Κοιτάζει το ρολόι και βλέπει πως κανονικά αυτή την ώρα θα έπρεπε να στρίβει στην παράκαμψη για τον Τύμβο και να ετοιμάζεται να διαχειριστεί το κύμα συγκίνησης που κάθε φορά τον λούζει σε σημείο που να δυσκολεύεται να δει μπροστά του. Κάποιοι δρομείς στην απέναντι πλευρά τον χαιρετούν και τον επαναφέρουν στην πραγματικότητα, σε λίγο θα φτάσει στον κεντρικό δρόμο, έτοιμος από καιρό για τη συνέχεια.
Κι όμως, δεν ήταν πάντα έτσι αυτή η Κυριακή. Όπως όλες οι Κυριακές εκείνης της εποχής έτσι κι αυτή ήταν μια μέρα απόλυτης ξεκούρασης, τόσο απόλυτης που στο τέλος καταντούσε πιο ανιαρή και κουραστική κι από αναμονή στην ουρά ταμείου σε σούπερ μάρκετ παραμονή Πάσχα. Εφημερίδα, καναπέ και ραδιόφωνο, μέχρι που έτυχε να τους δει να τερματίζουν στην πλατεία Ελευθερίας, δίπλα απ’ το άγαλμα του Άγνωστου Στρατιώτη. Οι πρώτοι Μαραθωνοδρόμοι της ζωής του
- Δυστυχώς δεν μπορώ να σας δώσω το χαρτί, φοβάμαι πως δεν είστε σε θέση να αντέξετε εγχείρηση αμυγδαλοεκτομής!
Τελικά θα το πάρει το χαρτί, η εγχείρηση θα γίνει και αυτός θα αντέξει, όμως θα γίνει και η αιτία για τα όσα θαυμαστά θα ακολουθήσουν.
18 μήνες μετά θα σταθεί στη γραμμή εκκίνησης, από την Τάρμαρο, λίγο πιο κάτω απ’ τον Σεληνάρι και τερματισμό στο Ηράκλειο, στην πλατεία Ελευθερίας, δίπλα απ’ το άγαλμα του Άγνωστου Στρατιώτη. Ο πρώτος Μαραθώνιος της ζωής του, αλλά όχι κι ο τελευταίος.
Κανονικά, τώρα θα είχε φτάσει στην Παλήνη, η φιλαρμονική να παίζει, οι θαμώνες στις καφετέριες και οι περαστικοί να ρίχνουν βαριεστημένες ματιές, κάποιοι να χειροκροτούν, πλησιάζει η πρώτη, μικρή μπροστά σ’ αυτές που θα ακολουθήσουν ανηφόρα, συγχρονίζει τον βηματισμό του με την κλίση και τη διάρκεια της, βλέπεις, πάντα είχε ένα φυσικό ταλέντο σ’ αυτό, σαν κάμερα της Google καταγράφει τοπία, κτήρια, γήπεδα, αυλές, καταστήματα, αυτοκίνητα, οι συνάδελφοι δρομείς “πάνε κι έρχονται”, ο συγχρονισμός που λέγαμε, ρίχνει κάποιες κλεφτές ματιές στο ρολόι, καλά πάμε καθησυχάζει τον εαυτό του, όπου να’ ναι θα ρθει το 21ο χλιόμετρο, άντε φάγαμε το μισό, άλλα τόσα συν 195 μέτρα και τελειώσαμε. Για φέτος.
Το στάδιο Ελευθερίας με τις χωμάτινες διαδρομές, η ανηφόρα του Γιούχτα και το Αρόλιθος - Μάραθος και πίσω να έχει γίνει ψωμοτύρι, η επική και συνάμα ειδυλλιακή Σταλίδα-Μοχός-Αβδού-Χερσόνησος, κόπος, ιδρώτας, ζέστη, κρύο, λοιδορίες κι ο στόχος να είναι πάντα εκεί μπροστά σαν άστρο φωτεινό να τον οδηγεί, που και που μια σκιά να τον σκοτεινιάζει με τη μορφή ενός τραυματισμού, πρόσκαιρου βεβαίως.
-Μα τι σας συνέβη και πήρε τα βουνά;
Κανονικά, τώρα θα είχε ξεμπερδέψει με τις ανηφόρες και θα είχε πιάσει την κατηφόρα μετά το Σταυρό, σιγά σιγά η κούραση να φεύγει κι αυτός να μπαίνει σε μια άλλη διάσταση σωματική και νοητική, κάτι σαν αυτόματος πιλότος, γύρω του φωνές, ψίθυροι, λόγια ενθαρρυντικά και απογοήτευσης, στην υπόγεια διάβαση κάποιοι εξουθενωμένοι περιμένουν το θαύμα ή τη “σκούπα”, όποιο έρθει πρώτο, φάνηκε η Πινακοθήκη, η στροφή και η είσοδος στο Καλλιμάρμαρο και στο επιτέλους, ένα επιτέλους για το οποίο δούλευε έναν ολόκληρο χρόνο ψυχή τε και σώματι όπως λέγανε οι αρχαίοι ημών πρόγονοι και που το άξιζε μέχρι και την τελευταία σταγόνα ευτυχίας.
Όχι, δεν είναι τα 42.195 μέτρα της διαδρομής, ούτε τα ρεκόρ, ούτε οι θέσεις, και κάποιες φορές λόγω ειδικών συνθηκών, ούτε καν ο τερματισμός. Είναι η αλήθεια της ζωής, η πίστη στον εαυτό σου, τον μόνο που έχεις να ανταγωνιστείς, είναι η γνώση πως εδώ δεν πρόκειται να σου χαριστεί τίποτα, ότι κι αν κάνεις θα το οφείλεις σε σένα, άντε και σε ένα άγγιγμα στην πλάτη μαζί με ένα “…μια χαρά τα πας”.
- Μα για όνομα του θεού, τι τον έπιασε και θέλει να ξαναπάρει τα βουνά;