Τι είναι η συγνώμη; Τι σημαίνει να συγχωρείς; Πώς μπορεί ένας άνθρωπος μέσα σε μια συγκεκριμένη ιστορική εμπειρία να συγχωρήσει τον άλλον; Ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ντεριντά αμφισβήτησε τις ίδιες τις λέξεις της συγχώρεσης, της συγνώμης, τις φράσεις που χρησιμοποιούν οι γλώσσες για να ζητήσουν συγνώμη και να χορηγήσουν συγχώρεση, καθώς και τις έννοιες που περιστρέφονται γύρω από την εμπειρία της συγνώμης.
Για αρκετά χρόνια, ο Ντεριντά αναφερόταν στις έννοιες της συγνώμης, της μεταμέλειας, της μετάνοιας, στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι, όπου δίδασκε επάνω στα ζητήματα της αποδοχής ή ζήτησης της συγνώμης, παρουσιάζοντας παράλληλα τις απόψεις του σχετικά με το παραπάνω θέμα σε διάφορα συνέδρια σ’ όλο τον κόσμο.
Το 1964, η Γαλλία ενέκρινε τον νόμο για το απαραβίαστο των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, έτσι για τα επόμενα χρόνια προέκυψε μια ευρεία συζήτηση για το συγκεκριμένο θέμα. Ετέθησαν λοιπόν ζητήματα κατά πόσο η συγχώρεση, η οποία ουσιαστικά δεν έχει σχέση με τη Νομική επιστήμη, αντανακλάται στη θεωρία και στη λογική του Ποινικού Δικαίου. Μπορεί να χορηγηθεί άραγε συγχώρεση από μια κοινότητα στην άλλη; Δεδομένου ότι η έννοια του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας γεννήθηκε στη Νυρεμβέργη το 1945 και έχουμε γίνει μάρτυρες δημοσίων διακηρύξεων μετάνοιας (από κράτη, εκκλησίες, εταιρείες), καταθέτοντας συλλογικά αιτήματα για συγχώρεση, και μεταμέλεια.
Ο Βλαντιμίρ Γιανκέλεβιτς, παίρνοντας μια σκληρή θέση στη δημόσια συζήτηση, επιβεβαίωνε την αδυναμία συγχώρεσης των εγκλημάτων του Χίτλερ και αυτό γιατί το τελικό ιστορικό όριο της συγχώρεσης είναι ανυπέρβλητο και ανεξήγητο, που υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα και ως εκ τούτου δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει ανάλογη τιμωρία. Η συγχώρεση, για τον Βλαντιμίρ Γιανκέλεβιτς, είναι επομένως μια κανονική ανταλλαγή, μια ανταλλαγή στην οποία υπάρχει η πιθανότητα επιβολής μιας τιμωρίας ή μιας συγχώρεσης. Οι Γερμανοί, λέει ο Βλαντιμίρ Γιανκέλεβιτς για να ενισχύσει περαιτέρω τα επιχειρήματά του, δε ζήτησαν ποτέ συγνώμη, δεν έδειξαν ποτέ μια επίγνωση της ενοχής τους και αυτό γιατί υπήρχε μέσα τους η κρυφή προσπάθεια αυτοδικαίωσης. Σχολιάζοντας το δοκίμιο του Βλαντιμίρ Γιανκέλεβιτς, ο Ντεριντά προτείνει μια ολοκληρωτική αντιστροφή της άποψής του, μια άλλη προϋπόθεση της νοητικής αντίληψης της συγνώμης.
Η συγχώρεση, θα πει ο Ντεριντά, ίσως, δεν είναι καθόλου ανθρώπινο πράγμα και ως εκ τούτου δεν πρέπει να μπαίνει σε συναλλαγή εμπορίου. Αποτελεί μέρος μιας ηθικής, την οποία ο Ντεριντά τη χαρακτηρίζει ως υπερβολική. Υπάρχει μια αντίφαση στην έννοια της συγνώμης και είναι ακριβώς αυτή η αντίφαση που την καθιστά θεμελιώδη έννοια της ανθρώπινης κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι για να συγχωρήσω πρέπει να καταλάβω το λάθος του άλλου, και επομένως να βάλω τον εαυτό μου στη δική του κατάσταση, «βάλε τον εαυτό σου στη θέση του άλλου και αποδέξου ότι θα μπορούσες να είχες κάνει κι εσύ το ίδιο λάθος, προσπάθησε να μειώσεις την απόσταση ανάμεσα σε εκείνον και σε εσένα και έτσι θα αχρηστεύσεις τη συγνώμη», θα υποστηρίξει ο Ντεριντά.
Αντίθετα, η συγνώμη προϋποθέτει τη διατήρηση αυτής της απόστασης, άρα και την παρανόηση του άλλου και κατ’ επέκταση η αδυναμία του να ζητήσει συγνώμη, αλλά και να του αποδοθεί η συγχώρεση. Εξάλλου, θα πει ο Ντεριντά, η συγχώρεση όταν παραμείνει ανάμεσα σε ανθρώπινα πράγματα είναι ανέφικτη. Πρέπει να ξεφύγουμε από τη λογική της ανταλλαγής και να αποδεχτούμε την αδυναμία της έννοιας της συγχώρεσης, να αποδεχτούμε, δηλαδή, ότι η συγχώρεση δίνεται μόνο εκεί όπου δεν υπάρχει συναλλαγή, εκεί όπου δεν υπάρχει τιμωρία και δεν υπάρχει στόχος για αποκατάσταση. Η συγχώρεση για τον Ντεριντά καθιερώνει την αναγνώριση του άλλου, ως προϋπόθεση μιας αρχής η οποία λέει: «Εν αρχή είναι η συγνώμη».
Τονίζοντας έτσι ότι στην αρχή κάθε συνύπαρξης πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα της αναγνώρισης, η οποία περνά μέσα από το “λύτρο” (δώρο μεγάλης αξίας) της συγνώμης. Η συγχώρεση είναι το κατώφλι που συγκρατεί την απόσταση με τον άλλον και εκφράζει την απολυτοποίηση αυτής της απόστασης, η οποία γίνεται μη-δυνατότητα στο να συνάψεις ουσιαστική σχέση με τον άλλον. Στην αρχή κάθε επαφής με τον άλλον, κάθε ομιλίας και κάθε γραφής, ζητείται ή χορηγείται μια πράξη συγχώρεσης θα πει ο Ντεριντά.
Ο Βλαντιμίρ Γιανκέλεβιτς, θέτοντας το ερώτημα αν θα πρέπει να συγχωρούμε τα εγκλήματα του πολέμου, αναφερόμενος στα εγκλήματα των ναζί, θα υπερασπιστεί την άποψη ότι η έννοια της συγνώμης έχει χρωματιστεί από την ιουδαιοχριστιανική αντίληψη, η οποία θέλει τη συγνώμη να κατακυρώνεται ως δωρεά. Η συγνώμη κατά τον Γιανκέλεβιτς έχει συνδεθεί και θα λέγαμε έχει ταυτιστεί με τη μετάνοια, αλλά και με την τιμωρία, χωρίς βέβαια να μένει απέξω η εξιλέωση και η εξαγορά των αμαρτιών, αλλά και με το “λύτρο”, δηλαδή το δώρο που θα είναι ακριβό και σημαντικό. Μια άλλη άποψη είχε ο Ζαν Λακάν, ο οποίος αναγνώριζε στη συγνώμη μια διαδρομή και μια δυνατότητα. Η δυνατότητά της, κατά τον Λακάν, αρχίζει στο σημείο που φαίνεται αδύνατη, έτσι λοιπόν συγνώμη είναι η τέχνη να συγχωρεί κανείς αυτό που δεν μπορεί να συγχωρέσει.
Η άποψη του Γιανκέλεβιτς κρίθηκε από τον Ζακ Ντεριντά ότι ενέχει μια αυστηρή ηθική, η οποία αρνείται την απεραντοσύνη της συγχώρεσης. Επιπλέον, η συγνώμη, όπως αναφέραμε και παραπάνω, δε λαμβάνει ούτε την προσαρμογή του δώρου. Γιατί το δώρο, όπως αναλυτικά και κατατοπιστικά μας λέει ο Μαρσέλ Μος, δεν αποτελεί μια καλόκαρδη έκφραση, αλλά περιμένει πάντα μια ανταπόδοση. Τα δώρα ως μέσα ανταλλαγής υπάρχουν ως ισοδύναμη ισορροπία που συμφωνούν με τα αιτήματα του αγοραίου βίου. Και για να το πούμε και αλλιώς το δώρο αποτελεί μια “συνολική παροχή”, εμποτισμένη με “πνευματικούς μηχανισμούς” στους οποίους εμπλέκεται η τιμή του παροχέα και του παραλήπτη.
Οι δικοί μας φωταδιστές της ημετέρας “παιδεύσεως” που έβλεπαν την ακινησία επειδή ζούσαν πολύ στην κίνηση της ζωής και επειδή πάντοτε ήθελαν ένα αίτημα αρετής να επιδρά στη δραστική εμβέλεια της σκέψης τους, έχουν πει ότι η συγνώμη προέρχεται από το συγγιγνώσκω (συγ - συν+γιγνώσκω). Δηλαδή η συγνώμη καθίσταται βιωματική καθολικότητα, η οποία μεταμορφώνει την απαίτηση σε αναζήτηση σχέσης. Η συγνώμη στην ελληνική της έκλυση με την πραγματικότητα δε γίνεται ανταλλαγή αλλά εναλλαγή άποψης, σχέση ετερότητας και εμπειριών. Δεν υπάρχει ως δώρο αλλά ως αφετηριακή διαστολή του προσώπου. Για να το πούμε λιγότερο φιλοσοφικά και περισσότερο πρακτικά, ποτέ η συγνώμη δεν έκρυβε (γιατί τώρα κρύβει) το οδυνηρό σύνδρομο της δοσοληψίας μιας ταπείνωσης του λάθους, του σφάλματος, αλλά και μια ευκαιρία του πρώην αδικημένου, πονεμένου, ταλαιπωρημένου, να δείξει τη δύναμή του ως απαλλαγή τιμωρίας, πειθαρχίας, συμμόρφωσης, στον διαπράττοντα κάποια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά στο παρελθόν ή στο πρόσφατο παρόν. Γιατί και αυτό εκφράζει μια περίσσια δύναμη, βεβαιώνει και σώζει τη δύναμη, έρχεται ως κρυφή ικανοποίηση εκείνου που δέχεται τη συγνώμη του άλλου από την πίσω πόρτα. Η αποδοχή της συγνώμης γίνεται ένα θανάσιμο αντιστάθμισμα της κρυμμένης δύναμής μας. Δίνουμε συγνώμη, όπως ο πάπας έδινε συγχωροχάρτια. Για στην ελληνική αντίληψη η συγνώμη είναι πρόκληση σε διάλογο, δεν είναι ούτε ανωτερότητα, ούτε “ποιο” της αγωγής, ούτε ανθρώπινη δεκτικότητα. Είναι δοκιμασία ανοικτού διαλόγου όχι για κάποια νίκη, αλλά για την υποψία του αθεράπευτου της ανθρώπινης στάσης και μαζί της άνωσης (όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης), δηλαδή της υπέρβασης του περιγράμματος της κλειστότητας της ζωής.
* Ο Απόστολος Αποστόλου είναι καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας.