Την ώρα που στη Γαλλία ο πρόεδρός της αλλάζει τους πρωθυπουργούς σαν τα “πουκάμισα”, παρότι πολύ θα ήθελε να αλλάξει τον ίδιο τον λαό, για να του δίνει επιθυμητά εκλογικά αποτελέσματα, η “ψυχή” της Ε.Ε. αλλού “χτυπιέται”.
Μόλις προχθές στη Γερμανία, όπως ήταν αναμενόμενο, είχαμε και την τυπική πτώση της κυβέρνησης Σολτς, που ανοίγει τον δρόμο για τις εκλογές του Φεβρουαρίου, αναδεικνύοντας το πλήρες πολιτικό αδιέξοδο στη Γερμανία, που προστίθεται σε αυτό της Γαλλίας. Ο περίφημος Γαλλογερμανικός άξονας σαν καρδιά και εγκέφαλος της Ε.Ε., σε ισορροπίες χαοτικής αβεβαιότητας, προς αναζήτηση “λύσεων” που στο τέλος ενδέχεται όχι μόνο να εκπλήξουν πολλούς, αλλά να γεννήσουν “τέρατα”. Από “τέρατα” η Ευρώπη έχει παράδοση, δεν είναι μόνο οι φωτεινές εποχές, είναι και οι βαθιά σκοτεινές της, που τελικά αιματοκύλησαν τον πλανήτη δύο φορές.
Κατά τα φαινόμενα, οι Χριστιανοδημοκράτες στη Γερμανία και με “μπαμπούλα” το Afd θα επικρατήσουν, εκτός απροόπτου, στις εκλογές του Φεβρουαρίου.
Αυτό όμως δε σημαίνει και αυτόματα τερματισμό της οικονομικής κρίσης, που οδήγησε σε πολιτική. Μάλλον θα κάνουν την κατάσταση στην οικονομία πολύ χειρότερη, αλλά ως συνήθως, “παλιά μου τέχνη κόσκινο”, μετακυλίοντας το πρόβλημα σε όλη την Ε.Ε. και ιδιαίτερα στους πιο αδύναμους. Φρένο χρέους και άλλες «προτεσταντικού τιμωρητικού πλαισίου» ιδέες για τις δημόσιες δαπάνες. Σκληρότερη λιτότητα στον “μίζερο” ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Άρνηση σε κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό για άμυνα και συνέχιση στην πράσινη μετάβαση, αλλά και μεγαλοστομίες για την αμυντική ικανότητα της Ε.Ε. έναντι της Ρωσίας. Χαμηλές αμυντικές δαπάνες με τη λογική... καλύτερα να πληρώσουν οι Αμερικανοί και άλλοι σαν εμάς τους Έλληνες, για το ΝΑΤΟ.
Την εποχή της παντοδυναμίας της Μέρκελ μιλάγαμε για τον γερμανικό οδοστρωτήρα, τώρα είναι πολύ πιθανό να μιλάμε για ενδεχόμενο να “θαφτούμε” κάτω από τα συντρίμμια του γερμανικού “μοντέλου”.
Η Γερμανία... φτωχαίνει
Οι μέχρι τώρα προβλέψεις λένε πως το γερμανικό ΑΕΠ θα υποστεί πλήγμα της τάξης του 1,3% έως 1,4% μέχρι το 2027... Αυτό και μια σειρά από θλιβερές παραδοχές σε ό,τι αφορά τη γερμανική οικονομία δεν τις κάνουν σεναριολόγοι, αλλά η ίδια η Bundesbank σε έκθεσή της την περασμένη Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου.
Όπως επισήμανε, «το 2025 κομίζει σοβαρά προβλήματα για την εγχώρια δραστηριότητα. Το 2024 δεν ήταν καλή χρονιά για τη Γερμανία, και το 2025 δεν αναμένεται να είναι καλύτερο». Ειδικότερα, η γερμανική κεντρική τράπεζα μείωσε την πρόβλεψη για ανάπτυξη το επόμενο έτος στο 0,2%, από το 1,1% που είχε προβλέψει τον Ιούνιο.
