«Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και τον χρόνο. Πάντα εκεί».
Οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου κόβουν σαν λεπίδα όσες φορές κι αν συγκρουστείς μαζί τους. Η αίσθηση του αβάσταχτου πόνου, που δε μετριάζεται. Το ποίημα “Σχήματα της απουσίας”, που γράφτηκε για τη Φωτούλα του, τη βαφτισιμιά του που έφυγε από τη ζωή όταν ήταν μόλις δύο ετών, είναι ένα από τα πολλά που αφιέρωσε στο παιδί, που είναι «ζωή και τίποτ’ άλλο», όπως έχει γράψει συμπυκνώνοντας την ουσία σε λιγοστές λέξεις σε άλλο του ποίημα στην ίδια συλλογή “Υδρία: Ελεγεία για μια σύντομη άνοιξη”, που εκδόθηκε το 1957.
Την πιο “παγωμένη” άνοιξη που ήρθε ποτέ στη χώρα μας, εκείνη του 2023, τα “νεκρά παιδιά” του επιστρατεύτηκαν και πάλι για να περιγράψουν το απερίγραπτο. Αυτό που αρνείται να χωρέσει έστω και σαν φευγαλέα σκέψη ο νους. Ο θάνατος του παιδιού είναι πέρα και πάνω από κάθε ανθρώπινη αντοχή και στις 28 Φεβρουαρίου του 2023, ώρα 23:22, στα Τέμπη η αδυσώπητη πραγματικότητα που σκότωσε δεκάδες... κουρέλιασε τις αντοχές μας. Ο Παναγιώτης από τη Θεσσαλονίκη ήταν ο μικρότερος. Είχε γενέθλια την 1η του Μάρτη. 15 ετών, πάρα κάτι λεπτά δηλαδή. Η Αναστασία από τη Λυκούρια Καλαβρύτων ήταν 19. Στη μαύρη λίστα με σειρά ηλικίας είναι οι δύο πρώτοι κι ύστερα το μέτρημα χάνεται, εκτροχιάζοντας πάντα τους παλμούς της καρδιάς. Τα 30 από τα 57 θύματα στο τρένο του θανάτου ήταν κάτω από 30 ετών. Παιδιά στα 20, στα 21, στα 23 τους χρόνια. Παιδιά που εξαϋλώθηκαν μαζί με τη λογική μας. Παραδομένα στην πυρά. Χωρίς οξυγόνο. Χωρίς ανάσα μια ολόκληρη χώρα τα έθαψε το ένα μετά το άλλο, παρακολουθώντας παράλληλα τον καταιγισμό αποκαλύψεων για λάθη και παραλείψεις. Η εθνική μας ανεπάρκεια στριμώχτηκε σε 4 λέξεις: “Πάμε κι όπου βγει”.
Δύο ακριβώς χρόνια μετά, η κοινωνία θα βρεθεί στον δρόμο για να ζητήσει αλήθεια και δικαιοσύνη. Πώς να κλείσει τα μάτια σε αυτό το “θέατρο σκιών”; Το μοιρολόι από τις χαροκαμένες μανάδες, που στερήθηκαν ακόμη και το τελευταίο φιλί, το τελευταίο άγγιγμα στα νεκρά τους παιδιά, έχει περάσει σε άλλο στάδιο. «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου...», έγραψε ο Ρίτσος για τη μάνα που σπαράζει πάνω από το σκοτωμένο της παιδί στη διάρκεια της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας τον Μάη του ’36 στη Θεσσαλονίκη. Της έδωσε φωνή μέσα από τον εμβληματικό του “Επιτάφιο”, που αριστουργηματικά μετασχηματίζει το συναίσθημα από ατομικό σε συλλογικό.
«Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι. Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε». Από τον θρήνο στην αφύπνιση .Από το εγώ στο εμείς. Από το σκοτάδι στο φως. Σαν μια υπόσχεση για συνέχεια. Για ένα ανοιχτό πεντακάθαρο ορίζοντα... Για την Ελλάδα που πρέπει επιτέλους να πάψει να “τρώει” τα παιδιά της.