Εδώ και μερικές ημέρες η Ευρώπη ζει τον “σεισμό” που προκάλεσε η αλλαγή της θέσης των ΗΠΑ απέναντί της. Ζει το “τσουνάμι” που δημιούργησε απ’ άκρη σ’ άκρη της ο επαναπροσδιορισμός της πολιτικής του νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου και που αφορά τη Γηραιά Ήπειρο και φυσικά τους πιστούς της φίλους σε αυτήν.
Μαζί με τον πόλεμο στην Ουκρανία ήταν και το ζήτημα που μονοπώλησε σχεδόν τη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. την περασμένη εβδομάδα.
Την αφύπνιση, από την εδραιωμένη πεποίθηση πως ό,τι κι αν συμβεί οι ΗΠΑ θα βρίσκονται ως “ομπρέλα” για να προστατέψουν την Ευρώπη, ακολούθησε η ανάγκη για δράση, ώστε οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι να πάρουν την υπόθεση της ασφάλειας στα χέρια τους.
Το αν μπορεί να ευοδωθεί αυτό το εγχείρημα θα φανεί στο μέλλον. Αυτό που σήμερα μοιάζει βεβαιότητα είναι ότι δεν είναι καθόλου εύκολο.
Μια πρώτη ματιά στο οικονομικό μέρος αυτού του εγχειρήματος είναι κατατοπιστική. Οι αριθμοί δείχνουν ότι η ασφάλεια που προσέφερε η στρατιωτική ισχύς των ΗΠΑ είναι δύσκολο να “αντικατασταθεί” με μια αύξηση των αμυντικών δαπανών της Ευρώπης.
Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών*, το 2024 οι στρατιωτικές δαπάνες παγκοσμίως έφτασαν τα 2,46 τρισ. δολάρια. Οι ΗΠΑ δαπάνησαν για στρατιωτικούς σκοπούς το δυσθεώρητο ποσό των 968 δισεκατομμυρίων δολαρίων, την ίδια στιγμή όλες οι χώρες της Ευρώπης μαζί δεν ξεπέρασαν τα 457 δισ. δολάρια. Η Ρωσία, έναντι της οποίας θα εξοπλιστεί περαιτέρω η Ευρώπη - θεωρητικά τουλάχιστον - δαπάνησε πέρυσι 461 δισ. δολάρια για στρατιωτικές δαπάνες.
Την ίδια στιγμή, οι δαπάνες της Γερμανίας ανήλθαν σε 86 δισ. δολάρια, αυξημένες κατά 41,9% από το 2023. Η αύξηση αυτή παρατηρήθηκε για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια. Οι δαπάνες της Μεγάλης Βρετανίας ήταν 81 δισ. δολάρια. Της Γαλλίας 64 δισ. δολάρια. Η γειτονική μας Ιταλία δαπάνησε για στρατιωτικούς σκοπούς 35 δισ. δολάρια, ενώ η εμπόλεμη Ουκρανία 28,4 δισ. δολάρια.
Η χώρα μας το 2024 δαπάνησε 7,77 δισ. δολάρια ή το 3,08% του ΑΕΠ της για αμυντικούς σκοπούς.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαθέσιμο είναι ένα κονδύλι περίπου 150 δισ. ευρώ που μπορεί να διατεθεί στους “27” για αύξηση των αμυντικών δαπανών.
Με βάση τα παραπάνω νούμερα, φαίνεται ότι ακόμα κι αν διατεθεί άμεσα αυτό το ποσό στις χώρες-μέλη για στρατιωτικούς σκοπούς, δε θα πρόκειται για μια σημαντική αύξηση. Γι’ αυτό έγινε άμεσα και λόγος για ένα ποσό 800 δισ. ευρώ που θα μπορούσε να εξευρεθεί και να διατεθεί για τις συγκεκριμένες δαπάνες.
Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.
Ξεκινώντας από τη συντηρητική δημοσιονομική πολιτική που ακολουθήθηκε ως δόγμα - κάτι που ζήσαμε στο “πετσί” μας εμείς οι Έλληνες για περισσότερο από δέκα χρόνια - και δεν επιτρέπει “εκτροχιασμούς” στα ελλείμματα.
Θετικό, βέβαια, το γεγονός ότι η Γερμανία εγκατέλειψε - για πόσο; - το δόγμα.
Θετικό ότι η απόφαση από τα ευρωπαϊκά όργανα ελήφθη σε χρόνο-ρεκόρ καθώς «ανάγκα και Θεοί πείθονται».
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι μιλάμε για ένα εγχείρημα που θα επεκταθεί χρονικά σε μεγάλο χρονικό διάστημα. Και όσο μεγαλύτερο είναι το διάστημα, τόσο περισσότερες οι πιθανότητες να αλλάξουν και οι συνθήκες. Συνθήκες όπως η απειλή εξ Ανατολών, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και άλλοι παράγοντες που αυτήν την ώρα δε βρίσκονται στον ορατό ορίζοντα.
Αν ακούγονται υπερβολικά αυτά, θα πρέπει να διατηρούμε στη μνήμη μας ότι ο προηγούμενος πρόεδρος των ΗΠΑ προσέφερε “γη και ύδωρ” προκειμένου να διαφυλάξει την ακεραιότητα της Ουκρανίας, αλλά λίγο νωρίτερα η Ρωσία ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής ενέργειας και εμπορικός εταίρος ολόκληρης της Ευρώπης και κυρίως της Γερμανίας.
Ένα άλλο ζήτημα που δυσχεραίνει τον δρόμο προς την επίτευξη του στόχου είναι η πολιτική έναντι του πληθωρισμού. Είναι γνωστό ότι σε γενικές γραμμές η πολιτική δε διαφέρει στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Όταν όμως αφορά στρατιωτικές δαπάνες, η αντιμετώπιση είναι τελείως διαφορετική. Στις ΗΠΑ υπάρχει διαχρονική ανοχή που επιτρέπει να διοχετεύονται τεράστια κονδύλια για στρατιωτικούς σκοπούς, στην Ευρώπη μόλις αρχίσαμε να μιλάμε για «ρήτρα διαφυγής», που παρακάμπτει τα ελλείμματα. Τι θα συμβεί όμως αύριο αν αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι ο πληθωρισμός που σήμερα ξορκίζουν όλοι οι βόρειοι εταίροι μας;
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρώντας τον στρατιωτικό εξοπλισμό της δεν είναι οικονομικό. Είναι η ίδια η φυσιογνωμία της.
Αν και η γραφειοκρατία παρακάμφθηκε, προς το παρόν και υπό τον φόβο ενός πολέμου στη γειτονιά μας, θα βρεθεί σύντομα και πάλι μπροστά σε σημαντικές αποφάσεις.
Το δαιδαλώδες οικοδόμημα των οργάνων της Ένωσης απέχει σημαντικά από τους αποτελεσματικούς μηχανισμούς ενός κράτους που μπορεί να εγγυηθεί γρήγορη λήψη αποφάσεων σε μια σειρά από ζητήματα που θα προκύψουν στο άμεσο μέλλον.
Οι διαφορές πολιτικής μεταξύ των εθνικών κυβερνήσεων είναι πολλές φορές πιο ισχυρές από την κοινή πορεία και αυτό εκφράζεται ακόμη και υπό τη σκιά ενός κοινού κινδύνου.
Μόλις λίγες μέρες πριν μάθαμε ότι ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν και ο απερχόμενος καγκελάριος της Γερμανίας Σολτς διαφώνησαν για την είσοδο της Τουρκίας στα ευρωπαϊκά εξοπλιστικά προγράμματα που θα ακολουθήσουν, με τον πρώτο να ζητά την υλοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων από την ευρωπαϊκή πολεμική βιομηχανία, ενώ ο δεύτερος για τους δικούς του λόγους να ζητά και την εμπλοκή, τουλάχιστον σε επίπεδο πολεμικής βιομηχανίας, της Τουρκίας.
Οι λόγοι γι’ αυτό θα μπορούσε να είναι γεωπολιτικοί, οικονομικοί ή στρατιωτικοί, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Τουρκία διαθέτει το μεγαλύτερο στράτευμα στην Ευρώπη (πλην της Ρωσίας) με 480 χιλιάδες άνδρες περίπου σε καιρό ειρήνης.
