Η απογοήτευση των πολιτών από την πολιτική και τις κυβερνήσεις και συχνά ακόμη και την κοινοβουλευτική δημοκρατία συνολικά είναι ένα φαινόμενο που διαχέεται όλο και περισσότερο στις δυτικές χώρες τα τελευταία χρόνια.
Τα συμπεράσματα από την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά. Και ακόμη πιο αποκαλυπτικά είναι τα δεδομένα που αφορούν στην Ελλάδα.
Η Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα (Εuropean Social Survey) διεξάγεται κάθε δύο χρόνια από το 2001, είναι μία από τις πλέον έγκριτες διεπιστημονικές έρευνες κοινής γνώμης, με τη συμμετοχή κορυφαίων ακαδημαϊκών ινστιτούτων απ’ όλη την Ευρώπη - με την Ελλάδα να εκπροσωπείται από το ΕΚΚΕ.
Τα πορίσματα του νέου κύκλου της έρευνας δόθηκαν αυτήν την εβδομάδα στη δημοσιότητα, με στοιχεία για 24 χώρες.
Τα συμπεράσματα
Εν συντομία, τα συμπεράσματα από τις απαντήσεις των Ευρωπαίων πολιτών δείχνουν μια βαθύτατη απέχθεια των Ευρωπαίων πολιτών για την πολιτική και τους πολιτικούς και μια εξίσου βαθιά δυσπιστία για τη δημοκρατία.
Με δεδομένο ότι η σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι γέννημα-θρέμμα της Ευρώπης και πάνω της βασίστηκε όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα τους τελευταίους δύο αιώνες, μια τέτοια διαπίστωση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική.
Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα για τη χώρα μας, αφού η Ελλάδα βρίσκεται στον “πάτο” της πανευρωπαϊκής κατάταξης σε θέματα ενδιαφέροντος για την πολιτική εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα, τα κόμματα και τη Βουλή.
Μια άλλη τάση που καταγράφει η έρευνα είναι η μετατόπιση του πληθυσμού στα δεξιά του πολιτικού φάσματος. Με βάση τον μέσο όρο των απαντήσεων, βρισκόμαστε στην τρίτη θέση πανευρωπαϊκά - μαζί με τη Λιθουανία - των χωρών που κλίνουν πιο έντονα προς τα δεξιά. Οι 7 στους 10 Έλληνες ενδιαφέρονται από λίγο ως καθόλου για την πολιτική.
Το ζοφερό μέλλον
Θα έχουμε την ευκαιρία, όταν παρουσιαστούν επίσημα τα αποτελέσματα της έρευνας, μαζί με τις ανάλογες αναλύσεις, να κάνουμε μια εκτεταμένη αναφορά στα ευρήματά της. Επί του παρόντος, θα σταθούμε στην «απογοήτευση από την πολική» και ευρύτερα «από τη δημοκρατία».
Ο 20ός αιώνας, αν χαρακτηρίστηκε από κάτι, είναι η πολιτικοποίηση των μαζών στην Ευρώπη, με την ανάδειξη διαφόρων ιδεολογημάτων και συστημάτων ιδεών, είτε “από τα κάτω” (σοσιαλισμός, κομμουνισμός, αναρχία) είτε “από τα πάνω” (φασισμός, ναζισμός, νεοφιλελευθερισμός). Μέχρι τον 19ο αιώνα, η πολιτική ήταν “υπόθεση των ολίγων” και αφορούσε σε δράση μέσα στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου συστήματος. Μόνο μετά τη διάδοση των αναρχικών και σοσιαλιστικών ιδεωδών και κυρίως μετά τον Μαρξ, οι λαϊκές μάζες άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η πολιτική είναι ένας τρόπος “να αλλάξουν τα πράγματα” και να βελτιωθεί η ζωή των πολλών και ότι τους αφορά και δεν είναι κάτι που πρέπει να αφήνεται σε μια μικρή ελίτ.
Βεβαίως, ταυτόχρονα με αυτό το ενδιαφέρον από τις μάζες, ξεσηκώθηκε και ένα αντίρροπο ρεύμα. Εκείνο που έλεγε ότι η πολιτική «δεν μπορεί να κάνει τίποτε» και ότι καθένας πρέπει να βελτιώνει τη θέση του ατομικά. Η διαμάχη συλλογικού και ατομικού έγινε μια διελκυστίνδα μνημειωδών διαστάσεων και βεβαίως επικράτησε (επί του παρόντος;) το ατομικό και το σύστημα που το εκπροσωπεί - ο καπιταλισμός.
Ωστόσο, η κληρονομιά της συλλογικότητας ήταν πολύ ισχυρή για να αποτιναχθεί έτσι απλά. Οπότε ζούμε σε μια πολιτικά υβριδική κοινωνία, που συνδυάζει στοιχεία αριστοκρατικού πολιτεύματος και δημοκρατίας. Ωστόσο, η δυσφήμηση της συλλογικότητας και της δημοκρατίας συνεχίζεται καθημερινά, από πάρα πολλές πλευρές συμφεροντούχων. Ευτυχώς η Ευρώπη δεν έχει γίνει (ακόμη;) ΗΠΑ, όπου οι πολίτες θεωρούν περίπου... μίασμα τη συλλογική δράση και η όποια δημοκρατία περιορίζεται σε πολύ συγκεκριμένα (στενά) πλαίσια.
Ωστόσο βαδίζουμε στον ίδιο δρόμο, πλέον.
Η άνοδος της ακροδεξιάς μπορεί να ιδωθεί μέσα από το ίδιο πρίσμα: όσο μειώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημοκρατία, τόσο αυξάνεται η επιρροή εκείνων που δεν πιστεύουν σε κανενός είδους δημοκρατία, αλλά σε εξουσίες “χαρισματικών ηγετών”, στον αυταρχισμό, στον αποκλεισμό και στη μισαλλοδοξία.
Οι πάσης φύσεως φασίστες, ωστόσο, πιστεύουν ακράδαντα και δίχως καμία μα καμία εξαίρεση στην “οικονομική ελευθερία”. Για να είμαστε ακριβείς, οι φασίστες ήταν πάντα πρωτοποριακοί στο θέμα αυτό. Η πρώτη εφαρμογή του κορπορατισμού (εταιρική διακυβέρνηση, για να το πούμε πιο... ελληνικά) έλαβε χώρα στην Ιταλία του Μουσολίνι. Η πρώτη εφαρμογή των νεοκλασικών οικονομικών (αναβίωση του lessaiz faire σε μια εποχή που όλοι πήγαιναν προς τον κεϋνσιανισμό) έγινε στη Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ, με αποτέλεσμα να λάβει τα εύσημα από τον “πολύ” οικονομολόγο Μίζες, τον γκουρού της αυστριακής σχολής.
Η πρώτη εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού έγινε στη χούντα της Χιλής (γι’ αυτό, άλλωστε, έριξαν οι ΗΠΑ τον Αλιέντε), με την εποπτεία Αμερικανών οικονομολόγων της σχολής του Σικάγο. Ναι, το οικονομικό δόγμα κάτω από το οποίο λειτουργεί σήμερα η παγκόσμια οικονομία εφαρμόστηκε κι αυτό πρώτα σε μια στρατιωτική χούντα.
Καθώς οι μάζες μπορεί να χειραγωγούνται, αλλά εν τέλει... είναι απρόβλεπτες όταν πέσει πολλή πείνα (και στο μέλλον των εργαζόμενων τάξεων... υπάρχει πολλή πολλή πείνα!), οι άρχουσες τάξεις ιδανικά θα ήθελαν να έχουν έτοιμα για δράση τα ακροδεξιά μαντρόσκυλα με τον βούρδουλα.
Και η απογοήτευσή μας με τον κοινοβουλευτισμό τούς ανοίγει διάπλατα τον δρόμο. Και ο φασισμός θεριεύει σε περιβάλλοντα αδιαφορίας, ατομικισμού και απολιτικισμού.