Μόνο τυχαία δεν ήταν η επιλογή της 20ής Ιανουαρίου από την Cevron, για τις ανακοινώσεις της για την Ελλάδα. Ημέρα ορκωμοσίας του Τραμπ ως 47ου προέδρου των ΗΠΑ, όπου στην πρώτη του ομιλία ένα από τα βασικά του μότο υπήρξε και το περίφημο «drill, baby, drill».
Ο Τραμπ στηρίζει με την πολιτική του τις αμερικανικές πετρελαϊκές και συνεπώς η ανακοίνωση, αλλά κυρίως η επίσημη εμφάνιση της Chevron, σε συνδυασμό με την ήδη παρουσία του άλλου μεγάλου αμερικανικού πετρελαϊκού ομίλου, ExxonMobil, στα θαλάσσια οικόπεδα της Πελοποννήσου και της Κρήτης, στέλνει ηχηρά μηνύματα της σχέσης Ελλάδας-ΗΠΑ. Το δεύτερο μήνυμα που έρχεται με την παρουσία των δύο αμερικανικών κολοσσών ExxonMobil και Chevron έχει να κάνει καθαρά με την εξωτερική πολιτική της χώρας.
Οι δύο αμερικανικοί “γίγαντες” στον διεθνή χώρο του upstream πιάνουν δουλειά σε μία περιοχή, στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, η οποία βιώνει μεγάλες γεωπολιτικές αναταράξεις μετά και τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή. Το τρίτο μήνυμα με την Chevron στην Ελλάδα πάει στην Ε.Ε. και στις ταχύτητες για την πράσινη μετάβαση. Μήνυμα για την ανάγκη χαλάρωσης των ταχυτήτων στην πράσινη μετάβαση. Η παραχώρηση που διεκδικεί η Chevron είναι η τρίτη μεγαλύτερη στην Ελλάδα. Η έκτασή της είναι στα 11.000 τ. χλμ. Τα δύο μεγαλύτερα είναι αυτά της ExxonMobil “Δυτικά της Κρήτης” με έκταση πάνω από 20.000 τ. χλμ. και “Νοτιοδυτικά της Κρήτης” κοντά στα 20.000 τ. χλμ.
Σύμφωνα με πηγές, με δεδομένο το ότι - σύμφωνα με πληροφορίες - οι σεισμικές έρευνες της ExxonMobil έχουν εντοπίσει ελπιδοφόρους στόχους σε φυσικό αέριο, οι έρευνες και στην περιοχή “Νότια της Πελοποννήσου” αυξάνουν τις πιθανότητες για τον εντοπισμό κοιτασμάτων ικανών για την ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας και όχι μόνο. Οι Αμερικανοί του ενεργειακού κολοσσού ExxonMobil θα ξεκινήσουν πιθανόν τη διενέργεια ερευνητικής γεώτρησης στην περιοχή νοτίως της Κρήτης, προς το τέλος του 2025. Τα αποτελέσματα των ερευνών είναι πολύ θετικά και έχουν εντοπιστεί και οι ανάλογοι στόχοι για τη γεώτρηση της αμερικανικής εταιρείας.
Αποκαλύπτεται στην πράξη ότι τα αποθέματα των υδρογονανθράκων μας φτάνουν για ολόκληρη την τροφοδοσία της Ε.Ε., κάτι που δεκαετίες επέμενε απελπιστικά μόνος ο αείμνηστος καθηγητής Γεωλογίας Αντώνης Φώσκολος.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο μάλλον που ο Ερντογάν έχει αυξήσει την επιθετική ρητορική του για την ανύπαρκτη “Γαλάζια Πατρίδα”, μεταξύ Κρήτης και Κύπρου, ειδικά το τελευταίο διάστημα.
“Drill, baby, drill!”
Η απόφαση της Cevron έρχεται σε μια εποχή που τα ορυκτά καύσιμα επανέρχονται στο προσκήνιο, τόσο με όρους συμβολισμού στα πρότυπα του “drill, baby, drill”, όσο και στο έδαφος των προκλήσεων της ενεργειακής μετάβασης που σε κάθε περίπτωση θέτουν σε νέες βάσεις την προοπτική του “πράσινου” αφηγήματος, με το πρώτο βέβαιο δεδομένο ότι το φυσικό αέριο παραμένει συστατικό μέρος της “ενεργειακής εξίσωσης” ως “καύσιμο-γέφυρα”, παρά περί του αντιθέτου φιλοδοξίες.
«Τα δεδομένα που έως σήμερα υποεκτιμούσαν τη σημασία και τη ζήτηση του φυσικού αερίου σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο ανατρέπονται άρδην όχι μόνο από την αμερικανική αλλαγή πλεύσης κατά τη δεύτερη προεδρία Τραμπ, αλλά και από την αυξανόμενη ανάγκη για αξιόπιστη και αδιάκοπη ηλεκτροπαραγωγή υψηλής απόδοσης για την τροφοδοσία κέντρων δεδομένων και μονάδων ΑΙ. Αυτήν την αξιοπιστία διασφαλίζει μόνο το φυσικό αέριο σε πολύ μικρότερο κόστος και ρίσκο συγκριτικά με τα πυρηνικά. Το ενδιαφέρον και η δυνητική είσοδος της Chevron σε αρχικό στάδιο στα τεμάχια νοτίως της Πελοποννήσου αποτελεί μια πολύ θετική εξέλιξη για τη δυναμική του εγχώριου προγράμματος εξερεύνησης, το οποίο φτάνει κοντά στο κρίσιμο σημείο, όπου η Exxon θα πρέπει να λάβει τις αποφάσεις της για τις γεωτρήσεις στα τεμάχια νοτιοδυτικά της Κρήτης», αναφέρει ο καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και σύμβουλος του ΥΠ.ΕΝ. κ. Θοδωρής Τσακίρης.
Η απόφαση της Cevron έρχεται σε μια εποχή που τα ορυκτά καύσιμα επανέρχονται στο προσκήνιο, τόσο με όρους συμβολισμού στα πρότυπα του «drill, baby, drill», όσο και στο έδαφος των προκλήσεων της ενεργειακής μετάβασης, που σε κάθε περίπτωση θέτουν σε νέες βάσεις την προοπτική του “πράσινου” αφηγήματος
Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιλογή της Chevron να εκδηλώσει ενδιαφέρον για τη θαλάσσια περιοχή νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου και έως δυτικά της Κρήτης δεν είναι τυχαία, καθώς το εν λόγω “οικόπεδο” συνορεύει με τα θαλάσσια οικόπεδα “Νοτιοδυτικά Κρήτης” και “Δυτικά Κρήτης”, που έχουν παραχωρηθεί και βρίσκονται υπό εξερεύνηση από την ExxonMobil (operator και μερίδιο 75%) και τη Helleniq Energy (25%).
Το ιστορικό των παραχωρήσεων
Οι εν λόγω παραχωρήσεις πραγματοποιήθηκαν το 2019 με τις εργασίες στη μεν περίπτωση του μπλοκ “Δυτικά Κρήτης” να βρίσκονται ακόμη στην πρώτη φάση έως τις 9 Απριλίου 2025 και στη δε περίπτωση του μπλοκ “Νοτιοδυτικά Κρήτης” να επίκειται εντός του πρώτου εξαμήνου η απόφαση για τη διενέργεια ή όχι ερευνητικής γεώτρησης.
Χρειάζεται να σημειωθεί ότι στο σενάριο που “μπει τρυπάνι” και επιβεβαιωθούν απολήψιμα αποθέματα φυσικού αερίου ή αλλιώς, με βάση την ορολογία της βιομηχανίας πετρελαίου «πετρελαϊκό σύστημα» τότε, όπως επισημαίνουν πηγές του κλάδου, αυτομάτως αποκτά νέα αξία το σύνολο της περιοχής εντός και πέριξ των εν λόγω θαλάσσιων περιοχών και επομένως και οι βόρειες περιοχές που αιτήθηκε προς εξερεύνηση η Chevron. Άλλωστε, η παράπλευρη οριοθέτηση οικοπέδων συνιστά διεθνή πρακτική, καθώς τα κοιτάσματα εδράζονται σε μια ευρύτερη γεωλογική λεκάνη, που ξεπερνά τα όρια μιας παραχώρησης, όπως συμβαίνει ήδη σε μια σειρά περιπτώσεις ανά τον κόσμο.
Επιπρόσθετα, η εμπλοκή και της Chevron στο εγχώριο πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης υδρογονανθράκων αναμένεται να μεταφραστεί προοδευτικά σε επενδύσεις της τάξης των 165 εκατ. ευρώ, που αφορούν τις δαπάνες της εταιρείας για την υλοποίηση των τριών φάσεων ερευνών, προκειμένου να διασταυρώσει την ύπαρξη ή μη κοιτάσματος φυσικού αερίου. Ειδικότερα, όπως επισημαίνουν στελέχη του κλάδου, η πρώτη φάση που αφορά στην πρόσκτηση 2D σεισμικών ερευνών εκτιμάται περίπου στα 10 εκατ. ευρώ κόστος, με την επόμενη φάση για τη συλλογή 3D σεισμικών ερευνών να φτάνει περί τα 15 εκατ. ευρώ.
Αν η επεξεργασία και η αξιολόγηση των δεδομένων που θα συγκεντρωθούν από τις δύο πρώτες φάσεις “δικαιολογούν” το επόμενο βήμα, που είναι η υλοποίηση της ερευνητικής γεώτρησης, τότε ο σχετικός “λογαριασμός” αυξάνει κατά περίπου 100-140 εκατ. ευρώ, προκειμένου η Chevron να φτάσει στο σημείο εξόρυξης και εκμετάλλευσης των υποθαλάσσιων αποθεμάτων φυσικού αερίου.
Παγκόσμια στροφή
Η κίνηση της δεύτερης μεγαλύτερης παγκοσμίως ιδιωτικής εταιρείας στον κλάδο των υδρογονανθράκων αντανακλά και επιβεβαιώνει τη συνολικότερη στροφή που πραγματοποιείται στο παγκόσμιο ενεργειακό “γίγνεσθαι”, με τις πετρελαϊκές εταιρείες να επαναφέρουν στην επενδυτική τους ατζέντα την εξόρυξη υδρογονανθράκων, περιορίζοντας τις “πράσινες” φιλοδοξίες τους, οι οποίες μερικά χρόνια πριν είχαν πάρει... κεφάλι στα νούμερα.
Μάλιστα, όπως επισημαίνουν πηγές του κλάδου, η εν λόγω εικόνα, με τα “πράσινα” σχέδια να κερδίζουν έδαφος έναντι της εξόρυξης, είχε οδηγήσει τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας να κάνει λόγο ότι οδεύουμε κάτω από το όριο ασφαλείας ως προς την παραγωγή φυσικού αερίου και πετρελαίου με τον φόβο σπανιότητας πόρων σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Βέβαια, η στροφή επήλθε στο φόντο των ενεργειακών προκλήσεων που ξεπροβάλλουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη και έχουν οδηγήσει, μεταξύ άλλων, σε αύξηση των επενδύσεων στον κλάδο έρευνας και ανάπτυξης υδρογονανθράκων από 300 δισ. ευρώ το 2020 σε 425 δισ. ευρώ το 2024, ποσό υψηλότερο από τον μέσο όρο της πενταετίας 2015-2019.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η εικόνα αισιοδοξίας με την έλευση της Chevron θα “μετρηθεί” απέναντι σε μια σειρά γραφειοκρατικές διαδικασίες, “αγκυλώσεις” και εν γένει καθυστερήσεις που έχουν οδηγήσει στην έξοδο από τη χώρα μια σειρά εταιρείες του κλάδου, όπως Total και Repsol τα προηγούμενα χρόνια με τις παραχωρήσεις οικοπέδων να περιορίζονται σήμερα σε 5 από 13 το 2020 και το “πηλίκο” ως προς την παραγωγή να παραμένει στο μηδέν, 15 χρόνια μετά που άνοιξε η σχετική συζήτηση περί αξιοποίησης εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Θα πρέπει να γίνει σαφές πως τα μεγάλα ονόματα δε συνεπάγονται αυτομάτως και την επιτυχία του εγχειρήματος ούτε και καθιστούν περιττό ένα συνολικότερο σχεδιασμό που να έχει αρχή, μέση και τέλος στα πρότυπα ενός πραγματικού στρατηγικού εθνικού προγράμματος έρευνας και ανάπτυξης υδρογονανθράκων.
Η απουσία τέτοιας στρατηγικής έχει ήδη έναν μακρύ κατάλογο αρνητικών συνεπειών:
Οι αναίτιες καθυστερήσεις στην έκδοση περιβαλλοντικών αδειών (στο Κατάκολο για παραγωγή υδρογονανθράκων εκκρεμούν από το 2019), μη εξασφάλιση αναγκαίων λιμενικών υποδομών (επιστροφή παραχώρησης Πατραϊκού κόλπου πριν την εκτέλεση γεώτρησης σε δομή 140 εκατ. βαρελιών πετρελαίου), μακροχρόνιες διαδικασίες εκδίκασης προσφυγών που φτάνουν τα τρία και τέσσερα χρόνια και μπλοκάρουν τις ερευνητικές εργασίες (Ιωάννινα και Κρήτη), διοικητικές αλλαγές κρατικού μηχανισμού που επιβράδυναν τις έρευνες (ΥΠ.ΕΝ., ΕΔΕΥΕΠ), αποχώρηση Ελληνικού Δημοσίου από τη διοίκηση της ΕΛ.ΠΕ., με συνέπεια την άμεση αλλαγή εταιρικής στρατηγικής (επιστροφή χερσαίων περιοχών Δ. Ελλάδας, χωρίς την εκτέλεση ελάχιστων συμβατικών ερευνητικών εργασιών, αποδυνάμωση ερευνητικής ομάδας).
Επιπλέον, η αδράνεια της ΕΔΕΥΕΠ, η οποία όχι μόνο περιόρισε την προώθηση της χώρας με ηχηρή απουσία από συνέδρια και συναφείς εκδηλώσεις, αλλά κυρίως δεν προκήρυξε νέους διεθνείς διαγωνισμούς για παραχώρηση και άλλων περιοχών (Ιόνιο, Θερμαϊκός, νότια Κρήτης), όπως ήταν προγραμματισμένο και ανακοινωμένο από το 2019, αλλά ούτε καν προχώρησε στον αυτονόητο επίσημο χαρακτηρισμό των επιστραφεισών περιοχών ως «διαθέσιμων» και εκ νέου παραχώρησή τους μετά από «ανοιχτή πρόσκληση» και διαγωνισμό, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του 2011, επί υπουργίας Γιάννη Μανιάτη, όταν τότε γίνανε τα όποια σοβαρά βήματα στον χώρο.
Οι δηλώσεις υπουργών μας, ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να γίνει παραγωγός υδρογονανθράκων, επιδείνωσαν διαχρονικά το ήδη βαρύ επιχειρηματικό κλίμα από τις επιλεκτικές κινήσεις και προσφυγές οργανώσεων και “συλλογικοτήτων”. Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω επιχειρηματικών και πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης είναι το 2021 να αποχωρήσουν οι Repsol και TotalEnergies από τη χώρα, η ΕΛ.ΠΕ. να επιστρέψει δύο χερσαίες περιοχές στη Δυτ. Ελλάδα και τον Πατραϊκό κόλπο, ενώ η Energean επέστρεψε άλλη μια περιοχή στη Δυτ. Ελλάδα.
Οι συνεχείς, αδικαιολόγητες τεχνικά, αποεπενδύσεις αναγκάζουν τελικά τον ίδιο τον πρωθυπουργό, εν μέσω της ενεργειακής κρίσης και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, να κηρύξει τον Μάρτιο 2022 την “επανεκκίνηση” (!!!) των ερευνών υδρογονανθράκων. Πριν “αλέκτορα φωνήσαι...”, ο πρωθυπουργός ανατρέπει τον εαυτό του, καθώς διαμηνύει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να παραχωρηθούν νέες περιοχές προς έρευνα και ότι, εάν ανακαλυφθεί πετρέλαιο, δε θα επιτραπεί η παραγωγή του.