Παράλληλα, ανέφερε ότι αναμένει «μια μικρή συρρίκνωση της οικονομίας φέτος - κατά 0,2% - όταν προηγουμένως εκτιμούσε ανάπτυξη 0,3%».
«Η γερμανική οικονομία δεν παλεύει μόνο με τις επίμονες οικονομικές αντιξοότητες, αλλά και με διαρθρωτικά προβλήματα», δήλωσε ο πρόεδρος της Bundesbank, Joachim Nagel, ο οποίος προειδοποίησε ότι «η εξαγωγική οικονομία είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στον αυξανόμενο κίνδυνο του προστατευτισμού, ο οποίος υιοθετείται παγκοσμίως».
Η Bundesbank επισήμανε ότι η αγορά εργασίας, την οποία προηγουμένως ανέμενε να στηρίξει την ανάκαμψη μετά την πανδημία, εξασθενεί πλέον ορατά.
Η ανεργία βρίσκεται ήδη στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τεσσάρων ετών, στο 6,1% του εργατικού δυναμικού, ενώ ένα κύμα απολύσεων στον βιομηχανικό τομέα - με πιο αξιοσημείωτη την περίπτωση της Volkswagen - έχει ανησυχήσει την πολιτική τάξη και κλονίσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών.
«Μετά από πολλά χρόνια ιδιαίτερα ευνοϊκών στοιχείων για την αγορά εργασίας, αυτή η επιδείνωση φαίνεται ιδιαίτερα εντυπωσιακή», ανέφερε η Τράπεζα, προβλέποντας περαιτέρω μείωση της απασχόλησης κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Κι έρχονται και... δασμοί;
Η Bundesbank αφιέρωσε ένα τμήμα της έκθεσής της στην απειλή εμπορικών δασμών από τη μεγαλύτερη εξαγωγική της αγορά, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προειδοποίησε ότι, εάν η κυβέρνηση Τραμπ προχωρήσει με τους γενικούς δασμούς, όπως έχει υποσχεθεί, η γερμανική οικονομία θα «υπέφερε πιθανότατα σημαντικά».
Εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα υποστεί πλήγμα της τάξης του 1,3% έως 1,4% μέχρι το 2027.
Πολλοί Γερμανοί ήθελαν να βλέπουν τη χώρα τους ως παγκόσμιο ηγέτη στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής. Παρά το γεγονός ότι η χώρα ευθύνεται μόνο για το 1,5% των ανθρωπογενών εκπομπών CO2 παγκοσμίως, οι υποστηρικτές της κλιματικής δράσης υποστήριξαν ότι θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο για άλλες χώρες. Αυτοί οι αυτοανακηρυγμένοι “σωτήρες του κόσμου” πίστευαν ότι, αν η Γερμανία ηγούταν, οι άλλοι θα ακολουθούσαν σύντομα. Αλλά τώρα φαίνεται ότι έχει γίνει περισσότερο αντεστραμμένο πρότυπο παρά παράδειγμα προς μίμηση. Η οικονομική κατάσταση στη χώρα χειροτερεύει κάθε μήνα. Η ανάπτυξη είναι χαμηλότερη από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ.
Η BASF, κάποτε η μεγαλύτερη χημική εταιρεία στον κόσμο, απολύει χιλιάδες εργαζόμενους και κατευθύνει αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ επενδύσεων στην Κίνα.
Ο μεγαλύτερος παραγωγός χάλυβα της Γερμανίας, η ThyssenKrupp, ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα σχέδια για απολύσεις 11.000 εργαζομένων.
Η εταιρεία είχε λάβει 2 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιδοτήσεις, με την προϋπόθεση να μεταβεί στην παραγωγή “πράσινου χάλυβα” με υδρογόνο, κάτι που είναι απολύτως ασύμφορο.
Η BASF και η ThyssenKrupp επικαλέστηκαν για τις απολύσεις, τις εξωφρενικές τιμές ενέργειας και τη γιγαντιαία γραφειοκρατία της Γερμανίας.
Την ίδια στιγμή, έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση στον αριθμό των εταιρειών που υποβάλλουν αίτηση για πτώχευση.
Ο ρυθμός είναι 66% υψηλότερος από τον μέσο όρο του μήνα Οκτωβρίου κατά τα έτη 2016-2019, πριν από την πανδημία COVID-19.
Ο αριθμός των ξένων άμεσων επενδύσεων (FDI) σε έργα “πράσινου πεδίου” και επέκτασης έχει μειωθεί κατά 12% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Αυτό σηματοδοτεί την 6η συνεχόμενη πτώση και το χαμηλότερο επίπεδο επενδυτικής δραστηριότητας από το 2013. Η ενεργειακή πολιτική της Γερμανίας αναγνωρίζεται πλέον ως σημαντικός αποτρεπτικός παράγοντας για επενδύσεις στη βιομηχανία.
Πανάκριβη η μετάβαση
Οι εκτιμήσεις για το συνολικό κόστος της κλιματικής μετάβασης της Γερμανίας κυμαίνονται μεταξύ 1,8 τρισεκατομμυρίων ευρώ (Ινστιτούτο ifo) και 6 τρισεκατομμυρίων ευρώ (McKinsey). Αλλά το έμμεσο κόστος είναι ακόμη υψηλότερο. Ένα βασικό συστατικό της γερμανικής και ευρωπαϊκής κλιματικής πολιτικής είναι η «μετάβαση στην κινητικότητα», η οποία συνεπάγεται την υποχρεωτική μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση.
Η Ε.Ε. έχει απαγορεύσει την καταχώριση αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης από το 2035. Κατά συνέπεια, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία έχει βυθιστεί σε σοβαρή κρίση.
Η Volkswagen ανακοίνωσε σχέδια για απολύσεις δεκάδων χιλιάδων υπαλλήλων και κλείσιμο πολλών εργοστασίων στη Γερμανία.
Μεγάλοι προμηθευτές αυτοκινήτων, όπως η ZF, η Continental και η Bosch, ανακοίνωσαν επίσης απολύσεις δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων.
Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, που κάποτε ήταν παγκόσμιος ηγέτης, και την οποία όλος ο κόσμος θαύμαζε, έχει καταρρεύσει. Η “καρδιά” της γερμανικής οικονομίας χτυπά με δυσκολία. Η οικοδομική δραστηριότητα έχει, επίσης, καταρρεύσει με τρόπο δραματικό.
Από τη μία πλευρά, ο αριθμός των μεταναστών που φτάνουν στη Γερμανία συνεχώς αυξάνεται, ενώ, από την άλλη, χτίζονται όλο και λιγότερα νέα σπίτια. Υπάρχουν 20.000 κανονισμοί δόμησης που έχουν καταστήσει την οικοδόμηση πιο “κλιματικά φιλική” και υπερβολικά ακριβή.
Η προέλευση των οικονομικών προβλημάτων της Γερμανίας μπορεί να εντοπιστεί στη διακυβέρνηση της Μέρκελ, και όχι στην πρόσφατα σε πτώση κυβέρνηση του Σολτς.
Η οικονομική κατάσταση στη Γερμανία ήταν καλή λόγω των πολιτικών της στο παρελθόν. Ωφελήθηκε από τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς και τις μειώσεις φόρων που εισήγαγε ο προκάτοχός της Σρέντερ και φυσικά στο πάμφθηνο σε ειδικές τιμές αγοράς ρωσικό φυσικό αέριο, προ του πολέμου στην Ουκρανία.
Η Μέρκελ όμως, όχι μόνο απέτυχε να εισαγάγει νέες μεταρρυθμίσεις κατά τη διάρκεια της θητείας της, αλλά επιδείνωσε τα υπάρχοντα προβλήματα, ιδιαίτερα στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής.
Η ενεργειακή πολιτική της Γερμανίας αποδείχτηκε τελικά πιο ανόητη ενεργειακή πολιτική στον κόσμο. Η μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής αναφέρεται συχνά ως ο αριθμός ένα στόχος της εποχής μας, το πιο σημαντικό θέμα που θα πρέπει να καθοδηγεί όλες τις πολιτικές αποφάσεις. Ωστόσο, η απόφαση της Γερμανίας να κλείσει τα πυρηνικά της εργοστάσια κατέστησε τη χώρα εξαρτημένη από εισαγόμενη πυρηνική ενέργεια και ηλεκτρικό ρεύμα από σταθμούς παραγωγής ενέργειας που καίνε άνθρακα στο εξωτερικό και πλέον μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, χωρίς εισαγωγή πάμφθηνου ρωσικού φυσικού αερίου, ακριβές εισαγωγές του.
Τελικά αναγκάστηκε να ανοίξει και τα εργοστάσια της λιθάνθρακα.
Επίσης, εντελώς αντιφατικά, αλλά εξηγήσιμα, παρά την απαγόρευση του fracking εντός της χώρας, η Γερμανία συνεχίζει να εισάγει πανάκριβο LNG αέριο, που παράγεται μέσω fracking από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Και παρ’ όλα αυτά... δεν είναι πρώτη
Είναι τουλάχιστον η Γερμανία πρωταθλήτρια στον τομέα της προστασίας του κλίματος; Όχι, η Γερμανία κατατάσσεται στην τρίτη θέση στον Δείκτη Περιβαλλοντικής Απόδοσης, αλλά στην κατηγορία της προστασίας του κλίματος, για όλα τα πράγματα, έρχεται μόλις στην έβδομη θέση (το Ηνωμένο Βασίλειο είναι στην πέμπτη θέση). Η Γερμανία ήθελε να είναι παγκόσμιος πρωταθλητής όχι μόνο στην πολιτική κλίματος, αλλά και στην πολιτική μετανάστευσης και κοινωνικής πολιτικής. Ωστόσο, ο συνδυασμός γενναίων κοινωνικών ωφελημάτων και ανοιχτών συνόρων δε λειτούργησε.
Σήμερα, το 64% αυτών που λαμβάνουν κοινωνικές παροχές, γνωστές ως Bürgergeld (“εισόδημα πολίτη”), έχουν μεταναστευτικό υπόβαθρο. Το κοινωνικό σύστημα είναι υπερφορτωμένο.
Αντί να είναι πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο στην πολιτική του κλίματος και της μετανάστευσης, όπως είχαν ελπίσει πολλοί Γερμανοί πολιτικοί, η Γερμανία έχει γίνει τώρα μια ιστορία προειδοποίησης.
Καθ' όλη τη διάρκεια του 2023 και του 2024, η χώρα παρέμεινε βυθισμένη στην ύφεση. Η Γερμανία βρίσκεται σε πτωτική πορεία. Οι εγκυρότεροι οικονομικοί αναλυτές, όπως το Ινστιτούτο του Κιέλου για την παγκόσμια οικονομία, στέκονται και με παραδείγματα στην κατάρρευση ακόμη και των υποδομών, στην κάποτε πρωτοπόρο Γερμανία:
«Το υπόδειγμα σχετίζεται με την κατάρρευση της γέφυρας Καρόλα στη Δρέσδη, τις γκρεμισμένες γέφυρες των αυτοκινητοδρόμων και τη σιδηροδρομική γραμμή Κολωνίας-Βερολίνου.
Το ταξίδι με το τρένο μεταξύ αυτών των δύο πόλεων διαρκεί τώρα περίπου μία ώρα περισσότερο απ’ ό,τι πριν από 20 χρόνια. Αυτό συμβαίνει επειδή τα τρένα ICE, τα οποία είναι σχεδιασμένα για ταχύτητες 250 χιλιομέτρων την ώρα, σήμερα φρενάρουν στην περιοχή Weser Uplands με μόλις 80 χιλιόμετρα την ώρα.
Αυτή με τη σειρά της είναι μια ιστορία ελλείψεων επενδύσεων και πολιτικών, που δεν είχαν ποτέ αρκετά χρήματα για υποδομές, επειδή πάντα ασχολούνταν με πιο σημαντικά και “αριστοκρατικά έργα”: τα διόδια που απέτυχαν επειδή παραβίαζαν τη νομοθεσία της Ε.Ε. ή το όνειρο μιας γερμανικής Silicon Valley».
Σύμφωνα με υπολογισμούς της Ε.Ε., μόνο η Ιρλανδία θα ξοδέψει λιγότερα από τη Γερμανία για την ανανέωση της δημόσιας υποδομής της το επόμενο έτος. Για να παρατηρήσει κανείς αυτήν την εξέλιξη, χρειάζεται μόνο να αγοράσει ένα εισιτήριο τρένου ή να κάνει μια βόλτα με τρένο, τα κάποτε απαστράπτοντα, τείνουν να μετατραπούν στα πλέον βρόμικα και όλο δυσοσμία, όπως μου περιέγραφε Ηρακλειώτης, που πρόσφατα, ταξιδεύοντας σε τρεις προορισμούς, Βόρειο Ιταλία, Ελβετία και Γερμανία, βαθμολόγησε κάτω από τη βάση τα τρένα στη Γερμανία!!!
Μεταξύ των χωρών της Δύσης, η Γερμανία έχει τον χαμηλότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ, στο 64%. Αυτό είναι πολύ χαμηλότερο από τα συγκρίσιμα στοιχεία στο Ηνωμένο Βασίλειο (97%), τη Γαλλία (110%), τις Ηνωμένες Πολιτείες (125%) ή την Ιταλία (141%). Άρα, η γερμανική κυβέρνηση έχει ένα ορισμένο περιθώριο για να αντιμετωπίσει τις τρέχουσες ανάγκες της.
Επιπλέον, η Γερμανία χειραγωγεί εδώ και καιρό τους δικούς της εθνικούς λογαριασμούς, χρησιμοποιώντας “σκιώδεις” προϋπολογισμούς, τα περίφημα... κεφάλαια εκτός προϋπολογισμού.
Οι επερχόμενοι στην εξουσία Χριστιανοδημοκράτες θα πρέπει να χαλαρώσουν το φρένο του χρέους, αλλά αυτό θα άνοιγε τις “ορέξεις” και στα υπόλοιπα μέλη της Ε.Ε. Τι γίνεται όμως αν όλα αυτά αποδειχθούν φρούδες ελπίδες και η Γερμανία θελήσει να μετακυλήσει τα βάρη της, μέσα από μια αυστηρότατη δημοσιονομική πειθαρχία σε όλη την Ε.Ε. και μάλιστα με την ίδια εμμονή στην ενεργειακή πολιτική; Τότε η Γερμανία θα παραμείνει παγιδευμένη στην τρέχουσα πτωτική της πορεία, ίσως με πιο ελεγχόμενο τρόπο. Για την υπόλοιπη Ε.Ε. όμως, αυτό θα ήταν ένα πολύ αρνητικό αποτέλεσμα - κάτι σαν το τελειωτικό πλήγμα.
Και ένα τέτοιο πλήγμα, ούτε με “άσπρους”, ούτε περισσότερο με “μαύρους” κύκνους αναγγέλλεται, αλλά με την εποχή των “τεράτων”...