Ο κ. Βασίλης Κ. Φούσκας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου και διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου για τη μελέτη των Κρατών, Αγορών και Λαών (States, Markets & People - STAMP). Με το νέο του βιβλίο “Το Μελάνωμα της Κύπρου” των εκδόσεων “Επίκεντρο” έρχεται να δώσει φως σε κρυμμένες πτυχές της εποχής εκείνης και σε όσα επίσης βρίσκονται ακόμα βαθιά μέσα στις σκοτεινές “σήραγγες” της ιστορίας.
Μια και το θέμα του Κυπριακού είναι πάλι στο προσκήνιο, ιδιαίτερα λόγω των 50 χρόνων από την τουρκική εισβολή και με αφετηρία τα σοβαρά και στέρεα επιχειρήματα που θέτει ο συγγραφέας στο βιβλίο του, θα αναδείξουμε την πλευρά των στρατιωτικών επιχειρήσεων που διαδραματίστηκαν το καλοκαίρι του 1974 και τη δυνατότητα της Ελλάδας για αποτροπή της εισβολής, που είχε ως αποτέλεσμα την τραγική κατάληξη και τον βίαιο διαμελισμό της Κύπρου.
Εισαγωγή
Η Κύπρος, λόγω της θέσης της, διαθέτει τεράστια γεωπολιτική και γεωστρατηγική αξία. Αποτελεί συνέχεια του γεωπολιτικού χώρου της Ελλάδας και της αλυσίδας του ΝΑΤΟ στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή, μέχρι και το Ισραήλ. Βρίσκεται στον θαλάσσιο άξονα συγκοινωνιών και επικοινωνιών Γιβραλτάρ- Μάλτα- Κρήτη- Κύπρος- Σουέζ και στο μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας. Όλα τα παραπάνω γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα της Κύπρου πιθανότατα δεν περνούσαν από το μυαλό των ιθυνόντων της εποχής, γι’ αυτό και υπήρξαν αυτά τα τραγικά λάθη, γεγονός το οποίο διαπιστώνεται ακόμα και σήμερα από διάφορους άστοχους χειρισμούς.
Η Κύπρος, σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΟΗΕ, αποτελεί μια ξεχωριστή κρατική οντότητα και έτσι πρέπει να παραμείνει, όσο και αν προσπαθούν οι Τούρκοι να καταλύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, που απ’ όσο φαίνεται αυτός πρόκειται να είναι ο επόμενος στόχος τους.
Η Τουρκία, μετά από την είσοδό της στο ΝΑΤΟ, όπως και της Ελλάδας το 1952, δηλαδή πολύ πριν από την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου το 1960, ήταν φανερό ότι δε θα άφηνε οποιαδήποτε ευκαιρία για επιρροή-έλεγχο ή ακόμα και εισβολή της, προκειμένου να έχει λόγο στην προαναφερόμενη γεωπολιτική αξία της Κύπρου και να περιορίσει αντίστοιχα και τη γεωπολιτική αξία της Ελλάδας. Το “Αφήγημα” που εμπνεύστηκε είτε η ίδια η Τουρκία ή κάποιοι άλλοι ήταν “η προστασία των Τουρκοκυπρίων”. Με βάση αυτό το αφήγημα ξεκινάει μια προσπάθεια επιρροής της Κύπρου στα τότε διεθνή φόρα και κυρίως στα παρασκήνια.
Εντωμεταξύ, το ποσοστό των Τουρκοκύπριων πάνω στο νησί, ακόμα και μέχρι το 1974, ήταν μόνο στο 18% του συνολικού πληθυσμού, γνωστό αυτό στην Τουρκία, αλλά είχε θέσει καίριους στόχους τους οποίους έπρεπε και να τους πετύχει. Αποδείχτηκε, βέβαια, ότι σε καμία περίπτωση η Τουρκία δεν ενδιαφερόταν τελικά για τους Τουρκοκύπριους, διότι μετά την εισβολή οι περισσότεροι από αυτούς μετανάστευσαν είτε στην Αγγλία, είτε στην Αυστραλία και στην Αμερική, είτε σε άλλες χώρες.
Οι Στρατιωτικές Επιχειρήσεις στην Κύπρο
Χωρίζονται χρονικά σε τέσσερις (4) φάσεις και αυτό προκειμένου να γίνει κατανοητή η αλληλουχία αυτών των φάσεων, το πόσο σχετίζονται μεταξύ τους, αλλά και το ότι δεν είναι ανεξάρτητες. Επομένως αποτελούν μια συνέχεια με τις Ι και ΙΙ φάσεις να συντελούνται κατά την τελευταία περίοδο της δικτατορίας του Ιωαννίδη και με τις ΙΙΙ και IV φάσεις να διεξάγονται την πρώτη περίοδο της επονομαζόμενης “μεταπολίτευσης” Καραμανλή-Αβέρωφ (θα γίνει περιληπτική αναφορά ορισμένων κύριων στρατιωτικών επιχειρήσεων των 4 φάσεων).
Πρώτη φάση
10-20 Ιουλίου 1974: Χαρακτηρίζεται ως η προετοιμασία των τουρκικών δυνάμεων απέναντι από την Κύπρο, στη Μερσίνα, με συγκεντρώσεις προσωπικού, αρμάτων μάχης, οχημάτων, καθώς και πολεμικών πλοίων με αποβατικά σκάφη. Όλα αυτά ήταν γνωστά στην ελληνική ΚΥΠ που έδρευε στην Κύπρο και όλες οι πληροφορίες είχαν διαβιβαστεί στην Αθήνα, μάλιστα οι Τούρκοι έκοβαν και τα δέντρα στην ακτή που εμπόδιζαν για να γίνουν οι φορτώσεις των βαρέων οχημάτων-αρμάτων στα πλοία. Τονίζεται ότι την 5η Ιουλίου 1974 καλείται στην Αθήνα ο Έλληνας ανώτατος Δκτης των δυνάμεων του ΓΕΕΦ, αντιστράτηγος Γεώργιος Ντενίσης, ο οποίος δεν ήταν μυημένος σχετικά με το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, οπότε και ανατέθηκε στη συνέχεια στον επιτελάρχη του ΓΕΕΦ, τότε ταξίαρχο Μιχαήλ Γεωργίτση. Παράλληλα κλήθηκε πίσω στην Αθήνα και ο πρέσβης της Ελλάδας στην Κύπρο κ. Ευστάθιος Λαγάκος, προφανώς για τους ίδιους λόγους.
Την ίδια περίοδο, η μόνη προτεραιότητα της Αθήνας ήταν η εφαρμογή του σχεδίου ανατροπής του Μακαρίου και τη 15η Ιουλίου 1974 πραγματοποιείται επίθεση τμημάτων καταδρομών στο Προεδρικό Μέγαρο της Λευκωσίας, αλλά ο Μακάριος τελικά διασώζεται, αφήνοντας την Κύπρο αεροπορικώς μέσω των βρετανικών βάσεων, μεταβαίνοντας στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, όπου και εξέδωσε διάγγελμα τη 19η Ιουλίου 1974. Ο Έλληνας στρατιωτικός ακόλουθος στο Λονδίνο την ίδια ημέρα, 18:30, αναφέρει ότι βρετανικό τηλεοπτικό δίκτυο έδειξε πολεμικά πλοία της Τουρκίας να αναχωρούν από το λιμάνι της Μερσίνας. Όλη την ημέρα της 19ης Ιουλίου 1974 υπήρχε μεγάλη αναστάτωση σ’ όλες τις Μονάδες του στρατού στην Κύπρο και αρκετοί αξκοι και δκτες πήραν την πρωτοβουλία να πάνε στο ΓΕΕΦ για να ενημερωθούν προσωπικά, αλλά τους είπαν οι επιτελείς εκεί «Κύριοι, πάτε για ύπνο».
Δεύτερη φάση
Αττίλας Ι, 20, 05:00-22 Ιουλ. 1974: Ξεκινάει η αποβίβαση των τουρκικών δυνάμεων στην ακτή Πέντε Μίλι της Κερύνειας και όχι απόβαση, όπως λανθασμένα τη χαρακτηρίζουν πάρα πολλά κείμενα ακόμα και ελληνικά, διότι δεν υπήρξε ουδεμία αντίσταση από τα φίλια τμήματα, υπήρξε δηλαδή πλήρης απουσία ελληνικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα οι τουρκικές δυνάμεις να κατέβουν στην ακτή με μεγάλη ευχέρεια. Παράλληλα, διεξάγεται ρίψη αλεξιπτωτιστών στον θύλακα της Αγύρτας (αεροπρογεφύρωμα) πριν τη Λευκωσία και βομβαρδισμός από τουρκικά αεροσκάφη στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Σκοπός των τουρκικών δυνάμεων ήταν η συνένωση του προγεφυρώματος στην ακτή Πέντε Μίλι, με το αεροπρογεφύρωμα που άρχισε να δημιουργείται από τους Τούρκους αλεξιπτωτιστές.
Συμπερασματικά, οι τουρκικές δυνάμεις είχαν πετύχει ήδη πλήρη αιφνιδιασμό των ελληνο-κυπριακών δυνάμεων πάνω στο νησί, μέχρι την 11:00 ώρα της 20ής Ιουλίου 1974, ενώ παράλληλα από ελληνο-κυπριακής πλευράς υπήρξε πλήρης έλλειψη ηγεσίας, διοίκησης και ετοιμότητας. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα δκτες μικρών και μεσαίων κλιμακίων του Στρατού προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν τις Μονάδες τους και να αντιδράσουν, χωρίς όμως οδηγίες και κατευθύνσεις. Οι μάχες που ακολούθησαν ήταν πολλές και ιδιαίτερα της ΕΛΔΥΚ, που συντεταγμένα και με αποφασιστικότητα επιτίθεται την 20ή-21η Ιουλίου 1974 στον τουρκικό θύλακα στο Κιόνελι, έστω και με κάποια παλαιά άρματα του ΓΕΕΦ, δυστυχώς όμως μέρα μεσημέρι, υπό τα πυρά της τουρκικής αεροπορίας, χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Ιδιαίτερη και αξιοσημείωτη ήταν επίσης η δράση των τεσσάρων (4) Μοιρών Καταδρομών με δκτες και αξκούς κυρίως εξ Ελλάδας, οι οποίες επίσης δεν ενεργοποιήθηκαν έγκαιρα, αλλά με καθυστέρηση 17 ωρών, διότι φυλούσαν κυβερνητικά κτήρια μετά από το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου. Με σοβαρή καθυστέρηση κινήθηκαν προς τους αντικειμενικούς σκοπούς τους, για κατάληψη των διαβάσεων στον Πενταδάκτυλο, απ’ όπου διέρχονταν οι κύριες οδοί που οδηγούσαν στη Λευκωσία. Τις διαβάσεις αυτές κατάφεραν και τις έπιασαν πρώτοι οι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές και, αντί να περιμένουν οι Ελληνοκύπριοι καταδρομείς τους Τούρκους, έγινε το αντίθετο.
Έγιναν σοβαρές μάχες, όπως η μάχη του Κοτζά Καγιά και πολλά υψώματα και κορυφές καταλήφθηκαν, αλλά δεν ήταν δυνατή η διατήρηση των εδαφικών αυτών περιοχών, διότι το ΓΕΕΦ δεν είχε δυνάμεις Πεζικού να αποστείλει, ώστε να τις διατηρήσουν. Ξεχωριστής σημασίας ήταν επίσης η επιχείρηση “Νίκη”, με την αποστολή των 15 Noratlas μεταφέρθηκε η 1η Μοίρα Αλεξιπτωτιστών από τη Σούδα στην Κύπρο, με τελικό αποτέλεσμα την επιτυχή προστασία του αεροδρομίου της Λευκωσίας. Με το τέλος του Αττίλα Ι, οι τουρκικές δυνάμεις έλεγχαν μόνο το 7% της Κύπρου.
Τρίτη και τέταρτη φάση
Περίοδος Ψευδοεκεχειρίας 23 Ιουλ.-14 Αυγ. 1974: Κατά τη διάρκεια της φάσης αυτής ζητείται με πρωτοβουλία της Αγγλίας “Εκεχειρία” και ξεκινούν διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών στη Γενεύη της Ελβετίας, σε δύο περιόδους χωρίς αποτέλεσμα. Τονίζεται ότι ο Κων/νος Καραμανλής, μετά από απόφαση των στρατηγών της Αθήνας, διότι πλέον ο Ιωαννίδης είχε απομακρυνθεί, επιστρέφει στην Ελλάδα και αναλαμβάνει πρωθυπουργός την 24η Ιουλ. 1974. Η περίοδος αυτή ονομάζεται ως “ψευδοεκεχειρία”, διότι μέσα στο χρονικό διάστημα αυτό των 21 ημερών η Τουρκία ενισχύει συνεχώς με δυνάμεις της, με άρματα μάχης, πυροβολικό, βαριά όπλα και προσωπικό, που μεταφέρει από τη Μερσίνα στην Κερύνεια και τα 2 προγεφυρώματα επεκτείνονται σημαντικά. Ήταν αδύνατο πλέον να αντιμετωπιστούν οι δυνάμεις αυτές με τις δυνάμεις του ΓΕΕΦ και της ΕΛΔΥΚ, που υπήρχαν πάνω στο νησί, και αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο με αεροπορικές δυνάμεις και στόλο της Ελλάδας.
Αττίλας ΙΙ 14, 06:00 έως και 17 Αυγούστου 1974: Πραγματοποιείται πλήρης προώθηση των τουρκικών δυνάμεων σ’ όλο το μέτωπο, επιτυγχάνεται κατάληψη του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ και σταθεροποίηση των τουρκικών δυνάμεων στη σημερινή γραμμή κατάπαυσης του πυρός. Με το τέλος του Αττίλα ΙΙ, οι τουρκικές δυνάμεις ελέγχουν πλέον όλο το βόρειο τμήμα της Κύπρου σε ποσοστό 37% του νησιού (εδώ δε θα αναφερθούμε στα στρατιωτικά γεγονότα, διότι θα γίνει αναφορά τους παρακάτω στην ανάλυση, υπό μορφή ερωτημάτων).
Αξιολόγηση και συμπεράσματα
Εάν εξετάσουμε σε πραγματικούς χρόνους, ως παρατηρητές από ψηλά, τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974, χωρίς καμία εμπάθεια ή συμπάθεια, ούτε ως Έλληνες ούτε ως Τούρκοι, ούτε ως Άγγλοι και Αμερικανοί, τότε πολύ περισσότερο θα εκπλαγούμε από την ανοργανωσιά των Τούρκων και θα εξάγουμε το συμπέρασμα ότι ήταν αδύνατο για τα στρατιωτικά δεδομένα της εποχής εκείνης να μην μπορούν να αντιμετωπισθούν οι δυνάμεις αυτές των Τούρκων, δηλαδή ενός μικρού αρχικά προγεφυρώματος στην ακτή Πέντε Μίλι της Κερύνειας και ενός αεροπρογεφυρώματος με αλεξιπτωτιστές στην περιοχή της Αγύρτας.
Είναι σίγουρο, λοιπόν, ότι θα μπορούσαν να εξαλειφθούν άμεσα με τις δυνάμεις των Ελλήνων και Κυπρίων που βρισκόντουσαν πάνω στο νησί, αρκεί οι δυνάμεις αυτές να είχαν συνεγερθεί εγκαίρως πριν την άφιξη των τουρκικών δυνάμεων στην ακτή Πέντε Μίλι και να είχαν προωθηθεί έγκαιρα στους χώρους εξορμήσεώς τους. Γεγονός που δεν έγινε παρά το ότι υπήρχαν επιβεβαιωμένες πληροφορίες, όπως αναφέρθηκε στη φάση Ι της προετοιμασίας των τουρκικών δυνάμεων.
Είναι παγκοσμίως γνωστό ότι ένα νησί και μάλιστα μεγάλης έκτασης, όπως είναι η Κύπρος, προστατεύεται και εξασφαλίζεται όχι μόνο με δυνάμεις του Στρατού πάνω στο νησί, αλλά και με δυνάμεις του Στόλου και της Πολεμικής Αεροπορίας, τις οποίες, εάν δεν μπορείς να τις έχεις πάνω στο νησί, τουλάχιστον πρέπει να τις έχεις εκεί κοντά και προσανατολισμένες προς το νησί. Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά δε συνέβαινε για την Κύπρο, ακόμα και μετά τον Αττίλα Ι.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Γιατί οι στρατηγοί δεν προσανατόλισαν τις παραπάνω δυνάμεις ή έστω τις δυνάμεις του Στόλου και της Αεροπορίας που προέβλεπε το σχέδιο “Κ” προς την Κύπρο; Είναι βέβαιο ότι η παρουσία και μόνο των απαραίτητων ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων στην Κύπρο, με τα υποβρύχια να έπιαναν κατάλληλες θέσεις και τα αεροσκάφη της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας να ίπτανται από την Κρήτη προς τη Ρόδο και από τη Ρόδο στην Κύπρο σε CAP (Close Air Protection), ή CAS (Close Air Support), θα έκανε τους Τούρκους να ακυρώσουν οποιαδήποτε συνέχεια της αποβατικής τους επιχείρησης και πιθανόν να αποχωρούσαν τις επόμενες ημέρες από το νησί, χωρίς να εμπλακούμε μαζί τους σε πόλεμο. Η παντελής όμως απουσία ελληνικών ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων εγγύς ή προσανατολισμένες προς την Κύπρο έφερε τα αποτελέσματα που γνωρίζουμε όλοι.
Επομένως, ξεκάθαρα δε θα εμπλεκόμασταν σε πόλεμο με την Τουρκία, θα παρουσιάζαμε ιδιαίτερα μετά τον Αττίλα Ι αποφασιστικότητα και οι Αμερικανοί, όπως αναφέρει και ο συγγραφέας κ. Φούσκας στο βιβλίο του, θα σταματούσαν την Τουρκία από οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα η Τουρκία να ρεζιλευτεί, αλλά και να καταδικασθεί για τις παράνομες ενέργειές της κατά ενός ελεύθερου κράτους, όπως έπρεπε να είναι η Κύπρος, σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΟΗΕ.
Σοβαρά ατοπήματα - Η πλήρης αδράνεια που βόλεψε την πολιτική ηγεσία της χώρας
Είναι γεγονός ότι η στρατιωτική ηγεσία της εποχής δεν έπραξε το καθήκον της ως όφειλε και τουλάχιστον θα έπρεπε να είχε παραιτηθεί μετά τον Αττίλα Ι. Αντί αυτού, παρέμεινε στις θέσεις της και υπέβαλλε προτάσεις πλήρους “αδράνειας”, οι οποίες μάλλον βόλευαν την τότε πολιτική ηγεσία, που μόλις είχε αναλάβει τα ηνία της χώρας. Εάν διαβάσουμε τα πρακτικά του Πολεμικού Συμβουλίου της 14ης Αυγούστου 1974, το οποίο έγινε πολύ καθυστερημένα, θα βγάλουμε το συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα κακοφτιαγμένο σενάριο φαρσοκωμωδίας. Μάλιστα, ο κ. Αβέρωφ γράφει ότι συντάχθηκαν από γραμματέα συγγενικό του πρόσωπο της «απολύτου εμπιστοσύνης» του και το όνομα και η υπογραφή αυτού του προσώπου δεν αναγράφονται πάνω στα πρακτικά, είναι να απορείς πώς αυτά τα πρακτικά έγιναν αποδεκτά από την ελληνική Βουλή, ότι είναι αληθή.
Ένα άλλο μεγάλο ατόπημα της στρατιωτικής ηγεσίας είναι το εξής: πώς αφήνεις τόσους Έλληνες αξιωματικούς, υπαξιωματικούς, στρατιώτες, όλη την ΕΛΔΥΚ απροστάτευτους, τους αφήνεις στη μοίρα τους; Καμία υποστήριξη από την κυρίως Ελλάδα, κανένας από αυτούς τους στρατηγούς δεν τους σκέφτηκε; Οι άνθρωποι αυτοί έμειναν εκεί και πολέμησαν με θάρρος για τα ιερά όσια της ελληνικής φυλής, αλλά ξεχάστηκαν εκεί, άλλοι νεκροί, άλλοι τραυματίες, άλλοι με ψυχολογικά προβλήματα, άλλοι αιχμάλωτοι και άλλοι αγνοούμενοι. Και αυτοί οι στρατηγοί, μετά τη λήξη των γεγονότων βέβαια, να αποστρατεύονται με τιμές; Αυτό δε δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της εποχής.
Όταν οι Τούρκοι βομβάρδιζαν από τη 14η Αυγούστου 1974 το πρωί, το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, δηλαδή ελληνικό έδαφος, όταν οι Τούρκοι επιτίθονταν στην ΕΛΔΥΚ την ίδια ημέρα με δύναμη 2.000 στρατιωτών, δηλαδή 2 Συνταγμάτων συνολικά, υποστηριζόμενοι με 45 βαριά άρματα μάχης και Πυροβολικό, η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδας πού ήταν; Τι εντολές έδιναν; Καμία, έλεγαν μόνο δείξτε «αυτοσυγκράτηση», έχουμε εκεχειρία. Αδιανόητο, όμως κανένας δεν ελέγχθηκε γι’ αυτό, κανένας δε δικάστηκε στη συνέχεια, γιατί άραγε; Προφανώς είχαν όλο αυτό το στρατιωτικό προσωπικό της Ελλάδας στην Κύπρο και τη δύναμη της ΕΛΔΥΚ ξεγραμμένους; Εκείνοι όμως πολέμησαν με θάρρος, με αυταπάρνηση, προξενώντας σοβαρές απώλειες στους αντιπάλους, καταφέρνοντας να διασώσουν, έστω και την ύστατη στιγμή, την ελληνική αξιοπρέπεια. Όλοι διερωτώντουσαν εκείνες τις ημέρες: Γιατί η ΕΛΔΥΚ αντέχει και πολεμάει ακόμα; Τούρκοι, Άγγλοι, ο ΟΗΕ, ακόμα και οι Έλληνες στην Αθήνα, μέχρι που ήρθε ως “από μηχανής θεός” ο νέος στρατοπεδάρχης της ΕΛΔΥΚ, που μόλις πριν δύο (2) ημέρες είχε αφιχθεί στο νησί, να δώσει εντολή οπισθοχώρησης στη Σχολή Γρηγορίου, γιατί ήταν αποφασισμένοι να θυσιαστούν όλοι. Δυστυχώς, όμως, αρκετοί δεν ειδοποιήθηκαν και έμειναν να πολεμούν στα χαρακώματα, άλλοι έπεσαν νεκροί, άλλοι τραυματίες και άλλοι αγνοούμενοι πιάστηκαν ως αιχμάλωτοι.
Τις ημέρες αυτές του Αττίλα ΙΙ, μόνο οι νεκροί της ΕΛΔΥΚ ήταν 70 άνδρες και 35 άνδρες οι αγνοούμενοι, οι πιο πολλοί τη 16η Αυγούστου 1974, ποιανού ήταν η ευθύνη την ημέρα εκείνη; Τι έκανε ο Καραμανλής και η στρατιωτική ηγεσία της εποχής;
Ένα άλλο ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι: Γιατί δεν έγινε κάποια ενέργεια “αντιπερισπασμού”, από τις ελληνικές δυνάμεις, όπως προέβλεπαν τα σχέδια της εποχής, προκειμένου να σταματήσουν οι επιχειρήσεις στην Κύπρο; Όπως αναφέρει και ο συγγραφέας στο βιβλίο του πολλές φορές, «οι Αμερικανοί δε θα ήθελαν ποτέ έναν ελληνο-τουρκικό πόλεμο στη Ν.Α. πτέρυγα του ΝΑΤΟ, ακόμη και σήμερα». Γιατί, λοιπόν, δεν έγινε μια ενέργεια των Ελλήνων στον Έβρο με ένα αντίστοιχο προγεφύρωμα; Γιατί οι κύριοι Καραμανλής και Αβέρωφ δεν προσανατόλισαν έστω δυνάμεις προς τα εκεί; Είναι σίγουρο ότι μια τέτοια επιτυχία θα έφερνε άλλα αποτελέσματα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, “ατολμία”;
Ένα άλλο δεδομένο που το είχαν μελετήσει πολλάκις οι στρατιωτικοί αναλυτές του παρελθόντος ήταν το στρατιωτικό πλεονέκτημα που είχε η Ελλάδα έναντι της Τουρκίας την εποχή εκείνη, όσον αφορά κυρίως στον σύγχρονο στόλο που διέθετε σε υποβρύχια, τα τύπου 209, με τις ονομασίες “Γλαύκος”, “Νηρεύς” και “Τρίτων”, καθώς επίσης τότε η Ελλάδα είχε παραλάβει από το 1972 τα πιο σύγχρονα αεροσκάφη της εποχής, τα Fantom F-4, για τα οποία και υπήρχε ήδη πλήρης τεχνογνωσία στον χειρισμό τους από τους Έλληνες πιλότους.
Τα παραπάνω σύγχρονα μέσα δε χρησιμοποιήθηκαν καθόλου, και τα οποία θα μπορούσαν κάλλιστα μέσω Κρήτης ή Ρόδου να επιχειρήσουν στην Κύπρο και να ανατρέψουν αμέσως, ακόμα και μετά τον Αττίλα Ι, το δυσμενές αποτέλεσμα για την Κύπρο και την Ελλάδα. Όπως θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να χτυπηθούν οι ενισχύσεις των Τούρκων που μεταφέρονταν στο νησί κατά τη διάρκεια της Ψευδοεκεχειρίας, όπως βέβαια και κατά τον Αττίλα ΙΙ, όταν βομβαρδιζόταν η ΕΛΔΥΚ, που αποτελούσε, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ελληνικό έδαφος.
Οι Καραμανλής και Αβέρωφ θα είχαν κάθε νομιμότητα να το πράξουν, όμως δεν το έκαναν, αντί αυτού είπαν το περίφημο «η Κύπρος κείται μακράν». Και υπάρχει το ερώτημα που έθεσε και ο συγγραφέας στο βιβλίο του, «και τα 15 Noratlas τη νύκτα 21/22 Ιουλίου πώς έφτασαν στην Κύπρο;».
Για όλες τις παραπάνω στρατιωτικές δυνατότητες της Ελλάδας ο Αβέρωφ ήταν αρνητικός και παρουσίασε διαφορετικά την κατάσταση στον Καραμανλή, στο πολεμικό συμβούλιο της 14ης Αυγούστου 1974 με την έναρξη του Αττίλα ΙΙ, με επιχειρήματα που εξέφρασε ο ίδιος και όχι πλέον οι αρχηγοί των Ε.Δ., ότι οι Τούρκοι είχαν δυνατότητες ανθυποβρυχιακού πολέμου και θα εντόπιζαν τα ελληνικά υποβρύχια, καμία όμως τέτοια δυνατότητα δεν είχαν οι Τούρκοι, ότι τα τουρκικά ραντάρ θα εντόπιζαν τα ελληνικά Α/Φ F-4 Fantom και θα συνεγειρόταν το σύνολο της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας, άρα θα μπαίναμε σε πόλεμο με την Τουρκία και άλλα πολλά, τα οποία όμως δεν ευσταθούν, διότι πώς τα 15 Noratlas πέταξαν χαμηλά πάνω από τη θάλασσα και δεν έγιναν αντιληπτά; Όμως τελικά ο Καραμανλής αποδέχτηκε την εισήγηση του κ. Αβέρωφ. Σ’ αυτό που συμφώνησαν άμεσα οι δυο τους ήταν η αποστολή, όπως είπαν, μιας ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο, την οποία κατά τον πλου της θα τη συνόδευαν οι ίδιοι, για να μη χτυπήσουν τα πλοία οι τουρκικές δυνάμεις, και ζήτησαν και τη συμπαράσταση γι’ αυτό του Άγγλου πρέσβη στην Αθήνα, ο οποίος τους απέτρεψε άμεσα, και ήταν λογικό, διότι έτσι θα προξενούσαν άλλη μια συμφορά.
Όλα αυτά αναγράφονται στα πρακτικά της 14ης Αυγούστου 1974. Η εντολή αυτή δόθηκε τελικά στους στρατηγούς, αλλά οι στρατηγοί, για να το αποφύγουν, όρισαν μια επιτροπή για να μελετήσει το θέμα και η Μεραρχία δε συγκροτήθηκε βέβαια ποτέ και εξάγεται το ερώτημα: «Σε ποιανών τα χέρια ήταν οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ελλάδας;».
Η επόμενη... φοβερή και τρομερή ενέργεια των Καραμανλή-Αβέρωφ, που θα φόβιζε τις ΗΠΑ, την Αγγλία αλλά και την Τουρκία, ήταν η ανακοίνωσή τους για «αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ», η οποία ήταν μόνο για εσωτερική κατανάλωση, τάχα τότε κατάλαβε ο Καραμανλής ότι οι Τούρκοι μπήκαν στην Κύπρο; Τότε συναισθάνθηκε το βάρος των ευθυνών του; Που, δυστυχώς, δε συναισθάνθηκε από το 1959, όταν με τη Συνθήκη Ζυρίχης-Λονδίνου έβαζε την Τουρκία στην Κύπρο από το παράθυρο, όπως είπε και ο αείμνηστος Γεώργιος Σεφέρης ή Σεφεριάδης, που ήταν τότε πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο;
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις το καλοκαίρι του 1974 ήταν τελικά μια σύγκρουση δύο (2) Νατοϊκών κρατών εντός της συμμαχίας, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο έδαφος της Κύπρου. Κανένας όμως δεν ήθελε και δε θέλει να το δει αυτό και όλοι προσπαθούν να το κρύψουν με κάθε τρόπο, γι’ αυτό και δεν αναγνωρίστηκαν ως τραυματίες πολέμου όσοι Έλληνες πολέμησαν στις επιχειρήσεις, είτε ανήκαν στην ΕΛΔΥΚ είτε ανήκαν στις υπόλοιπες Μονάδες του ΓΕΕΦ. Το επίσημο ελληνικό κράτος αποφεύγει, όπως και η Τουρκία, να θεωρηθεί αυτή η σύγκρουση ως πόλεμος μεταξύ δύο κρατών της συμμαχίας και αυτό πρέπει να είναι εντολή «άνωθεν».
