Με την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η Ευρώπη καλείται να αντιμετωπίσει προκλήσεις που απειλούν όχι μόνο την οικονομική και πολιτική της σταθερότητα, αλλά και την ίδια της την κυριαρχία. Από το εμπόριο και την άμυνα έως την ψηφιακή πολιτική, η δεύτερη θητεία του Τραμπ αναμένεται να φέρει τα διατλαντικά ζητήματα σε σημείο... βρασμού.
Η απειλή της “τεχνολογικής ολιγαρχίας” και ο ρόλος των Μασκ και Ζάκερμπεργκ ενισχύουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ε.Ε., θέτοντας επιτακτικά ερωτήματα για το μέλλον της δημοκρατικής διακυβέρνησης και της ψηφιακής κυριαρχίας της.
Η σύγκρουση με τους “τεχνολογικούς ολιγάρχες”
Η απόπειρα του Έλον Μασκ και του Μαρκ Ζάκερμπεργκ να επηρεάσουν την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή μέσω των πλατφορμών τους, όπως το Χ (πρώην Twitter) και η Meta, δεν αποτελεί απλώς μια οικονομική ή τεχνολογική πρόκληση. Αντιθέτως, αντιπροσωπεύει έναν ευρύτερο αγώνα για τον έλεγχο της δημόσιας σφαίρας και της πληροφόρησης, όπου τα όρια μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης και της πολιτικής παρέμβασης ακροβατούν σε μια θολή πραγματικότητα.
Επεξηγώντας, ο Τραμπ, ο Μασκ και οι Ρεπουμπλικάνοι, ορμώμενοι από το σύνθημα “Make America Great Again” (MAGA), πιστεύουν ότι αγοράζοντας το Twitter (το οποίο μετονομάστηκε σε X), ο Μασκ αποκατέστησε την ελευθερία του λόγου και έσωσε την αμερικανική δημοκρατία. Όπως διαφαίνεται, ο νέος ιδιοκτήτης της πλατφόρμας θέλει να επαναλάβει σε όλο τον κόσμο αυτό που έχει κάνει στις ΗΠΑ και ήδη ανακατεύεται στην ευρωπαϊκή πολιτική, θέτοντας το έδαφος για μια αναπόφευκτη σύγκρουση μεταξύ Ε.Ε. και ΗΠΑ.
Ο Ζάκερμπεργκ, από τη δική του (ρομποτική) πλευρά, προσθέτει εκ νέου σε αυτήν την εξίσωση. Μαζί με τον Μασκ προέτρεψε τον Τραμπ να προστατεύσει τις αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, κατηγορώντας την Ε.Ε. για «θεσμοποιημένη λογοκρισία» στο ίδιο επίπεδο με την Κίνα.
Αναλύοντας, η επίκληση της “ελευθερίας του λόγου” από τους Μασκ και Ζάκερμπεργκ αποτελεί μέτρο συγκάλυψης της πραγματικής επιδίωξής τους: τη διατήρηση και ενίσχυση της πολιτικής τους επιρροής μέσω των ψηφιακών τους προϊόντων. Οι πλατφόρμες τους δεν είναι απλώς μέσα επικοινωνίας, αλλά εργαλεία πολιτικής χειραγώγησης που ενέχει να υπονομεύσουν τη δημοκρατική ελευθερία και έκφραση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τη νομοθεσία όπως ο Νόμος Ψηφιακών Υπηρεσιών (Digital Services Act), δείχνει απροθυμία να συγκρουστεί ανοιχτά με τις αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες, φοβούμενη αντίποινα σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο. Το ερώτημα, όμως, είναι αν η υπαναχώρηση θα οδηγήσει την Ευρώπη σε μια ακόμα μεγαλύτερη «ψηφιακή υποτέλεια» υπό αμερικανικές επιταγές, οι οποίες - πλέον - δε θα περιορίζονται στην επισφάλεια της αμερικανικής αμυντικής επίδρασης και στο επιχειρησιακό θέατρο ασφαλείας της Ηπείρου. Εν αντιθέσει, θα εκτείνονται σε μια πραγματικότητα των εκατέρων σχέσεων που χαρακτηρίζονται από την πολιτική, αμυντική και οικονομική υποτέλεια.
Το δίλημμα της διατλαντικής συμμαχίας
Η επαναφορά του Τραμπ σηματοδοτεί έναν πιο επιθετικό προστατευτισμό στις ΗΠΑ, που απειλεί τη σταθερότητα της διατλαντικής σχέσης. Η ρητορική του Τραμπ, η οποία αντιμετωπίζει την Ευρώπη περισσότερο ως εμπορικό ανταγωνιστή παρά ως στρατηγικό σύμμαχο, υπονομεύει θεσμούς όπως το ΝΑΤΟ και διαταράσσει τη μακροχρόνια ισορροπία δυνάμεων, όπως διανέμεται από το ευρύτερο και ιδιάζον θέμα των αμυντικών αρμοδιοτήτων.
Η απειλή επιβολής δασμών σε ευρωπαϊκά προϊόντα, ιδίως στα γερμανικά αυτοκίνητα, και η σύνδεση της αμυντικής υποστήριξης με πολιτικά ανταλλάγματα, όπως η αποδυνάμωση των ευρωπαϊκών ρυθμίσεων για πλατφόρμες όπως το Χ, αποτελούν ενδείξεις ενός πιο συγκρουσιακού μοντέλου συνεργασίας.
Η εσωτερική αδυναμία της Ευρώπης
Παρά τις κοινές αξίες που συνδέουν τα ευρωπαϊκά κράτη, η Ε.Ε. παραμένει ευάλωτη λόγω εσωτερικών διαιρέσεων. Η άνοδος ευρωσκεπτικιστικών και εθνολαϊκιστικών δυνάμεων, όπως το AfD στη Γερμανία και η κυβέρνηση Μελόνι στην Ιταλία, δημιουργεί ένα διχαστικό τοπίο. Οι εθνικές κυβερνήσεις είναι συχνά πρόθυμες να προσεταιριστούν τον Τραμπ για ίδια οφέλη, αποδυναμώνοντας τη συνοχή της Ε.Ε.
Από την άλλη, οι οικονομικές δυσκολίες της Γερμανίας και της Γαλλίας, οι οποίες αποτελούν παραδοσιακούς πυλώνες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, επιτείνουν την αίσθηση αδυναμίας. Η εξάρτηση από εξωτερικούς παράγοντες - είτε πρόκειται για ενεργειακούς πόρους είτε για ψηφιακές τεχνολογίες - υπογραμμίζει την ανάγκη για στρατηγική αυτονομία.
Η στρατηγική απάντηση της Ευρώπης
Απέναντι στις προκλήσεις του Τραμπ, των τεχνολογικών ολιγαρχών και των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, η Ευρώπη πρέπει να δράσει συντονισμένα και αποφασιστικά. Ειδικότερα, ανάγκη κρίνεται για τον:
1. Διαχωρισμό της ρύθμισης των πλατφορμών από ζητήματα εμπορίου και ασφάλειας
Η Ε.Ε. πρέπει να διατηρήσει τη νομική της κυριαρχία και να επιβάλλει αυστηρούς κανόνες στις τεχνολογικές εταιρείες, ανεξάρτητα από πιέσεις.
2. Προώθηση στρατηγικής αυτονομίας
Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας και η διαφοροποίηση των εμπορικών και ενεργειακών της σχέσεων είναι ζωτικής σημασίας για την ανεξαρτησία της.
3. Ενίσχυση συμμαχιών
Η συνεργασία με άλλες δημοκρατίες που αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις - όπως ο Καναδάς, η Βραζιλία και η Ιαπωνία - μπορεί να δημιουργήσει μια παγκόσμια συμμαχία για την προστασία της ψηφιακής κυριαρχίας και της δημοκρατικής διακυβέρνησης.
4. Αποδόμηση της αφήγησης περί ελευθερίας του λόγου
Η Ε.Ε. πρέπει να καταστήσει σαφές ότι η ψηφιακή ρύθμιση στοχεύει στη διασφάλιση δίκαιου ανταγωνισμού και δημοκρατικής διαφάνειας, και όχι στη φίμωση της ελευθερίας της έκφρασης, όπως αυτή φαίνεται να καταστρατηγείται από τους δημιουργούς τους.
Το διακύβευμα για την Ευρώπη
Η επιστροφή του Τραμπ αποτελεί έναν καθρέφτη των αδυναμιών, αλλά και των δυνατοτήτων της Ε.Ε. Αν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιλέξουν τον κατευνασμό, κινδυνεύουν να υπονομεύσουν τη δημοκρατία και την αυτονομία τους. Ωστόσο, αν δράσουν με ενότητα και στρατηγική αποφασιστικότητα, η Ευρώπη μπορεί να ενισχύσει τη θέση της ως παγκόσμια δύναμη που προστατεύει τις αξίες της και το μέλλον της.
Ο χρόνος πιέζει και η επόμενη σελίδα στις διατλαντικές σχέσεις αναμένεται να γραφεί με καθοριστικές επιλογές - επιλογές που θα καθορίσουν την πορεία της Ευρώπης στον 21ο αιώνα.