Ένα 48ωρο που χτυπάει αδυσώπητα. Ένα από εκείνα τα σκοτεινά που η πραγματικότητα πέφτει βαρύτερη από κάθε άλλο βάρος στη ζωή τους.
Όταν, ενώ όλα γύρω δείχνουν αδιάφορα, ο χρόνος μοιάζει να τους καθηλώνει στη θλίψη. Θέλουν να παγώσουν τα πάντα. Όμως δεν μπορούν. Οι μηχανισμοί, οι κανόνες, οι προσδοκίες τούς σπρώχνουν να προχωρήσουν. Να αφήσουν πίσω ό,τι δεν μπορούν να κρατήσουν, τον άνθρωπο που ήταν δίπλα τους στα αποδυτήρια, στους αγώνες, στις χαρές και στις ήττες.
Δεν είναι εύκολο να αντέξεις, όταν το δηλητήριο της απώλειας σε τυλίγει. Αλλά ούτε και να σταθείς μια μέρα παραπάνω χωρίς να αγγίξεις τα όνειρα που φτιάξατε μαζί. Κι όλα αυτά τη στιγμή που τους περιμένει ένα γήπεδο, ένα γήπεδο που φαντάζει ξένο και αφιλόξενο όσο ποτέ άλλοτε. Τους καλούν να παίξουν, να αγωνιστούν, να σπάσουν τα όρια. Κι όλα αυτά γιατί έτσι πρέπει. Οι θεατές, οι τηλεοπτικοί φακοί, η ματαιοδοξία του θεάματος. Κι όμως, εκείνη τη στιγμή, μέσα στην ανείπωτη σιωπή, έχουν μόνο έναν σκοπό: να μην αποτύχουν για εκείνον.
Πατούν το γκαζόν με μια θλίψη που καίει, μια φωτιά που τους σπρώχνει προς τα εμπρός. Οι θεατές βλέπουν έναν απλό αγώνα, εκείνοι όμως βλέπουν μια μάχη. Στα μάτια τους κατοικεί η απώλεια, το παράπονο, και το πείσμα να κάνουν το αδύνατο.
Δεν τους χρειάζονται χειροκροτήματα, δεν τους νοιάζουν οι επιτυχίες. Η νίκη τους δεν έχει αξία στο σκορ, αλλά σε κάτι ανώτερο. Στο πένθος που μετατρέπεται σε δύναμη, σε εκείνο το απρόσιτο πάθος που ζητά να δικαιώσει μια μνήμη.
Και στο τέλος, όταν ο αγώνας τελειώσει, θα λυγίσουν. Γιατί θέλουν τον Τζορτζ δίπλα τους Να πανηγυρίσουν μαζί.
Ξέρουν ότι έδωσαν τα πάντα, πως εκείνη τη βραδιά έπαιξαν όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά για εκείνον, για ό,τι μοιράστηκαν. Και ξέρουν πως αυτή η νίκη, πέρα από τα σκορ, θα παραμείνει αληθινή. Μια κληρονομιά που θα κουβαλούν. Μια βραδιά που θα μείνει αιώνια χαραγμένη στο μυαλό τους. Αλλά και στο δικό μας.