Έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από την ημέρα που βρέθηκα αντιμέτωπη με την πραγματικότητα του υγειονομικού συστήματος στην Ελλάδα για περίπου τρεις μήνες. Ένα σοβαρό, αλλά ευτυχώς περαστικό, πρόβλημα υγείας της κόρης μου μας οδήγησε να νοσηλευτούμε σε ένα νοσοκομείο στην Κρήτη.
Ήταν αμέσως μετά την πανδημία του κορωνοϊού, στην περίοδο όπου τα σύνορα είχαν ανοίξει για τους τουρίστες το καλοκαίρι μόνο, για να κλείσουν ξανά μετά την τουριστική περίοδο, λόγω των «αυξανόμενων κρουσμάτων», όπως όλοι πλέον γνωρίζουμε.
Βρεθήκαμε σε ένα δωμάτιο στην Ογκολογική Κλινική, το οποίο ήταν προορισμένο για δύο κλίνες, αλλά με κάποιον τρόπο, χωρίς καμία απολύτως άνεση, στριμώχτηκε και ένα τρίτο κρεβάτι. Οι ντουλάπες για τις αποσκευές των νοσηλευόμενων, οι οποίες κανονικά έπρεπε να είναι λειτουργικές, αποδείχτηκαν άχρηστες, καθώς το τρίτο κρεβάτι εμπόδιζε την πρόσβαση σε αυτές. Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο.
Η κόρη μου, ανήλικη, βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από μια ηλικιωμένη γυναίκα, που έβηχε συνεχώς, μέρα και νύχτα, ενώ δίπλα της υπήρχε άλλη μία ασθενής που περνούσε τον δικό της “Γολγοθά”. Για να περάσω το βράδυ, έπρεπε να καθίσω σε μια πλαστική καρέκλα, σχεδόν σπασμένη, ανάμεσα στα κρεβάτια, τους ορούς και τα κομοδίνα.
Ζήτησα από μία νοσηλεύτρια αν θα μπορούσα να πάρω μία πιο άνετη καρέκλα, που βρισκόταν πεταμένη στον διάδρομο για το βράδυ. Η απάντησή της ήταν: «Φυσικά, κοπέλα μου».
Το πρωί, ωστόσο, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Η προϊσταμένη της βάρδιας μπήκε με αυστηρό βλέμμα και μου είπε: «Αυτή την καρέκλα, όπου τη βρήκες, να την επιστρέψεις αμέσως. Δεν επιτρέπεται σε αυτό το δωμάτιο. Είναι για τα μεγαλύτερα δωμάτια».
Και αυτό έκανα. Την επέστρεψα στον διάδρομο όπου “ανήκε” για τους “προνομιούχους” των μεγαλύτερων δωματίων.
Ο σύζυγός μου ήρθε το πρωί για να δει την κόρη μας, η οποία βρισκόταν σε κατάσταση μέθης λόγω των εξετάσεων. Δε θα αναφερθώ στην ψυχολογία δύο γονιών που βλέπουν το παιδί τους σε αυτήν την κατάσταση. Άμεσα, η εν λόγω υπάλληλος ζήτησε την ταυτότητά του και rapid test, με ύφος που δε χρειάζεται περιγραφή. Μου υπενθύμισε ότι «υπάρχουν κανόνες στο νοσοκομείο και, αν δεν τους έχετε προσέξει, είναι αναρτημένοι στην είσοδο. Απαγορεύεται να είναι και οι δύο γονείς εδώ».
Τότε, το ποτήρι ξεχείλισε. Ρώτησα, λοιπόν: «Για ποιους κανόνες μιλάτε; Για το δωμάτιο που έχει στριμωχτεί τρίτο κρεβάτι, ενώ υπάρχουν άδεια δωμάτια; Για το ότι δεν έχουμε πού να βάλουμε τα πράγματά μας; Για το ότι ένα ανήλικο παιδί βρίσκεται σε άμεση επαφή με έναν ασθενή που βήχει συνεχώς, όταν υπάρχουν κενές κλίνες; Για το ότι μπορείτε να μιλάτε με τέτοιο ύφος, όταν δεν ξέρετε τι περνάμε; Και για το ότι για να περάσω τη νύχτα ζήτησα μια πιο άνετη καρέκλα και μου απαντήσατε ότι δεν έχω το “προνόμιο” αυτό;».
Η απάντηση που έλαβα ήταν εξοργιστική: «Κυρία μου, όταν αγαπάς και πονάς τον άνθρωπό σου, δεν κοιμάσαι τη νύχτα».
Αυτοί οι “άνθρωποι” που μετράνε τον πόνο σε κιλά ή σε ώρες ύπνου μάλλον διάλεξαν τον τομέα της Υγείας για να ακολουθήσουν το επαγγελματικό τους μονοπάτι, μόνο που για μας δεν ήταν επιλογή να βρεθούμε στα χέρια τους. Ιδανικά, επιλέγουν να “βοηθούν” τον άρρωστο και τον συνάνθρωπο, αλλά φαίνεται ότι αυτό γίνεται μόνο με προϋποθέσεις.
Δεν ξέρω... ίσως τελικά τα “κιλά πόνου” μου, αυτά που κουβαλάμε μέσα μας ως γονείς, να μην ήταν αρκετά για να αντέξω την αϋπνία των 10 ημερών στο συγκεκριμένο νοσοκομείο, καθώς προηγήθηκαν και ακολούθησαν και άλλες σε διαφορετικά νοσοκομεία... Ίσως ο πόνος μου να μη μετριέται έτσι, να μην έχει σημασία.
Αλλά αναρωτιέμαι: Ποιος αποφασίζει πόσο μπορεί να αντέξει κανείς;
Όταν η προϊσταμένη με αντιμετώπισε με το αυστηρό της βλέμμα, εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα ότι ο πόνος δεν ήταν τίποτα μπροστά στην αδιαφορία και την έλλειψη ανθρωπιάς. Δεν ήταν μόνο οι “κανόνες” του νοσοκομείου που με θύμωσαν. Ήταν η αίσθηση ότι ο πόνος μου, της οικογένειάς μου και κατ’ επέκταση κάθε ασθενούς μετρά λιγότερο από το πρωτόκολλο που υπαγορεύει η θέση της.
Αν θέλεις όμως να λέγεσαι άνθρωπος, τα βάζεις κάτω και τα μετράς.
Άραγε δεν πονάω όσο θα έπρεπε τον δικό μου άνθρωπο; Δεν είμαι σωστή μητέρα; Ζήτησα κάτι παράλογο; Ή μήπως, απλά, ο πόνος δε μετριέται με όσα έχουμε μέσα μας να αντέξουμε;
Και εκεί, ενώ όλα φαίνονταν να καταρρέουν γύρω μου, ήρθε μια απλή κουβέντα από μια άγνωστη γυναίκα, που νοσηλευόταν δίπλα στην κόρη μου. Με ήρεμη φωνή, μου είπε: «Κοιμήσου, πρέπει να μαζεύεις δυνάμεις». Και κάπου εκεί, ανάμεσα στην εξάντληση και τον πόνο, αναδύθηκε η ελπίδα. Υπάρχουν άνθρωποι, άγνωστοι, που με μια απλή λέξη, χωρίς να χρειάζονται τίποτα άλλο, αποδεικνύουν ότι η συμπόνια και η ανθρωπιά δεν έχουν τιμή, πρωτόκολλα και κανόνες.
Και αυτό θα κρατήσω.