Ξεκίνησε δειλά-δειλά το λιομάζωμα εν μέσω πολλών προβλημάτων, μικρής παραγωγής, μεγάλης ανομβρίας, αλλά και καλής τιμής παραγωγού στο λάδι. Από συνήθεια κοιτάζεις να δεις το πρωί που ξεκινούν οι ελαιοπαραγωγοί και οι εργάτες τους για το λιόφυτο πρόσωπα χαμογελαστά, χαρούμενα και ορεξάτα για δουλειά, με την ελπίδα και την προσδοκία για καλή σοδειά, όπως τα παλιά καλά χρόνια, αυτά που προλάβαμε και ζήσαμε εμείς οι μεγαλύτεροι.
Διαπιστώνεις όμως ότι τίποτα δεν είναι όπως παλιά, αφού η πίεση της καθημερινότητας έχει “κλέψει” το χαμόγελο και το κέφι απ’ όλους, είτε αφεντικά λέγονται είτε εργάτες γης. Ήρθανε δύσκολοι καιροί... Ο κόσμος όλος έχει λυγίσει από τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας.
Μαζί με όλα τα υπόλοιπα που τον βασανίζουν, τρέχει μόλις φέξει η μέρα να προλάβει μην τυχόν και δε βρει στο συνηθισμένο μέρος τους εργάτες που είχε την προηγούμενη μέρα, επειδή κάποιο άλλο αφεντικό μπορεί να τους έδωσε 2 ευρώ παραπάνω και τους πήρε στη δούλεψή του, γιατί οι εργάτες έχουν λιγοστέψει δραματικά τα τελευταία χρόνια και η Πολιτεία προσποιείται ότι ψάχνει για λύσεις στο πρόβλημα.
Βλέποντας να λείπει η ηρεμία και το χαμόγελο από τα χείλη, όσων ξεκινούν για τα λιόφυτα κάθε πρωί, ξετυλίγονται στη σκέψη μας οι όμορφες αναμνήσεις της παλιάς εποχής. Από το μυαλό μας περνούν σαν σκιές και οι πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής, οι ξωμάχοι, που τέτοιες μέρες ξεχύνονταν στα χωράφια με κέφι για να ζήσουν ένα ανεπανάληπτο “πανηγύρι”, κι ας είχε πολλή κούραση... Το μάζεμα της ελιάς!
Παππούδες, γιαγιάδες, μανάδες, πατεράδες, αδέρφια, κουμπάροι, συγγενείς και μικρά παιδιά, που είχαν για κρεβατάκι το σαμάρι του γαϊδάρου, συνέθεταν ένα όμορφο σκηνικό
Με το τρίποδο σκαμνί στον ώμο, ανάμεσα στα ελαιόδεντρα και με την ξύλινη βέργα στα χέρια οι άντρες, άφηναν τις γυναίκες με τα τσεμπέρια στο κεφάλι και τις φουστανέλες να γυρίζουν τα λιόπανα και να “ξιπολογούν” τις λίγες ελιές που έμεναν από το ράβδισμα των αντρών στις πιο ψηλές κορφές.
Παππούδες, γιαγιάδες, μανάδες, πατεράδες, αδέρφια, κουμπάροι, συγγενείς και μικρά παιδιά, που είχαν για κρεβατάκι το σαμάρι του γαϊδάρου, συνέθεταν ένα όμορφο σκηνικό.
Κι ύστερα, όταν πας στο λιόφυτο που έδωσε ο παππούς στον πατέρα σου κι ο πατέρας σου σε εσένα, έτσι με τον λόγο τιμής, γιατί ο λόγος τους ήτανε συμβόλαιο, σκέφτεσαι ότι αυτά τα λιόφυτα είναι ποτισμένα με αίμα και ιδρώτα και ότι αυτές οι ελιές έθρεψαν γενιές και γενιές.
Με τον φρέντο καπουτσίνο λάτε στο χέρι, που στον έφεραν με ντελίβερι, θυμάσαι ότι εκεί υπήρχε ένας βράχος πάνω στον οποίο ξεκουράζονταν ο παππούς σου, ο πατέρας και η μάνα σου, δουλεύοντας από την αυγή μέχρι το σούρουπο, με μια γουλιά καφέ και μια μπουκιά ψωμί με ελιές...
Το λάδι τότε καθόριζε το πόσο καλά θα περνούσε τη χρονιά κάθε σπίτι. Η φτώχια ποτέ δε φόβισε τους παλιούς νοικοκύρηδες, αλλά η πίστη ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες για όλους ατσάλωνε τη θέλησή τους και τους έδινε δύναμη να συνεχίσουν.
Όλοι σχεδόν είχαν λιόφυτα να ραβδίσουν κι αν δεν είχαν εργατικά χέρια, συμφωνούσαν με τα αδέρφια και τους συγγενείς να κάνουν δανεικούς.
Έτσι έσμιγαν οικογένειες, συγγενείς ή φίλοι, και μάζευαν τις ελιές μεταξύ τους, χωρίς εργάτες. Σήμερα δανεικοί δε γίνονται, γιατί οι περισσότεροι μέσα σε μια οικογένεια δε γνωρίζουν καν πού βρίσκονται τα λιόφυτα των γονιών και των παππούδων τους, και φαίνεται πως έφτασε ο καιρός να μάθουν.