Πάει καιρός που η δημοκρατία έχει μείνει από καύσιμα, πάει καιρός που οι πολίτες μένουν από οξυγόνο ζωής, πάει καιρός που το νόημα λιποθυμά από ελλείψεις σημασιών, πάει καιρός που η φωνή διαμαρτυρίας ενταφιάστηκε στις καταβόθρες, πάει καιρός που η αλήθεια σοφιλιάζεται με το ψέμα.
Το «Δεν έχω οξυγόνο» δεν είναι σύνθημα, δεν είναι μια θυμική και ενστιγματική οργή, δεν είναι έκφραση συγκίνησης. Βγαίνει από τις ατμίδες καπνού που ανέθρωσκαν από την έκρηξη των τρένων, είναι ο υπέρμετρος πόνος, είναι η ογκηρή βία των ψυχών και των σωμάτων.
Η συγκεκριμένη φράση γίνεται “συνταραγμός” για την πανίσχυρη αδικία, για την ατιμωρησία που οριζοντιώνεται ως φυσικό γεγονός για τη σύναξη των συμφερόντων που καλύπτουν τις αλήθειες, για τους νεκροθάφτες της πολιτικής, για τους νυχτοπάτες των κρυφών συμφωνιών, για την παρασιώπηση και τη συνενοχή που γίνονται οι φρυγμένες έρημοί μας, για την πληρωμένη και χειρίσιμη ενημέρωση, που λειτουργεί ως άβυσσος που κρατάει τη λεία της.
Είναι ένα μεγάλο χαστούκι για μια δημοκρατία που γίνεται σόου και χάνεται μέσα σε μια εικόνα, για μια δημοκρατία χωρίς να έχει συνείδηση του εαυτού της. Που υφαίνει πλέγματα ανισοτήτων και προστασίες για τα ονόματα του πλούτου και της εξουσίας.
Είναι μια γροθιά στο στομάχι μιας κοινωνίας που ζει στην αφαίρεση, και η οποία αποσυνδέει κάθε νόημα από τη σημαινόμενη πραγματικότητα. Καθώς επίσης είναι γροθιά στο στομάχι για τον ανυποψίαστο πολίτη, ο οποίος εξαλγεβρίζεται από την κοντή μνήμη του και από την περιττή δοσοληψία του με έναν κόσμο της χρηστικής αξίας.
Είναι ένα μεγάλο “χαστούκι” για μια δημοκρατία που γίνεται σόου και χάνεται μέσα σε μια εικόνα, για μια δημοκρατία χωρίς να έχει συνείδηση του εαυτού της
Το «Δεν έχω οξυγόνο» γίνεται αξίωση για να διεκδικήσουμε τη ζωή μας και να σπάσουμε τις συμβατικότητές μας. Να πούμε ένα μεγάλο «όχι» στις συμμαχίες των δικαιολογιών, που μας “χτίζουν” κάθε μέρα το προσωπείο μας. Να σπάσουμε τα αντικαθρεφτίσματα ενός κόσμου που επιμένει να μας κρατά σε ιδεολογίες και ολοκληρωτισμούς, σε λύσεις ανέντιμες και σε ακρώρειες της ιδιωτικοποίησής μας.
Αν θέλουμε να κρατήσουμε ακόμη τη λογική μας μπροστά στον παραλογισμό που μας πολιορκεί, αν θέλουμε να αποκλείσουμε τους παρασιτισμούς που μας καλούν σαν σειρήνες να χάσουμε τις στοιχειακές μας συστάσεις και να συνεχίσουμε σαν ασήμαντα μηδενικά να επενδύουμε στον άσαρκο κόσμο που μας έκτισαν κι εμείς όχι μόνο δεχτήκαμε αλλά συμμετείχαμε, τότε το «Δεν έχω οξυγόνο» θα το ακυρώσουμε. Μόνο που θα το ξαναβρούμε μπροστά μας και πάλι.
Γιατί το «Δεν έχω οξυγόνο» δεν είναι ο σκοτεινός κόσμος μας, που τον συνηθίσαμε και μας έγινε συρμός και βαδίζει αντάμα μας, δεν είναι οι «χειμώνες του κόσμου» που, δυστυχώς, τους καλωσορίζουμε γιατί ξεχάσαμε την άνοιξη, είναι η μεγάλη στροφή της ζωής μας. Το «Δεν έχω οξυγόνο» είναι συγκλονισμός της ζωής που ζητά εδώ και τώρα να μεταβάλλουμε τη ζωή μας και να αντικρίσουμε τα λάθη μας, να συναντήσουμε το θάρρος μας, να διεκδικήσουμε τη δημοκρατία στη δημιουργική της προοπτική.
Να αντισταθούμε στα παράκεντρα της εξουσίας, στον επαγγελματισμό των αφυών πολιτικών, στο όργιο της νομιμότητας, στο έγκλημα που περνά στην παραθεσμικότητα, στους αρμούς της εξουσίας που έχουν συνθηκολογήσει με την ανημποριά και λειτουργούν στα όρια του παρακράτους, στην εκτελεστική εξουσία που έχει χάσει την κοινωνική λειτουργικότητά της, αλλά και στη δικαστική εξουσία που υποτάσσεται στην αυτοτέλεια της αυτοσυντήρησής της και κάποιες φορές περικαλύπτεται από την εκτελεστική εξουσία.
Αλλιώς, αν ακούσουμε καμπάνα να χτυπάει, τότε μη ρωτήσουμε για ποιον χτυπά η καμπάνα, χτυπάει για εμάς.
* Ο Απόστολος Αποστόλου είναι καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας.