεψε τον άντρα!
Έχουμε και μία ιδιαίτερη κλεψιά, μόνο που αυτή τη φορά η κοπελιά έκλεψε τον άντρα. Αυτήν την περίπτωση μού τη διηγείται η ίδια η νύφη στα Καπετανιανά. Τυχαίνει να είναι και αδερφή του Γιώργου Σταματάκη.
Το 1988, η Ασπασία (Σούλα) Σταματάκη, αδελφή του Γιώργη, 18 χρόνων, η οικογένεια του γαμπρού δεν την ήθελαν για νύφη γιατί δεν ήταν πλούσια, ενώ ο γαμπρός ήταν πλούσιος και το ζευγάρι ήταν τρελά ερωτευμένο. Ο γαμπρός, άνω των 20, καταγόταν από το γειτονικό χωριό, Λούκια. Κινητά τηλέφωνα εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν, υπήρχε όμως το κοινοτικό τηλέφωνο, που ήταν, όμως, στο καφενείο του χωριού. Μιλούσαν στο τηλέφωνο του χωριού και τα νέα του ζευγαριού ήταν γνωστά αμέσως, όχι μόνο στο χωριό, αλλά και σε όλα τα χωριά της περιοχής.
Η οικογένεια της νύφης ζήτησε σε γάμο τον γαμπρό, του οποίου η οικογένεια αρνήθηκε. Η οικογένεια της νύφης τον ήθελε, διότι ήταν καλό παιδί και είχε και περιουσία. Ο πατέρας της νύφης θίχτηκε, το θεώρησε προσβολή, θύμωσε και απαγόρευσε στην κόρη του οποιαδήποτε επικοινωνία με τον νεαρό. Η μητέρα της και τα αδέρφια της συμφώνησαν για την απαγωγή του γαμπρού. Η απαγωγή έγινε με πρωταγωνιστικό ρόλο να παίζει ο Γιώργος Σταματάκης, που απήγαγε το ζευγάρι και το μετέφερε στο μετόχι τους στον Άγιο Ιωάννη για έναν μήνα περίπου και, μετά από έξι μήνες, έγινε ο γάμος! Παραλίγο να γίνει και επεισόδιο από συγγενείς της νύφης, επειδή αρχικά διαδόθηκε ότι έκλεψε τη νύφη ο γαμπρός και δεν ήξεραν πού την έχει.