Και η άχνα που ανεβαίνει απ’ τις κοιλάδες, έχουν να κάνουν
πως δεν είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που
ξεθυμαίνει από τις χαραμάδες του ύπνου των Γενναίων.
Οδυσσέας Ελύτης, “Ο ύπνος των γενναίων”
Την ελληνική ζάλη της νίκης του 1940 την πήρε μαζί του ο χρόνος και την πάγωσε για πάντα. Ήταν η τελευταία νίκη στις στιγμές της ιστορίας μας. Και αυτό γιατί ύψωσε το φως της ελληνικής μαχόμενης καρδιάς μέσα στο σκοτάδι της φασιστο-ναζιστικής εποχής και πύκνωσε τη θέληση για ζωή.
Συνδεόταν με την προοπτική, με την υπόσχεση στο μέλλον και μπήκε ως ακρόπρωρο στην ιστορική εξέλιξη του τόπου. Όμως το βάρος της μνήμης και το βάρος της καρδιάς διαλύθηκε με τα χρόνια. Η αλχημεία της ζωής κατάφερε να αποχρωματίσει τα ίχνη των ελληνικών στιγμών, ξεθώριασε έτσι τις πατημασιές και ρήμαξε τις αναπολήσεις.
Η εποχή, εξάλλου, θέλει το δειλό που επιπλέει, αλλά δεν αφήνει ίχνη όπως έξοχα έγραφε κάποτε ο Παναγιώτης Φωτέας. Ο δειλός αποτελεί την αναφορά του σύγχρονου πολίτη, παραφράζοντας τον Κ. Καβάφη θα λέγαμε ότι ο Νεοέλληνας πολίτης είναι εν μέρει ανελεύθερα εξανιστάμενος από το γεγονός ότι δεν του παραχωρείται πάντα ο συμβιβασμός της συνήθειας κι εν μέρει ναρκωμένος στον χαμαιλεοντισμό του.
Φαίνεται ότι ο “διατάκτης” της εποχής μας δεν έχει τις ίδιες ποιοτικές αναβαθμίσεις με εκείνες του 1940, όπου το ποσοτικό ήταν ριγμένο σε σχέση με το ποιοτικό, κρατώντας έτσι τον κόσμο στις αναλογίες του.
Ο ελληνικός ανθρωπότυπος του 1940 ήταν ιδεομανής, αλλά ποτέ ιδεόληπτος, θαρραλέος αλλά όχι θρασύς, επηρμένος με την εθνική του ταυτότητα αλλά όχι φυλετιστής, λάτρευε χωρίς να γινόταν οπαδός, έδειχνε παιδικότητα απέναντι στη ζωή, είχε συναισθηματικότητα στις σχέσεις του και αφέλεια στη λογική παντοδυναμία. Ήταν ενορατικός και μαζί σαρκαστικός. Ευεπίφορος στις πολιτικές υποσχέσεις και μαζί ανατροπέας, μυθοδίαιτος αλλά και αυτοσχεδιαστικός. Ουσιαστικά η αλλόκοτη γνώση του, τα ηθικο-ψυχικά σύνεργα που είχε στη φαρέτρα του ήταν το ατέλεστο χρέος και οι εξηρμένοι τύμβοι.
Ο Έλληνας του 1940 έβλεπε κορυφές, ο Νεοέλληνας του 2021 βλέπει μόνο βάσεις. Ο Άγγελος Βλάχος έγραφε ότι «η σημερινή ανθρώπινη κοινωνία έχει την τάση να μοιάζει με πυραμίδα που όλο πλαταίνει η βάση της και χαμηλώνει η κορυφή της».
Σήμερα ο Νεοέλληνας ζει την εξεζητημένη μωροφιλοδοξία και μωροεπίδειξη της εποχής, κτίζοντας ένα παράλογο ντεκόρ της υποταγής, της ψευτιάς, της ατολμίας, του μιμητισμού. Δυστυχώς σήμερα είναι καταδικασμένος να συνθηκολογεί με όλα τα ύποπτα και τα προβληματικά. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει το βάρος των γεγονότων, γιατί απλούστατα τα γεγονότα είναι κατασκευές από επιτελεία κορυφής.
Επιπλέον, η νίκη προϋποθέτει αντιθέσεις και όχι εξαρτημένα αντανακλαστικά. Προϋποθέτει συγκρουσιακές πολιτικές με ρήξεις και τομές και όχι μια πολιτική που έχει γίνει συνάμα πανοπτική και κυβερνητική. Προϋποθέτει και όχι προγραμματισμένη πληροφορία με συμβατή κοινωνική ταξινόμηση.
Το παράδοξο είναι ότι στις νέες μας περπατησιές μάς ξαναβρίσκει το πρωτόγονο, ως επιστροφή, ως ανταπόδοση ή ως εκδίκηση, μέσα από μια ύποπτη διαδρομή που κάνει η τεχνοεπιστήμη του καιρού μας.
Επειδή το “βέλος” της εξέλιξής μας δεν μπορεί να πάει άλλο μπροστά, αντιστρέφει την πορεία του, πηγαίνοντας πάλι προς τα πίσω. Με άλλα λόγια σήμερα, πρώτα υπολογίζονται τα θύματα και σκηνοθετείται η λύση του προβλήματος και μετά εμφανίζεται το πρόβλημα. Έτσι ο πόλεμος δεν είναι ορατός, πέρασε πέρα από το ορατό, στην εξάντληση μιας διαδικασίας που μας επισκέπτεται πλέον στη χρονικότητα της κρίσης.
Το 1940 είχε ήρωες και δεν είχε ολογράμματα και μορφές άβαταρ, movatar, cyborg, είχε ύψος γιατί υπήρχε θέληση για όραμα και όχι επιπεδοποίηση με το στιλπνό κάτοπτρο του παρόντος. Να γιατί η νίκη του 1940 θα είναι και η τελευταία στον ιστορικό μας παλμογράφο.
* Ο Απόστολος Αποστόλου είναι καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας.