Αξιότιμοι κύριοι, το Ηράκλειο είναι η πόλη που μεγαλώνουμε, η αύρα της ταιριάζει με τη δική μας κι αντίστροφα, είναι το σπίτι μας που πονάμε με τις ατέλειες, τις ασχήμιες του, τις αφημένες στην τύχη τους γειτονιές και γωνιές του, αλλά και τις λιγοστές χρωματιστές πινελιές του, που μας δίνουν ακόμα τη νότα της ελπίδας.
Στέλνω το γράμμα μου με το έλκηθρο του Αϊ Βασίλη, κρίνοντας ότι έτσι θα το διαβάσετε γρηγορότερα, αλλά προστατεύω και τον εαυτό μου από ατυχήματα, εκνευρισμούς κ.λπ., μέρες εορτών.
Ειδικά τώρα, για τις μέρες εορτών, στις συνοικίες και στις γειτονιές δεν το αντιλαμβάνεται κάποιος με ευκολία, καθώς παραδοσιακά ο στολισμός με ευθύνη του Δήμου περιορίζεται σε συγκεκριμένους δρόμους και πλατείες. Ίδιος βέβαια με αυτόν προηγούμενων χρόνων, μάλλον εξαιτίας της φτώχιας μας, αλλά αρκετός για να φτιάξει τη διάθεσή μας.
Αναφορικά τώρα με την προστασία μου από ατυχήματα, πιστεύω ότι μόνο κάποιος που δε ζει αυτήν την πόλη δε γνωρίζει τα τρωτά της σημεία.
... Αγαπητέ μου Δήμε, περπατώ, χρησιμοποιώ τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, οδηγώ σε αυτήν την πόλη. Σε ρωτώ λοιπόν ταπεινά, διεκδικητικά, ανθρώπινα ή με όποιο τρόπο εσύ αντιλαμβάνεσαι την παρουσία μου σε αυτήν την πόλη, ως μονάδα και σύνολο γι’ αυτά που αντιμετωπίζω, βλέπω, ακούω, ανασαίνω:
- Είναι η πόλη που μπορούμε να περπατήσουμε με ευκολία; Τόσες τομές, τόσες λακκούβες, τόσα σκασίματα και σκαψίματα... Πού είναι τα πεζοδρόμιά της, υπάρχουν δεν υπάρχουν; Γιατί ακόμα κι όταν υπάρχουν, σκοντάφτω σε στενότητες, δέντρα, πλάκες φουσκωμένες από τις ρίζες των δέντρων, σκαλιά για την είσοδο των ανθρώπων στα σπίτια τους, εσοχές και ράμπες για τη διευκόλυνση στάθμευσης αυτοκινήτων και μηχανών, κάδων απορριμμάτων, στύλων φωτισμού... Περπατώ, περπατώ στη μέση του δρόμου, τραγουδώ συχνά, αλλά όχι αγνοώντας τον κίνδυνο του τροχαίου...
- Αγαπητέ μου Δήμε, πώς καταφέραμε και τη μετατρέψαμε με ευθύνη σου πρωτίστως, κι όχι σήμερα αλλά διαχρονικά, σε πόλη της μιζέριας και του αγκομαχητού στους δρόμους; Μα τέτοιοι δρόμοι και σε τέτοιο χάλι πουθενά αλλού στην επικράτεια... σκαψίματα, χαντάκια, τομές, φρεάτια, σχάρες, καπάκια, χάος κυκλοφοριακό, έλλειψη χώρων στάθμευσης, πεζοί που υποχρεώνονται να περπατήσουν στον δρόμο, κινδυνεύοντας ανά πάσα στιγμή...
- Αγαπητέ μου Δήμε, που ούτως ή άλλως η κριτική δε σου αρέσει, με το άλλοθι άσο στο μανίκι σου να δείχνει πάντα τους προηγούμενους, πώς τα κατάφερες έτσι;
- Πού είναι το χρώμα κι η αισθητική σου; Μόνο στον στενό ιστό της πόλης αξίζει ένα δέντρο, ένα λουλούδι, λίγο χρώμα, τα καθημερινά χαμόγελα ύπαρξής σου και ύπαρξή μας; Τα χρώματα και τα αρώματα διεκδικούν εκκωφαντικά την παρουσία τους... τις δικές τους και τις δικές μας γωνιές. Πού είναι το φως σου, κυριολεκτικά και μεταφορικά;
- Αγαπητέ μου Δήμε, πού είναι η μέριμνά σου από την αρχή και για όλους;
- Πού είναι η καθαριότητα κι η αρχοντιά μας; Έτσι το μαθαίναμε εμείς οι μεγαλύτεροι στο σχολείο, πως η καθαριότητα ισούται με τη μισή αρχοντιά - κι όχι, δεν αναφέρομαι στις καθημερινές προσπάθειες των εργαζόμενων στην καθαριότητα, γιατί αυτούς του σέβομαι περισσότερο κι από τον εαυτό μου - ούτε στους νέους άκομψους χώρους-οικίσκους ανακύκλωσης, αλλά μιλώ για τη δική σου πολιτική, που έχει τερματίσει το κοντέρ του ονείρου, του σχεδιασμού, της ελπίδας, της πρόκλησης και απλά άφησε να την τρέχουν οι εξελίξεις αντί να τις τρέχει αυτή... και μαζί σου τρέχουμε κι εμείς, καθώς ξεχάσαμε την ουσία κι αφοσιωθήκαμε στο σήμερα ακατάστατα, απρόσεχτα, χωρίς πρόνοια κι αύριο.
- Φταις, αγαπητέ μου Δήμε, γιατί άφησες την “πολιτική” να σε μετατρέψει σε πολικάντη, διαχρονικά. Εγώ σε ήθελα “σπιτονοικοκύρη” και προνοητικό “σπιτονοικοκύρη”, που ανασαίνει μαζί μου τις μυρωδιές της πόλης, απολαμβάνει ομορφιές, προλαβαίνει το λάθος πριν γίνει, τη λύση πριν το πρόβλημα γιγαντωθεί, την ιδέα πριν αυτή υλοποιηθεί. Σχεδιάζει για μένα, έχοντας κατά νου τις ανάγκες μας.
- Αγαπητέ μου Δήμε, με πονάς και προκαλείς τον θυμό μου. Εύχομαι το 2025 η μαγεία των ευχών να μείνει δίπλα σου, οδηγός σου. Να θυμάσαι ότι υπάρχουμε!