Να χαλάσεις το γιορτινό κλίμα, να μην το χαλάσεις, από την αγορά και τη γειτονιά, ως την οικογένεια και την κοινωνία; Μέρες που είναι από πού να αντλήσεις άραγε τον τόνο; “Αιμοδότης” της είδησης, της ανάλυσης, του άρθρου και της επιφυλλίδας ακόμη είναι το ρεπορτάζ, αυτό και μόνο αυτό. Όταν μάλιστα είναι αδιαμεσολάβητο, από την κοινωνία, θρυμματίζει κάθε έννοια θεάματος, σε μια εποχή που το στημένο θέαμα από εικονική πραγματικότητα έγινε η πραγματική μας “κανονικότητα”.
«Ό,τι χάνεται στη ζωή ξαναβρίσκεται στο θέαμα», μας έλεγε ο Γκι Ντεμπόρ. Ο άγριος πληθωρισμός, τα εθνικά ζητήματα, τα προβλήματα στον χώρο της Υγείας, της Παιδείας, της ακρίβειας και ούτω καθεξής, έρχονται να καλυφθούν από τη φτιασιδωμένη εικόνα της πειθούς του πολιτικού και κοινωνικού θεάματος. Ο Γκι Ντεμπόρ έγραφε πως «το θέαμα υποκαθιστά την πραγματική δραστηριότητα».
Το θέαμα δεν απέχει πολύ από την μπουρλέσκ εικόνα. Έχει μια λειτουργικότητα στον βαθμό που μάλλον πρώτος την έθεσε ο Ρενέ Ντεκάρτ όταν υποστήριξε ότι «η επιτυχία στην πολιτική και την κοινωνική πραγματικότητα είναι, όταν συμβεί η μετάβαση από τη δράση στην... παρατήρηση». Αυτό λοιπόν το μοτίβο της αναγωγής σε κάτι που πρέπει να παρακολουθείται μόνο και όχι να βιώνεται έχει εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου και ειδικά σήμερα, σε ρίζωμα και σε συνθήκη μιας γενικευμένης αφαίρεσης.
Το θέαμα εκφέρεται πάντα με το β’ πληθυντικό της Προστακτικής. “Δείτε”, “παρακολουθείστε”, “δοξάστε”, κάθε εικόνα του θεάματος έρχεται σαν χαστούκι ξυπνήματος ή σαν ηλεκτροσόκ. Στο θέαμα δε σκέφτεσαι. Ή θα έχεις μια θετικιστική αναγωγή ή μια υπερβολή του θυμικού. Και αυτό γιατί γίνεται το καλύτερο αναισθητικό του πανικού της μοναξιάς και των ουρλιαχτών της ανασφάλειας των πολιτών. Η «ζώνη επαλήθευσης της σκέψης» περνά από το θέαμα. Το θέαμα όμως δε διατρέχει οριζόντια τις “πάνω ρούγες” του κοινωνικού μας γίγνεσθαι, αλλά όλες τις “ρούγες”, μια φωτογραφία ισούται με χίλες λέξεις κι εγώ απευθυνόμενος στο αδιαμεσολάβητο ρεπορτάζ- “αιμοδότη” σάς παραδίδω τις σκέψεις αυτούσια, ενός χρόνια φίλου και ακροατή μας στον 98,4, του Κούλη Κωνσταντινίδη, που αν και Σαλονικιός, ζει και εργάζεται αυτήν την περίοδο στην υπέροχη Σαμοθράκη, αλλά δηλώνει πάντα «εραστής» της Κρήτης. Μαζί και η φωτογραφία, που τον οδήγησε σε συνειρμούς ενός τέλειου ρεπορτάζ, ένεκα των ημερών.
Γράφει λοιπόν ο Κούλης Κωνσταντινίδης:
«Τα ίδια Παντελάκη μου...
Αυτό μου θύμισε κάτι καλοκαίρια που πηγαίναμε για μπάνιο από επαρχιακούς δρόμους αφού δεν είχε τότε αυτοκινητόδρομους για τουριστικές περιοχές. Σε κάτι δρόμους με προδιαγραφές για 50 χλμ./ώρα που όποιον συναντούσες να τα τηρεί, έβριζες την τύχη σου και έψαχνες ευκαιρία να τον προσπεράσεις για να συνεχίσεις αμέριμνος με τριψήφια ταχύτητα.
Εκεί λοιπόν, στρατηγικά τοποθετημένος σε μια καλή ευθεία στο βάθος ήταν ο “καρπουζάς” με μια τεράστια χαρτοταμπέλα που φαινόταν “20 δραχμές το κιλό”. Οπότε με 3 κατοστάρικα θα έπαιρνες την καρπουζάρα για την παραλία. Πατούσες λοιπόν φρένο και στα 30 μέτρα, ενώ ήσουν στην άκρη του δρόμου πλέον, έβλεπες την ουρίτσα σχεδόν κολλητά κάτω από το κουλούρι.
Το 20 ήταν πλέον 29 και ήσουν ήδη σταματημένος, για να πάρεις καρπούζι με 50% “καπέλο”. Έλεγες ένα μπινελίκι και μια που είχες σταματήσει έπαιρνες το καρπούζι και συνέχιζες έπειτα αμέριμνος τον αγώνα ταχύτητας για να φτάσεις όσο το δυνατόν απερίσκεπτα και γρηγορότερα στην παραλία.
Δεκαετίες μετά, η συνταγή δεν άλλαξε. Σαν να λέμε “τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου”, όπως φαίνεται και από την εικόνα. Βεβαίως η γαλοπούλα είναι τώρα στα 10 με 12 ευρώ το κιλό και η εικόνα είναι παλιά. Όμως δεν είναι τα ίδια του κυρ Παντελή.
Βλέπεις αρχικά ότι δεν είναι “γιούφτος” (Ρόμα πλέον στον πολιτικό ορθολογισμό της συμπερίληψης) αυτός που πουλάει τις γαλοπούλες, εν αντιθέσει με τους παραδοσιακούς καρπουζάδες, τουλάχιστον πέριξ της Θεσσαλονίκης. Η “γυφτιά” όμως έγινε κανόνας και οι “γύφτοι” κάποιοι για να έχουμε να δείχνουμε με το δάχτυλο και να νιώθουμε καλύτερα μέσα στη μιζέρια μας, ότι δηλαδή έχει και πιο κάτω επίπεδο από εμάς. Βεβαίως αν σηκώνεις το δάχτυλο είσαι ήδη πιο κάτω, αλλά δεν το καταλαβαίνεις.
Κατά δεύτερον, δεν υπάρχει και τόση φόρα στην αγορά για να σε κάνει να κόψεις ταχύτητα και να σταματήσεις στον πάγκο αναγκαστικά. Θα σε μαγνητίσει μεν η ταμπέλα, αλλά μπορείς να συνεχίσεις παραδίπλα τη βόλτα και τα ψώνια σου. Είναι μια τακτική που παρέμεινε χωρίς νόημα στις δεκαετίες, γιατί έτσι το κάνανε οι παλαιοί “γύφτοι ή μη” και συνεχίζει στο 2024 και βάλε.
Κατά τρίτον, υποθέτω ξέμεινε από ντόπιες και πήρε τις ιταλικές, γιατί ντόπιες και ιταλικές δεν μπορούν να μπουν στην ίδια πρόταση. Πιθανόν δεν είχε όρεξη να γράφει ξανά νέο χαρτάκι και έβαλε το “Ιταλικές” κάτω από τις ντόπιες. Άσε που δεν του έβγαινε το “Γαλοπούλες” και... έφαγε το τελικό σίγμα.
Τέλος, δε χρειάζεται ανάλυση το γεγονός ότι τα ξένα κρέατα είναι πιο φθηνά από τα ελληνικά, αλλιώς δεν έχει νόημα να τα εισάγουμε στην αγορά, αλλά το καρτελάκι έχει την τιμή της ντόπιας.
Το “κερασάκι στην τούρτα” είναι η γαλοπούλα αυτή καθαυτή. Από πότε έγινε παραδοσιακό να τρώμε γαλοπούλα τα Χριστούγεννα, δεν το κατάλαβα ποτέ. Βασικά μόνο το 2017 μου έτυχε να είμαι καλεσμένος σε χριστουγεννιάτικο τραπέζι και έχουν γαλοπούλα. Δεν ξέρω αν ήταν θέμα της μαγείρισσας, αλλά έχω να πω αυτό: “Σιγά τη γαλοπούλα και το κρέας της”. Προτιμούσα με τα ίδια χρήματα, αν έκανα το τραπέζι, να αραδιάσω μια χωριάτικη αλανιάρα κότα στη γάστρα, να απαγορεύσω τα πιρούνια και μετά να γλειφόμαστε όλοι στο τραπέζι σαν τις γάτες.
Βλέπεις, λοιπόν, Παντελάκη μου, δεν είμαστε τα ίδια, αλλά και χειρότερα.
Ακόμη βάζουμε ουρίτσες στα κουλούρια, γιατί έτσι το κάνανε οι παλαιοί, ενώ το μάρκετινγκ είναι επιστήμη.
Ακόμα δεν αποκτήσαμε επαγγελματισμό και βολευόμαστε στο πόστο μας χωρίς να εξελισσόμαστε γιατί είμαστε βαρεμένοι.
Ακόμα γράφουμε με μαρκαδόρο στις λαδόκολλες και οι υπολογιστές είναι ένα πράμα με ποντίκι που κάνουμε “κλικ” για να σκοτώνουμε τη φαντασία μας, ενώ δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το πιο βασικό πρόγραμμά τους, τον κειμενογράφο.
Ακόμα πουλάμε “φύκια για μεταξωτές κορδέλες” και δε βλέπουμε το τέλος της λιανικής στα καταστήματα, αφού, εξαλείφοντας το μαγαζί, το κάθε προϊόν γίνεται πιο φθηνό μέσω ταχυδρομικής αποστολής, ακόμη και στα νωπά προϊόντα παρακαλώ.
Στο τέλος αναμενόμενο είναι να τα χάσουμε όλα και φυσικά για γαλοπούλα, ακόμα και να τη θες, θα βολευτείς με φέτες σαλάμι, αν σου μένουν χρήματα και γι’ αυτές.
Ξεκόλλα, κυρ Παντελή».