Πάντως δεν είναι προσωπικοί.
Αυτή η διαφωνία μεταξύ των δύο κορυφαίων ηγετών είναι και ενδεικτική στη διαφορά προσέγγισης στα μείζονα θέματα και τις αντιθέσεις μέσα στην Ευρώπη στο υψηλότερο επίπεδο.
Τέλος, η Ευρώπη είναι ένα εθνοτικό “παζλ”, το οποίο ακόμη και σε επίπεδο λαών δημιουργεί διαφορετικές αντιλήψεις για το ποιος είναι ο εχθρός και ποιος ο φίλος.
Αν ρωτήσουμε έναν Έλληνα, έναν Γάλλο και έναν Πολωνό, θα μας υποδείξουν διαφορετικούς φίλους (λαούς) και διαφορετικούς εχθρούς (λαούς). Το αφήγημα τώρα υπό την απειλή ενός πολέμου ίσως γίνει από τα περισσότερα έθνη αποδεκτό. Δεν είναι καθόλου σίγουρο όμως ότι θα πείθει αργότερα, όταν θα χρειαστεί να γίνουν περικοπές δαπανών και μεταφορές πόρων για να διατηρηθεί “ζωντανό” το εγχείρημα του ενός τρισεκατομμυρίου περίπου ευρώ.
Η Ευρώπη λοιπόν σήμερα μοιάζει να παλεύει να διώξει τις εξαρτήσεις της.
Την εξάρτηση από την αμερικανική προστασία υπό την οποία έζησε για 75 χρόνια.
Την εξάρτηση από ιδεολογήματα που προτάσσουν πάνω απ’ όλα τον δημοσιονομικό συντηρητισμό. Τα μηδενικά ελλείμματα και την αυστηρή αντιπληθωριστική πολιτική.
Την εξάρτηση από χρόνιες διαφορές προσέγγισης και πολιτικής, που οδήγησε πολλές φορές στο παρελθόν σε αντιθέσεις και διαφωνίες.
Την εξάρτηση από εθνικά ιδεολογήματα, τα οποία είναι δύσκολο να υπερβεί καθώς είναι συνυφασμένα με την ίδια της την ύπαρξη. Μοιάζει να προσπαθεί να διώξει μακριά το “Σύνδρομο της Σταχτοπούτας”.
Δεν μπορεί κανείς να προβλέψει αν τα καταφέρει ή όχι. Είναι σίγουρο όμως ότι βρίσκεται στην αφετηρία ενός επίπονου ταξιδιού, που θα διαρκέσει για χρόνια.
Τι είναι το “Σύνδρομο της Σταχτοπούτας”
Σύμφωνα με την Αμερικανίδα ψυχοθεραπεύτρια Κολέτ Ντόουλιγκ, στην οποία ανήκει και η δημιουργία του όρου, πρόκειται για τη συναισθηματική τάση μιας γυναίκας να εξαρτάται συναισθηματικά και οικονομικά από έναν “σωτήρα”.
Και φυσικά δεν έχει να κάνει με το φύλο, αλλά με την ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου, αφού περιγράφεται και ως “Σύνδρομο του Πίτερ Παν” από έναν άλλο ψυχολόγο, τον Αμερικανό καθηγητή Νταν Κίλεϊ, και περιγράφει τον άνδρα που αποφεύγει την ενηλικίωση και επιζητά διαρκώς την προστασία.
Και οι δύο όροι, πάντως, αφορούν τη “Διαταραχή Εξαρτημένης Προσωπικότητας”, που χαρακτηρίζεται από την υπερβολική ανάγκη ενός ατόμου για φροντίδα και την υποτακτική συμπεριφορά.
* Το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (IISS) είναι ανεξάρτητος ερευνητικός οργανισμός με έδρα το Λονδίνο, που ειδικεύεται στη διεθνή ασφάλεια, τη στρατιωτική στρατηγική, τη γεωπολιτική και την ανάλυση συγκρούσεων.