Αν για κάτι θα είμαι αιώνια ευγνώμων είναι για τις εποχές της απόλυτης απλότητας που πρόλαβα να ζήσω με όλα εκείνα που σήμερα έχουν σχεδόν σβηστεί από τον χάρτη. Πώς να περιγράψεις στα σημερινά παιδιά πως εμείς στην ηλικία τους τρέχαμε ολημερίς σε δρόμους και χωράφια και πως η μόνη οθόνη που υπήρχε, αν υπήρχε, στη ζωή μας ήταν μία τηλεόραση σε μέγεθος μίνι ντουλάπας με “χιονάκια” χειμώνα-καλοκαίρι και με απαραίτητο αξεσουάρ, σεμεδάκι με χειροποίητη δαντέλα. Πού στο σπίτι της γιαγιάς άργησε πολύ να ’ρθει, όπως άργησε ακόμη περισσότερο και να αλλαχτεί με νεότερη βερσιόν, αλλά αυτό δεν είχε απολύτως καμία σημασία για κανέναν.
Παιδί της πόλης - θεωρητικά εγώ - μεταλλασσόμουν σε χρόνο dt με το που πάταγα το πόδι μου στο χωριό και το σπίτι με έβλεπε τις ώρες του ύπνου, του κανονικού νυχτερινού και του επιβαλλόμενου, αλλά πάντα “μαϊμού” μεσημεριανού - ίσα για να ησυχάσει το κεφάλι των μεγάλων κι ας μην έκλεινε το μάτι μας ούτε δευτερόλεπτο. Πόση γλύκα κουβαλούν οι αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων από το Πάσχα στο χωριό στις εποχές του... Νεάντερταλ, όπως φαντάζουν στα σημερινά παιδιά.
Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μαχαίρα
Άγιες ημέρες μοσχομυριστές. Να λάμψει ο τόπος από τον κάτασπρο ασβέστη. Τα σπίτια, τα πεζούλια κι οι γλάστρες. Πόσες μυρωδιές, πόσα χρώματα, πόσα συναισθήματα.
Μεγάλη Τρίτη ο Χριστός εκρίθη
Οι μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, στον πυρετό της προετοιμασίας για την Ανάσταση κι εμείς τα παιδιά βοηθητικό προσωπικό για το κατά δύναμιν, με αντάλλαγμα ίσως το πρώτο παγωτό της χρονιάς, έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις. Να χάνεται το μέτρημα του “πήγαινε-έλα” στον μπακάλη γιατί όλο και κάτι θα “λείφτηκε” η γιαγιά διαβάζοντας τις συνταγές για τα γλυκά από το μπλε της τετραδιάκι και με μονάδα μέτρησης την οκά.
Μ. Τετάρτη ο Χριστός εχάθη
Κι αν η τηλεόραση είχε πάρει θέση πάνω από το ψυγείο, ηλεκτρικός φούρνος δεν υπήρχε στα πέριξ ούτε ζωγραφιστός. Μα, ούτε κι αυτό είχε καμία σημασία. Γιατί η θεία η Βαγγελία είχε ξυλόφουρνο στην αυλή και κάθε χρόνο φούρνιζε για ολόκληρη τη γειτονιά, με τις απαραίτητες συνεννοήσεις ανάμεσα στις νοικοκυρές να ακολουθούνται κατά γράμμα. Το ζύμωμα για τη γιαγιά τη Ψεβία (Ευσεβία) ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία και η τελειότητα, ο απόλυτος ευσεβής της πόθος. Τη μέρα που έφτιαχνε τα γλυκά, συνωμοτικά, πηγαίναμε με τα νερά της και διακριτικά σταυροκοπιόμασταν πίσω από την πλάτη της, το αποτέλεσμα να είναι αυτό που η νοικοκυροσύνη της επιθυμούσε χωρίς καμία, μα καμία έκπτωση οπτικά και γευστικά.
Το ζύμωμα για τη γιαγιά την Ψεβία (Ευσεβία) ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία και η τελειότητα, ο απόλυτος ευσεβής της πόθος. Τη μέρα που έφτιαχνε τα γλυκά, συνωμοτικά, πηγαίναμε με τα νερά της και διακριτικά σταυροκοπιόμασταν πίσω από την πλάτη της, το αποτέλεσμα να είναι αυτό που η νοικοκυροσύνη της επιθυμούσε χωρίς καμία, μα καμία έκπτωση οπτικά και γευστικά
Έπαιρνε ένα συγκεκριμένο αυστηρό ύφος, απόλυτης στοχοπροσήλωσης, από την προετοιμασία στα υλικά μέχρι να βγει από τον φούρνο έως και το τελευταίο ταψί. Έπρεπε να σιγουρευτεί πως και φέτος είναι σκέτος αφρός για να αφεθεί στη χαρά της ικανοποίησης και να επανέλθουν με τον αέρα της νίκης, τα κανονικά χαρακτηριστικά στο πρόσωπό της. Μέχρι τότε φυσικά προηγούνταν ένας κανονικός μαραθώνιος.

Πρώτα η “μάχη” του ζυμώματος στην ξύλινη σκάφη με τα μανίκια σηκωμένα και τα χέρια με ορμή να ανεβοκατεβαίνουν αποφασιστικά. Κι ύστερα η “ξεκούραση” επί ώρες με ολόκληρη τη σάλα να μυρίζει προζύμι και τα ζυμάρια σκεπασμένα με τις παλιές χιλιόβαρες καταμάλλινες υφαντές κουβέρτες, που στο δικό μας δέρμα προκαλούσαν επιεικώς επίμονο κνησμό, αλλά για το “ανέβασμα” σε χωριό ορεινό σαν και το δικό μας ήταν θαυματουργές. Ουαί κι αλίμονο και δεν το κάνανε το θαύμα τους... Ήταν τόσο δύσκολα διαχειρίσιμος ο πόνος της γιαγιάς στις σπάνιες περιπτώσεις της ζαχαροπλαστικής της αποτυχίας, που αν μπορούσαμε για το χατίρι της κάλλιστα θα ακυρώναμε το Πάσχα σε ένδειξη συμπαράστασης.
Μεγάλη Πέμπτη ο Χριστός ευρέθη
Να φτιαχτούν οι ντολμάδες - εννοείται πεντάρφανοι - για το φαΐ της μέρας, να βαφτούν τα κατακόκκινα αβγά με ή χωρίς λιγοστά ανθάκια από μαντιλίδες και φυλλαράκια ίσα για στολίδι. Να οργώνουν οι κοπελιές, οι λεύτερες, τις ολάνθιστες αυλές και τα χωράφια για να μαζέψουν τα πιο όμορφα λουλούδια, βιολέτες, κρινάκια και μαχαιρίδες, προκειμένου αργά το βράδυ όλες μαζί να ξενυχτήσουν για να στολίσουν τον Επιτάφιο. Για χάρη του και μόνο η γιαγιά “μαλάκωνε” μία ακόμη μεγάλη της αδυναμία, την αυλή της... Κι ήταν η μόνη μέρα του χρόνου που μας έδινε ελευθέρας να απλώσουμε το χέρι στα λουλούδια της. Στην εκκλησία πηγαίναμε σταθερά και απαρέγκλιτα κάθε βράδυ όλη τη Μεγαλοβδομάδα, όση κούραση κι αν κουβαλούσε η μέρα των μεγάλων.
Μεγάλη Παρασκή ο Χριστός στο καρφί
Πρωινό με τσάι ή κακάο λόγω νηστείας και σε φλυτζάνα χρώματος ιριδίζοντος πορτοκαλί, vintage πια, και από αυτές που τελικά οι περισσότερες γιαγιάδες είχαν στη σερβάντα τους. Να χτυπά πένθιμα η καμπάνα απ’ το πρωί και να ’ναι ο ουρανός μουντός. Να ’ναι το τραπέζι φτωχικό, χωρίς λάδι για τους μεγάλους... Άντε, το πολύ και μια τηγανητή πατάτα για τα παιδιά, μετά από επίσης σκληρές διαπραγματεύσεις και παρακάλια. Το παιδομάνι στο χωριό να βάζει τις τελευταίες πινελιές για τον Ιούδα που θα καεί την επομένη, μαζεύοντας τα τελευταία ξύλα. Ω γλυκύ μου έαρ... κατάνυξη βαθιά στα Εγκώμια και στη βραδινή περιφορά με τα κεράκια να τρεμοπαίζουν στη διαδρομή. Στάση σε κάθε γειτονιά... με τις νοικοκυρές να τον περιμένουν με το θυμιατό στο χέρι. Τρεις φορές το ιδανικό πέρασμα κάτω από τον Επιτάφιο για την ευλογία.
Μεγάλο Σαββάτο ο Χριστός στον τάφο
Η πρώτη Ανάσταση το πρωί κι η προσμονή για το “Χριστός Ανέστη”. Οι τελευταίες δουλειές και προετοιμασίες, οι τελευταίες αφίξεις από θείους και ξαδέρφια. Ατέλειωτη χαρά, ατέλειωτο παιχνίδι σε παράταση, καθώς η νύχτα ήταν μεγάλη... Η λαμπάδα της νονάς, τα “αγκίνια” παπούτσια, ο καβγάς για τη χοντρή ζακέτα που έπρεπε να μπει, καθότι το κρύο ήταν τσουχτερό ένεκα της ορεινότητας κι ας μας χαλούσε την ανοιξιάτικη αμφίεση. Μετά την Ανάσταση στο δικό μου το χωριό μαγειρίτσα το μενού δεν περιελάμβανε. Ένα ζεστό γάλα, που σχεδόν μας είχε λείψει λόγω της νηστείας, και ένα μεγάλο κομμάτι από τα κουλούρια της Λαμπρής (και όχι τσουρέκια στα χωριά μας) κι έτοιμοι για ύπνο. Δυο-δυο σε κρεβάτια και καναπέδες σε όλα τα λιγοστά δωμάτια του σπιτιού για να χωρέσουμε όλοι, με τα γέλια μας να ακούγονται για ώρα. Κι αν ήταν η άνοιξη παγερή, δε τη γλιτώναμε την “τσιμπιάρα” τη μάλλινη κουβέρτα, με μια εσάνς αρώματος από προζύμι και με τέτοιο βάρος που θέλαμε δε θέλαμε πέφταμε ξεροί από τη ζεστασιά της. Κι η αλήθεια να λέγεται, τραβιότανε η άτιμη ακόμη και μεγαλοβδομαδιάτικα στη Μεγάλη Βρύση των παιδικών μου χρόνων.