Σ’ αυτό που θα διαφωνήσω είναι με το ρητό του Μακαρίου, που είπε, όπως αναφέρει και ο συγγραφέας στο βιβλίο του, ότι «η Ελλάς ιάθη με το Μώλωπι (Μελάνωμα) της Κύπρου». Η Ελλάδα δεν “ιάθηκε” από την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, διότι πρώτον το «μελάνωμα» ήταν τόσο δυνατό και βαθύ, που έβαλε σε νέες περιπέτειες τον Ελληνισμό, μειώνοντας τη γεωπολιτική-γεωστρατηγική αξία της Ελλάδας, όσο και της Κύπρου. Δεύτερον, διότι σε συνδυασμό μ’ αυτά που έπραξαν όλοι οι δρώντες στην Κύπρο, αμαύρωσαν την αξιοπρέπεια του Ελληνισμού, των αξιωματικών, την έννοια της στολής και του καθήκοντος απέναντι στην πατρίδα, και κλόνισαν την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού στις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας για πάρα πολλά χρόνια.
Η Τουρκία είναι σίγουρο ότι θα συνεχίσει το έργο της στην εξωτερική της πολιτική μετά από τη στρατιωτική-διπλωματική επιτυχία που είχε στην Κύπρο πριν από 50 χρόνια, επίσης θα συνεχίσει το έργο της στο Αιγαίο και στη Θράκη, πάντα με βραχίονα της εξωτερικής της πολιτικής τις Ένοπλες Δυνάμεις της, κάτι το οποίο δεν έχει σκεφτεί μέχρι τώρα να κάνει η Ελλάδα ποτέ. Αυτή η πολιτική της Τουρκίας φαίνεται να εξαπλώνεται τα τελευταία χρόνια, συμπιέζοντας την Ελλάδα απ’ όλες τις πλευρές, βόρεια από τη Βαλκανική μέσω Αλβανίας και Σκοπίων, νότια μέσω της Λιβύης, όπου εγκατέστησε βάσεις, και ανατολικά με το τουρκολυβικό μνημόνιο, με σκοπό τον πλήρη διαχωρισμό της Ελλάδας από την Κύπρο, τη μείωση των ζωτικών συμφερόντων της Ελλάδας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, και σταδιακά την πλήρη απομόνωση της Κύπρου. Εμείς φαίνεται να μην έχουμε απαντήσεις στην πίεση που ασκεί η Τουρκία στον Ελληνισμό, ούτε διπλωματικές ούτε στρατιωτικές, απλώς ακολουθούμε και εδώ, όπως και στην Κύπρο από το 1959-1974, τις εξελίξεις που δημιουργεί η Τουρκία τα τελευταία 50 χρόνια.
Εδώ στο τέλος να προσθέσω ότι σήμερα για πολλά χρόνια από το 2010 ως χώρα δεν έχουμε εγκεκριμένη Πολιτική Εθνικής Άμυνας (ΠΕΑ), είναι ένα θεσμικό κείμενο που συντάσσεται από την ελληνική κυβέρνηση και εγκρίνεται από την ελληνική Βουλή, η οποία σαφώς πρέπει να συμπεριλαμβάνει και την Κύπρο. Από αυτή την ΠΕΑ προκύπτει και το δεύτερο θεσμικό κείμενο που ονομάζεται Εθνική Στρατιωτική Στρατηγική, όπου σύμφωνα μ’ αυτό καθορίζονται οι αντικειμενικοί σκοποί των Ενόπλων Δυνάμεων Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, και δεν περιπλανώνται στην αναζήτηση των στόχων και κατευθύνσεων ανάλογα με την πολιτική ηγεσία. Μόνο, λοιπόν, με μια ενιαία εθνική στρατηγική θα αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις των καιρών και ιδιαίτερα αυτές που προέρχονται από ανατολικά και θα διατηρήσουμε τον ζωτικό χώρο του Ελληνισμού, που είναι το Αιγαίο και η Κύπρος.
Με την ευκαιρία αυτή της έκδοσης του βιβλίου του κ. Βασίλη Φούσκα από τις εκδόσεις “Επίκεντρο”, θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον συγγραφέα του βιβλίου για τη βαθιά, εμπεριστατωμένη και αντικειμενική έρευνά του πάνω σε αυτό το ευαίσθητο θέμα του Κυπριακού ζητήματος, αλλά επίσης να τον ευχαριστήσω για την ευκαιρία που έδωσε και σ’ εμένα να πω και να γράψω δυο λόγια για το βιβλίο του.
* Ο κ. Δημοσθένης Σημαιάκης είναι υποστράτηγος ε.α., πρώην ακόλουθος Άμυνας της Ελλάδας στην Αρμενία και στη Γεωργία.
Δείτε στο παρακάτω βίντεο παρουσίαση του βιβλίου από τις εκδόσεις “Επίκεντρο”: