Τέλος της δεκαετίας του 70 και η πόλη αρχίζει να αλλάζει, αρχίζει να γίνεται, επιτέλους, Ευρώπη. Στα Ντερμιτζίδικα, στην καρδιά της πόλης, οι φωτιές και τα αμόνια συνεχίζουν το πανάρχαιο έργο τους, έξω από τα μεγαλομπακάλικα της 25ης Αυγούστου τα κάρα εναλλάσσονται με φορτηγά, λίγο πιο κάτω στην Επιμενίδου, η ΕΒΓΗ φέρνει τα πρώτα παγωτά ξυλάκι με γεύση βανίλια, που κάποιοι τότε πιτσιρικάδες και νυν παππούδες ακόμα αναζητούν, το Μίνως και το Φαιστός δίνουν τέλος στην πολύχρονη πάλη Αγγέλικα εναντίον Κανάρη και Μιαούλη, στα λεωφορεία το “Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν” συνοδεύεται από ένα ντροπιαστικό μεν, απαραίτητο δε “Απαγορεύεται το πτύειν”, στην πλατεία Ελευθερίας τα τραπεζάκια είναι έξω και παντού με τις φορτωμένες παραμάνες να πηγαινοέρχονται, οι κινηματογράφοι σφάζονται για την καλύτερη και πιο αληθοφανή γιγαντοαφίσα, ζωγραφισμένη στο χέρι παρακαλώ, αληθινά αριστουργήματα από πραγματικούς καλλιτέχνες, τα κεντρικά ζαχαροπλαστεία προσφέρουν ονειρεμένα γλυκά με μπροστάρη τον Μπαρμπαρήγο και τον Ραφτόπουλο και οι δύο στη Δικαιοσύνης, στη μέση της οποίας ένα κατάστημα έχει μετατραπεί, άκουσον-άκουσον, σε γκαράζ για ταξί!
Ο αστικός μύθος λέει πως την πρώτη μέρα της λειτουργίας τους το πλήθος που συνέρρευσε για να δει το θαύμα της τεχνολογίας ήταν μεγαλύτερο ακόμα από αυτό στα εγκαίνια του Contιnent στην Αμμουδάρα κάποια χρόνια αργότερα, ενώ ένας χωροφύλακας πάντα κάπου εκεί κοντά να φροντίζει την εύρυθμη λειτουργία τους, άλλοτε με την πειθώ και άλλοτε με την απειλή προστίμου στους απείθαρχους και στους βιαστικούς.
Όλα κυλούσαν ομαλά μέχρι που ένας διαβολάκος τρύπωσε στα κεφάλια μιας παρέας πιτσιρικάδων, που είδαν να ανοίγεται μπροστά τους πεδίο δόξης λαμπρό και η διάβαση απέναντι κάθε φορά που άναβε ο Σταμάτης να μετατρέπεται προφητικά σε μια πρόωρη έκδοση του “Catch me if you can”, πράγμα που όμως δεν έγινε ποτέ, αφού ο αγώνας δρόμου μεταξύ του εκάστοτε οργάνου και των μεγαλωμένων στις αλάνες πιτσιρικάδων ήταν αντίστοιχος με αυτόν του Γιουσέιν Μπολτ με ένα σφυροβόλο.
Έλα, όμως, που ένας απ’ αυτούς κάποια στιγμή είχε τη φαεινή ιδέα να περάσει με το ποδήλατο του πατέρα του απ’ τον τόπο του εγκλήματος και να πέσει σε όργανο που η παρέα είχε ταλαιπωρήσει τόσες φορές και δυστυχώς για αυτόν τον αναγνώρισε.
Η τιμωρία ήταν μια περιποιημένη καρπαζιά στον σβέρκο του φουκαρά Άρη και η μεταφορά του ποδήλατου στην Τροχαία απ’ όπου και το παρέλαβε την επομένη ο πατέρας του.
Τα χρόνια πέρασαν, τα φανάρια έκαναν τον κύκλο τους δίνοντας τη θέση τους σε άλλες μεθόδους ρύθμισης της κυκλοφορίας, όμως, κάποια απ’ αυτά παρέμειναν σε καίρια σημεία, όπως π. χ. στην Λ. Καζαντζίδη, στην παραλιακή, στη Λ. Κνωσού και στον Γιόφυρο, όλα σημεία ταχείας κυκλοφορίας και μη έχοντας καμία σχέση με όσα έγιναν τότε στο Μεϊντάνι, εκτός από…
Εκτός από το ότι ακόμα και σήμερα κάποιοι, όχι γυμνασιόπαιδες αλλά εποχούμενοι κάθε ηλικίας και φύλλου, παίζουν το ίδιο παιχνίδι με τα κόκκινα φανάρια και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις να το φτάνουν στα άκρα, τόσο στα άκρα ώστε μερικές φορές ο τελευταίος παράνομος να προλαβαίνει το επόμενο πράσινο και δυστυχώς για τη φήμη και πελατεία του να γίνεται νόμιμος!
Βέβαια, επειδή απ’ τη μια δεν είναι δυνατόν κάθε φανάρι να έχει από ένα τροχονόμο επί εικοσιτετράωρης βάσης κι απ’ την άλλη οι “χειραψίες” που έλεγε ο Χατζηχρήστος στον Μπακαλόγατο, εδώ και χρόνια να έχουν απαγορευτεί και πολύ καλά απαγορεύτηκαν, ας πούμε πως θα ήταν μια λύση η τοποθέτηση ειδικών καμερών πάνω στα πιο επίφοβα για ατυχήματα φανάρια, κάτι που έχει εφαρμοστεί αλλαχού με επιτυχία, οι οποίες μάλιστα κάμερες, εκτός από την παραβίαση του κόκκινου θα μπορούν να καταγράφουν και τους οδηγούς που μην μπορώντας να περιμένουν στην αριστερή λωρίδα να έρθει η σειρά τους να στρίψουν για τον ΒΟΑΚ, δημιουργούν μια δεύτερη λωρίδα δίπλα και τις ώρες αιχμής και τρίτη, κάτι που εκτός από τις μεγάλες πιθανότητες δημιουργίας ατυχημάτων, είμαι σίγουρος πως θα κάνει τους εποχούμενους στην κυκλοφοριακή ζούγκλα της Βομβάης να σκάσουν απ’ τη ζήλια τους αν το μάθουν.
ΥΓ. Για όσες και όσους από σας αναρωτιέστε τι απέγινε ο Άρης της ιστορίας μας, να σας πληροφορήσω πως μπορεί η ποδηλασία να έχασε ένα μεγάλο ταλέντο, όμως η κοινωνία κέρδισε ένα τζέντλεμαν, ο οποίος δεν έχει αφήσει διάβαση για διάβαση που να μη σταματήσει με το αυτοκίνητο του ακόμα κι αν δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω, ενώ όσον αφορά στα φανάρια, για εκείνον το πορτοκαλί έχει θέση κόκκινου και στο πράσινο δεν ξεκινά ακόμα κι αν οι κόρνες και οι φωνές των ανυπόμονων πίσω του οδηγών έχουν ξεπεράσει σε ντεσιμπέλ τις μουσικές στη διαπασών από ένα κατά τα άλλα ετοιμοθάνατο, τετράτροχο σαπάκι.