ilikiomenos

Ο μπάρμπα Γιάννης

Απόψεις
Ο μπάρμπα Γιάννης

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πάνε τρία χρόνια που έφυγε η κυρά του κι ο μπάρμπα Γιάννης ζει περιμένοντας την ώρα που θα πάει να τη βρει

Ενενήντα οκτώ χρονών βλέπεις έφτασε, αξιώθηκε να αποκτήσει μέχρι και τρισέγγονο, έζησε πολέμους, κακουχίες, μα και γλέντια και χαρές, μια ζωή γεμάτη δηλαδή, που δεν κουράζεται να αναστοράται και να διηγείται. 

Ήταν λεβέντης στα νιάτα του και μέχρι και που έκλεισε τον καφενέ του και αποσύρθηκε στο ορεινό χωριό του, ο μπάρμπα Γιάννης δε θύμιζε άνθρωπο της τρίτης ηλικίας. Περνούσες δίπλα του και μοσχοβόλαγε αρώματα.

Ήταν δραστήριος στο χωριό, πάλευε χρόνια για τα προβλήματα της τότε κοινότητας ως κοινοτικός σύμβουλος. Μέχρι και κοινοτάρχης διετέλεσε. Υπήρξε δε φανατικός Μητσοτακικός. Του τηλεφωνούσαν οι τοπικοί βουλευτές κάθε χρόνο στη γιορτή του και στο τζαμάκι των ντουλαπιών με τα ποτήρια στο γαλάζιο καφενείο του φιγουράριζε η φωτογραφία της Μαρίκας και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. 

Στον πρώτο όροφο του δημοτικού γηροκομείου κάθεται πάντα στον καναπέ δίπλα από την τηλεόραση, για να παρακολουθεί τις ειδήσεις και έτσι έχει άποψη για όλους. Πολύ τον ξένιζε η περίπτωση του Κασσελάκη και του συντρόφου του, μα και γι’ αυτό ακόμα μπορούσε να έχει τεκμηριωμένη θέση. Τους ΠΑΣΟΚτζήδες ούτε να τους έβλεπε ήθελε, γι’ αυτό και ήταν σε κόντρα με τον δεύτερο γαμπρό του που ήταν οργανωμένο μέλος κι όλο σε αφισοκολλήσεις και συγκεντρώσεις πήγαινε σε κάθε προεκλογική περίοδο. 

Ήθελε να αρθρογραφεί στις τοπικές εφημερίδες και να σχολιάζει αυτά που δε φρόντιζαν να κάνουν οι δημοτικοί άρχοντες. Κι όταν πια τα μάτια του δεν τον βοηθούσαν, τα υπαγόρευε στην εγγονή του και τα έγραφε για λογαριασμό του. Μέχρι που έφυγε η κυρά του, οπότε ο μπάρμπα Γιάννης ζούσε στο χωριό, καθόταν πάντα στην κεφαλή του τραπεζιού, έχοντας μπροστά του το τηλέφωνο - αυτή την μπεζ συσκευή που γύρναγες με το δάχτυλο τους αριθμούς. Η κοινωνικότητά του έβρισκε έτσι τρόπο να εκφραστεί. 

Με τα χωράφια δεν τα πήγαινε καλά, ούτε με τα ζώα, που τα είχε αναλάβει όλα η κυρά του. Εκείνος, εκτός από τον καφενέ, από τον οποίο εξασφάλιζε ένα καλό εισόδημα, αγαπούσε να ασχολείται με τις μέλισσές του. Είχε πολλές και γνώριζε τη φιλοσοφία της μελισσοπαραγωγής τόσο καλά, όσο λίγοι. Μεγάλη στιγμή ήταν για κείνον ο τρύγος των μελισσών και τώρα πια είναι μεγάλος ο καημός του που όλα αυτά είναι για εκείνον μακρινά. 

Τα παιδιά του μεγάλωσαν, οι υποχρεώσεις τους το ίδιο και η επιλογή του γηροκομείου ήρθε μοιραία περίπου ένα χρόνο μετά το φευγιό της κυράς του. Βαρύ πράμα για τον μπάρμπα Γιάννη, τον περήφανο άνθρωπο, να ζει μόνος ανάμεσα σε ξένους και μακριά από το σπίτι που με τα χέρια του είχε φτιάξει. Πώς να αντέξει η πάστα του τη μοναξιά του γηροκομείου; Απαξίωση νιώθει τώρα στα ύστερά του κι είναι κομμάτι δύσκολο να το αντέξει. «Ας με πάτε στο σπίτι μου κι εγώ θα βρω τον τρόπο να πορεύομαι», λέει και ξαναλέει, ελπίζοντας πως αργά ή γρήγορα θα ’ρθει η στιγμή. «Πώς περνάς παππούλη μου;», τον ρώτησα πάλι χθες, ανήμερα της ονομαστικής του γιορτής. «Πληκτικά παιδάκι μου», μου είπε. 
 

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News