Καλιά ξεκαλίκωτοι …
Κουράστηκε η Παρασκιώ από τη περισσά χρυσόσκονη. Έκλεισε τα αυτιά και τα μάτια στα εορταστικά εντέλλεσθαι. Να ντυθείς φαντασμαγορικά. Να φας υπέρλαμπρα. Να ξεφαντώσεις χωρίς αύριο. Να περάσεις αξέχαστα. Να αγοράσεις, να ξοδέψεις, να πάρεις, να δώσεις. Οι δέκα εντολές ωχριούν… Πως εγινήκανε ετούσασες οι μέρες ως τόσονα βαριές και ασήκωτες; Χριστόγεννα τα λέγε ο πατέρας της. Έτρωγε ένα γράμμα και γίνονταν ακόμη πιο ελαφριά στο λόγο, γιατί στη πράξη ήταν σίγουρα. Άλλες εποχές. Άλλοι άνθρωποι. Πιο ελεύθεροι. Χωρίς τα δεσμά ενός συστήματος που σου βάζει τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι για να σε φέρει στα μέτρα του. Καλιά ξεκαλίκωτοι σκέφτεται ώρες ώρες. Με στερήσεις ναι. Με ζόρια πολλά. Αλλά με ψυχές ανάλαφρες. Το σήμερα δεν το μπατονιάρει. Μας έφαγε η αφθονία, το περιτύλιγμα και τση πέρδικας το ζάλο…
Με το βρισκούμενο
Παρέες με το βρισκούμενο. Γλέντια με το τίποτα. Κάλαντά με αυτοσχεδιασμούς. “Μας τα πανε” δεν υπήρχε. Ευχές ουσιαστικές. Κεράσματα ταπεινά. Λάδι από το πιθάρι, καρύδια και σταφίδες, κουραμπιέδες και μελομακάρονα δίνανε στους καλαντάρηδες. Αυτός ήταν ο πλούτος τους όχι το χρήμα. Δεν κινούσε ακόμη τα πάντα. Δεν ήταν υπερδύναμο. Ώ τσοι παντέρμες εποχές και να γυρίζανε οπίσω. Δεν είναι μόνη της η Παρασκιώ σε αυτό το νοσταλγικό ταξίδι…Μια καθαρή σκέψη είναι αρκετή για να καταλάβει κανείς πως κι ο γυαλός είναι στραβός και στραβά αρμενίζουμε…Χάθηκε το μέτρο και παραφωνίες σε άκρως επιτυχημένη ενορχήστρωση ορίζουν το τέμπο της ζωής μας.
Μια καλή χέρα χωρίς πλαφόν
Εξεβαρέθηκε η Παρασκιώ να θωρρεί τον Άη Βασίλη με τα χίλια πρόσωπα. Να τον ερίχνουνε ουρανοκατέβατο αεροπλάνα και ελικόπτερα, να τον φέρνουν θαλασσοπόρο τζετ σκι και βάρκες, να τον οδηγούν πυροσβεστικά, τρίκυκλα, τριαξονικά και λιμουζίνες. Να σέρνει κάρα κι έλκηθρα, να τον επετσοσέρνουν οι διαφημίσεις και το μάρκετινγκ. Πουλά αυτός και κάνει τις πωλήσεις να τρελαίνονται. Να πάρεις ήντα τω κοπελιώ πάλι οφέτος; Να τα συγκινήσεις πως; Πάλι στα παλιά ταξιδεύει ο νους κι ο λογισμός της. Σε σπίτια που δεν ήταν γεμάτα παιχνίδια σε αχρηστία και περιττά αντικείμενα. Που το θέλω είχε βαρύτητα και το δώρο αξία όσο μικρό κι αν ήταν. Τότε που ο Αη Βασίλης όπως σήμερα μας εμφανίζεται δεν είχε καν εφευρεθεί. Αλλά υπήρχε…σε ένα καινούριο ζευγάρι παπούτσια. Μια κούκλα. Μια καλή χέρα χωρίς πλαφόν…
Μη πάρει κι ας μη φέρει πράμα!
Ταχιά ταχιά ν’ αρχιμηνιά ταχιά ν’ αρχή του χρόνου… Τι να ζητήσει από το καινούριο χρόνο η Παρασκιώ; Πράμα! Μη συνορίζεσαι... Μη πάρει μόνο κι ας μη φέρει πράμα. Την υγειά μας, τους ανθρώπους μας και γαλήνεμα. Ας μην είναι γεμάτο το γιορτινό μας τραπέζι φτάνει να μην έχει καρέκλες αδειανές… Να μη λείπουν αυτοί που δε πρέπει …
Το βάρυνε η Παρασκιώ μα του πρεπε…Καλή χρονιά και ψυχές καθάριες γύρω μας η ευχή της… Και τον “ογρουσούζη” τον άθρωπο μακριά, όχι επειδή πλησιάζει αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά και το κακό του ποδαρικό τη τρομάζει αλλά γιατί κι αυτουνού αυτό του πρέπει σαν γούζεται με πράγματα μικρά και την ουσία τη ξεχνά ντίπι.