Οι γνωστοί λόγοι για τις καθυστερήσεις
Μέσα σε αυτό το δυσμενές επενδυτικό κλίμα, οι εταιρείες, που εξακολουθούν να τηρούν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις σε ορισμένες θαλάσσιες περιοχές (Περιοχές 2, Ιόνιο και 10 στο Ιόνιο πέλαγος και Δ και ΝΔ Κρήτης), εκτέλεσαν το 2023 γεωφυσικές και γεωχημικές έρευνες με επιτυχία και αποτελέσματα εξόχως ενθαρρυντικά, σύμφωνα και με δηλώσεις αρμόδιων στελεχών. Οι εταιρείες όμως δεν έχουν προχωρήσει στο επόμενο καθοριστικό βήμα, που είναι η εκτέλεση γεωτρήσεων.
Οι λόγοι της καθυστέρησης επενδυτικής απόφασης για διενέργεια γεωτρήσεων είναι γνωστοί και συγκεκριμένοι. Δε χρειάζονται να γίνονται σενάρια και υποθέσεις.
Αδιαφορία για βελτίωση υποστηρικτικών λιμενικών υποδομών, καθυστερήσεις στην εκδίκαση προσφυγών και στις διαδικασίες αδειοδότησης, αποτρεπτική πολιτική για νέους μεγάλους επενδυτές, αλλά κυρίως και πάνω απ’ όλα αβεβαιότητα για την κυβερνητική στήριξη των επιχειρησιακών δραστηριοτήτων, καθώς και την τήρηση των όρων των κυρωμένων από τη Βουλή των Ελλήνων Συμβάσεων Μίσθωσης (π.χ. εάν μια επένδυση δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ για την εκτέλεση ερευνητικής γεώτρησης ανακαλύψει κοίτασμα πετρελαίου, η κυβέρνηση θα απαγορεύσει ή όχι την παραγωγή;).
Σε μια εποχή που η Ευρώπη πλημμυρίζει από αμερικανικό, νορβηγικό, καταριανό, αζέρικο και αλγερινό υγροποιημένο φυσικό αέριο LNG, η Ελλάδα μετρά ήδη 5 χρόνια ύπνωσης, αδιαφορίας κι εχθρικότητας, απέναντι στο μεταβατικό καύσιμο που θα χρησιμοποιούμε για τα επόμενα τουλάχιστον 50 χρόνια, “κατακτώντας” ταυτόχρονα τη χειρότερη ενεργειακή θέση στον βαθμό εξάρτησής μας από τρίτες χώρες. Στην Ελλάδα, που προφανώς δε χρειάζεται τα πάνω από 60 δισ. ευρώ που πρόκειται να εισπράξει τα επόμενα 25 χρόνια ως δημόσια έσοδα για τις συντάξεις των Ελλήνων συνταξιούχων, όπως έχει η Βουλή νομοθετήσει, επί Γιάννη Μανιάτη και πάλι, κατά το πρότυπο της Νορβηγίας. Προφανώς, σκοπεύει να τα εισπράξει από αύξηση της φορολογίας και αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων. Ούτε ενδιαφέρεται για τα περίπου 15 δισ. ευρώ που θα εισπράξουν οι Περιφέρειες, στις οποίες εντοπίζονται κοιτάσματα, κονδύλια που θα δίνονται είτε απευθείας, είτε μέσω του Πράσινου Ταμείου για έργα ανάπτυξης και περιβάλλοντος.
Στην Ελλάδα, που δε ενδιαφέρεται για τη δημιουργία των άνω των 30.000 νέων καλοπληρωμένων, εξειδικευμένων θέσεων εργασίας και μάλιστα στο αρχικό στάδιο.
Στην Ελλάδα, που αδιαφορεί για την πραγματική γεωπολιτική της αναβάθμιση εντός της Ε.Ε., ως βασικός τροφοδότης των ευρωπαϊκών οικονομικών με το πολυτιμότερο καύσιμο.
Στην Ελλάδα, που δεν ενδιαφέρεται να προσελκύσει εκατοντάδες εκατομμύρια επενδύσεων σε ναυπηγεία, σιδηροκατασκευές, ναυσιπλοΐα, μεταφορές, ειδικών αγωγών ανοχής και ειδικών επαγγελμάτων σε τέτοιες πιέσεις ακόμη και υδραυλικών ειδικής γνώσης.
Στην Ελλάδα της μακαριότητας, της επικοινωνιακής πομφόλυγας και του ανέξοδου αυτοθαυμασμού, όπου οι παλινωδίες τελικά δρουν καταλυτικά για την πλήρη αδράνεια και απραξία...