Εν δυο, εν δυο, κοινός βηματισμός και ομοιομορφία είναι τα χαρακτηριστικά των μαθητικών παρελάσεων στη χώρα. Εστιάζοντας σε μια, ίσως, αντιδημοφιλή άποψη, θα ξεδιπλώσω αυτές τις σχολικές δραστηριότητες που ουδεμία σχέση έχουν με το εκπαιδευτικό πνεύμα και τη διαμόρφωση των φρέσκων “μυαλών” και κριτικών σκέψεων.
Οι μαθητικές παρελάσεις απέκτησαν επίσημο και πανελλαδικό χαρακτήρα την 25η Μαρτίου του 1936, επί δικτατορίας Μεταξά. Και μόνο αυτό ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ίσως θα έπρεπε να μας κάνει να αναλογιστούμε το πόσο λάθος κάνουμε κάποια πράγματα και πάνω σε ποιες βάσεις χτίζουμε τα θεμέλια των ανθρώπων του μέλλοντος. Βρισκόμαστε στο 2025, σε καιρούς ειρήνης και σε δημοκρατικό πολίτευμα, και παρ’ όλα αυτά ακόμα είμαστε μάρτυρες χιλιάδων ανήλικων μαθητών που παρελαύνουν εν δυο, εν δυο, συγχρονισμένα, πειθαρχημένα και στρατιωτικά μπροστά από πολίτες και επίσημους φορείς. Χιλιάδες παιδιά, τα οποία μαθαίνουν ότι είναι αποδεκτό, αν όχι επιβεβλημένο, να παριστάνουν τους στρατιώτες, όταν χιλιάδες θεατές χειροκροτούν αυτήν την παράδοξη παράσταση. Σε ένα δημοκρατικό και εν καιρώ ειρήνης κράτος, επαναλαμβάνω. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό;
Για ποιο λόγο υπάρχει τόσο έντονο το αίσθημα της εθνικής έπαρσης, που πρέπει να συνεχίζουμε να βουτάμε τα νέα παιδιά σε αυτόν τον αμφιλεγόμενο βούρκο;
Είχα αυτή τη συζήτηση προ ημέρων, για να λάβω απάντηση ότι τα παιδιά συμμετέχουν στην παρέλαση για να τιμήσουν τους προγόνους μας, ως έναν ελάχιστο τέλος πάντων φόρο τιμής στις θυσίες αυτών. Κατανοώ ότι αρκετοί είναι εκείνοι που το αντιλαμβάνονται με αυτόν τον τρόπο, χωρίς να χρειάζεται να αναλογιστούν περαιτέρω την κατάσταση και όλα όσα συνεπάγεται. Γιατί όμως χρειάζεται να στρατιωτικοποιούμε τους μαθητές μας ώστε να τιμηθούν οι αγώνες των προγόνων μας; Γιατί αισθανόμαστε εθνική υπερηφάνεια όταν δούμε το 12χρονο παιδί να βηματίζει ως στρατιώτης; Επειδή απλά έτσι έχουμε μάθει. Κι όπως, οι παραδόσεις και τα έθιμα δεν είναι όλα θεμιτά. Έτσι χρέος μας είναι να ξεσκαρτάρουμε τον κουβά, ας μου επιτραπεί η έκφραση, ώστε να παραδώσουμε στα παιδιά μας έναν κόσμο έστω στοιχειωδώς καλύτερο από εκείνον που βρήκαμε εμείς.
Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι μαθητικές παρελάσεις καταργήθηκαν στο σύνολο των δυτικών κρατών της Ευρώπης. Στην Ελλάδα όμως, οι μαθητικές παρελάσεις που επέβαλε ο Μεταξάς συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Ερωτώ: δε θα μπορούσε να αποδοθεί τιμή στις θυσίες των προγόνων μας με κάποιον άλλο τρόπο, πιο δημιουργικό, πιο εκπαιδευτικό;
Προσωπικά θεωρώ ότι τα ανήλικα παιδιά, οι μαθητές μας, οι πολίτες του μέλλοντος αυτής της χώρας, θα μπορούσαν να εκφραστούν καλύτερα μέσω της τέχνης, μιας παράστασης, ενός τραγουδιού, μέσω του διαβάσματος, μέσω της ζωγραφικής, μέσω ενός διαύλου που θα τους επιτρέπει να αναπτύξουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους και να αποδώσουν τιμή με τρόπο ουσιαστικό, όπως αρμόζει σε ένα άρτιο εκπαιδευτικό σύστημα. Αλλά όχι, στη δική μας τη χώρα, φαίνεται ότι το να μαζεύουμε τα παιδιά, αφαιρώντας τους κάθε διαφορετικότητα και προσωπική πεποίθηση και διδάσκοντάς τα να περπατούν στρατιωτικά με σοβαρό ύφος, είναι η επιτομή της απόδοσης τιμών.
Θαρρείτε πως οι πρόγονοί μας θα ένιωθαν περήφανοι αν έβλεπαν τα παιδιά να παριστάνουν τους στρατιώτες; Αν ήξεραν πως αυτά τα παιδιά αύριο θα πάνε σε ένα σχολείο που δε θα έχει καθηγητές να διδάξουν βασικά μαθήματα; Σε ένα σχολείο που τα κενά της Ειδικής Αγωγής θα παρέμεναν μέχρι το τέλος της χρονιάς; Που διαβητικά παιδιά θα κινδύνευαν καθημερινά λόγω απουσίας σχολικού νοσηλευτή; Εικάζω πως όχι. Ίσως ήρθε, λοιπόν, η ώρα να αφήσουμε στην άκρη το φιλοστρατιωτικό αίσθημα, κι αν πραγματικά θέλουμε τα παιδιά μας να τιμούν τους αγώνες που έγιναν, να φροντίσουμε να μάθουν σωστά την Ιστορία και να λαμβάνουν τα εφόδια που χρειάζονται ώστε να την κρίνουν. Περπατώντας κανονικά.