Αυτό που δε θα καταλάβω ποτέ είναι γιατί, την ώρα που η κοινωνία διεκδικεί δικαιοσύνη, αφήνεται σε μια καθημερινότητα στην οποία η κακοποίηση είναι κανόνας.
Κακοποίηση γυναικών και ανδρών, κακοποίηση παιδιών, κακοποίηση σε βάρος όποιου θεωρείται αδύναμος. Ένας φαύλος κύκλος βίας, που μοιάζει ανέφικτο να περιοριστεί. Βλέπεις, ακούς και διαβάζεις καθημερινά για τα περιστατικά βίας και η μόνη παρηγοριά ίσως είναι πως ως κοινωνία ίσως και να καταφέραμε να αποδεχτούμε ότι πια τη βία δεν την κρύβουμε.
Τον κύκλο της βίας τον σπάμε μόνο με την αλήθεια της αποκάλυψης. Κι ύστερα τι, ακριβώς; Πώς προστατεύονται τα θύματα της βίας; Πώς θωρακίζονται από τη βαριά “σκιά” της κακοποιητικής συμπεριφοράς, που επαναλαμβάνεται μέσα σε αστυνομικά τμήματα, δικαστήρια, εξιστορήσεις για τα περιστατικά, ξανά και ξανά;
Πρόσφατα θυμήθηκα ότι, πριν από χρόνια, για μια τέτοια διαδικασία προωθούνταν η δημιουργία του “Σπιτιού του Παιδιού” και μάλιστα στο Ηράκλειο είχε μισθωθεί και αντίστοιχος χώρος. Σήμερα, αλήθεια, αυτή η διαδικασία έχει προχωρήσει; Επίσης θυμήθηκα ότι επαγγελματίες ψυχικής υγείας που συνδέονται με την εκπαίδευση είχαν λάβει την κατάλληλη κατάρτιση με σεμινάρια ακόμη και στο εξωτερικό, για να στελεχώσουν αυτή τη Δομή. Στόχος ήταν να δημιουργηθεί μια “ασπίδα” προστασίας και ένα κλίμα που θα μπορέσει να βοηθήσει τα παιδιά, για να επικοινωνήσουν το “βάρος” τους. Να μιλήσουν για τις κακοποιητικές συμπεριφορές που πληγώνουν, που ριζώνουν βαθιά και που απαιτούν χρόνια επίπονης και επίμονης προσπάθειας για να γιατρευτούν.
Τέτοια δομή δε φτιάχτηκε ποτέ. Τέτοιες δομές σπανίζουν στον τόπο μας, τέτοια μέριμνα μάλλον δεν αποτελεί προτεραιότητα. Μήπως όμως με τον τρόπο αυτό απομακρυνόμαστε από τη στόχευση; Μήπως με τον τρόπο αυτό αποθαρρύνουμε όποιον ή όποια έχει κακοποιηθεί, να μιλήσει για όσα βιώνει; Πόσω μάλλον όταν μιλάμε για μικρά παιδιά, που αναγκαστικά πρέπει να μοιραστούν όσα έχουν ζήσει, μέσα σε χώρους που ελάχιστα θυμίζουν ένα περιβάλλον στο οποίο αισθάνεσαι ζεστασιά.
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που θύμα κακοποίησης (της πιο βαριάς και πνιγερής μορφής), θέλοντας να μοιραστεί όσα έζησε μετά την καταγγελία της, έκλεισε την εξιστόρησή της λέγοντας πως θα της ήταν πιο “εύκολο” να ξεχάσει ότι κακοποιήθηκε, από το να “σηκώνει” κάθε φορά το βάρος να μοιράζεται ξανά και ξανά τη φρίκη που έζησε.
Από το να υπάρχει ένας χώρος ζεστός και φιλικός, μέχρι να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο με τους κατάλληλους ανθρώπους και με πιο απλοποιημένες διαδικασίες, υπάρχουν ακόμη πολλά βήματα που πρέπει να γίνουν για να μπορέσει η Πολιτεία να προστατεύσει τον καθέναν ή την καθεμία που αποφασίζει να μιλήσει για τη βία.
Όσες παρεμβάσεις και να γίνουν πάντως, όσα “εργαλεία” κι αν ενισχύσουν την προσπάθεια, πάλι απάντηση δεν πρόκειται να υπάρχει. Άραγε, γιατί ένας άνθρωπος που φωνάζει επειδή νιώθει αδικημένος “αρέσκεται” την αδικία αυτή να τη “βγάζει” στους πιο αδύναμους από τον ίδιο;