Μάρκο Φερέρι

Μάρκο Φερέρι: O σκηνοθέτης με την αντικληρικαλιστική ματιά του

Απόψεις
Μάρκο Φερέρι: O σκηνοθέτης με την αντικληρικαλιστική ματιά του

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι ταινίες του πολλές φορές προκαλούσαν οργισμένες αντιδράσεις από την Καθολική Εκκλησία

Μέχρι τη δεκαετία του 1960, ο ιταλικός κινηματογράφος προσέγγιζε τη θρησκεία, και συγκεκριμένα τον Καθολικισμό, με περισσότερο ή λιγότερο πιστές ιστορικές αναπαραστάσεις. Από το φιλμ “Φραγκίσκος ο γελωτοποιός του Θεού” (1950) του Ρομπέρτο Ροσελίνι έως το “Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο” (1964) του Πιερ Πάολο Παζολίνι, υπήρχε ένα πνεύμα θρησκευτικής θέρμης που αναφερόταν στον εξαγιασμό του πόνου, και στη δύναμη της ελπίδας που συντελούνται με τη βοήθεια του σαρκωμένου εκκλησιαστικού λόγου. 

Η κριτική της εκκλησιαστικής εξουσίας αποτελούσε ταμπού. Εκείνος που έσπασε αυτό το ταμπού ήταν ο Μάρκο Φερέρι, ο οποίος, μετά τις πολιτικές κινητοποιήσεις του 1968 στις οποίες συμμετείχε ενεργά και υποκινούμενος από αυτό το κλίμα πολιτικών και πολιτιστικών ζυμώσεων, ένα κλίμα αμφισβήτησης και κριτικής σκέψης, δημιούργησε την ταινία “Η απολογία” (1972). 

Ο Φερέρι (Μιλάνο, 11 Μαΐου 1928 - Παρίσι, 9 Μαΐου 1997) ήταν ένας άτυπος σκηνοθέτης στο ιταλικό κινηματογραφικό πανόραμα, όχι πολύ αποδεκτός από το ιταλικό κινηματογραφικό κοινό ούτε από τους κριτικούς του σινεμά. Στις ταινίες του, σχεδόν πάντα, υπάρχει το γκροτέσκο στοιχείο, ένας υπόγειος χλευασμός, καθώς επίσης και μια ακραία ειρωνεία. Επίσης, ως άθεος οι ταινίες του πολλές φορές προκαλούσαν οργισμένες αντιδράσεις από την Καθολική Εκκλησία. 

Με τη δέκατη έκτη ταινία του, με τίτλο “Η απολογία”, ο Φερέρι θα κάνει ένα ποιοτικό άλμα εμπνευσμένος από τον “Πύργο” του Κάφκα. Εξερευνώντας τις διαδρομές της εξουσίας μέσα από τα κέντρα της και πώς εκείνες οι διαδρομές επιβάλλουν τη δύναμή τους στην κοινωνία, καταγγέλλει το εξουσιαστικό κύκλωμα της Καθολικής Εξουσίας που διατηρείται μέσα από ποικίλες κλιμακώσεις και αποχρώσεις. Η ταινία περιγράφει τον Amedeo (Enzo Jannacci), έναν πρώην αξιωματικό του στρατού, ο οποίος, βρισκόμενος σε άδεια, επισκέπτεται το Βατικανό με σκοπό να συναντήσει τον Πάπα Παύλο VI και να έχει μαζί του μια εμπιστευτική συνομιλία, όμως στην προσπάθειά του συγκρούεται με τη γραφειοκρατία του Βατικανού. Αρχικά τίθεται υπό την επιτήρηση του αστυνομικού Aureliano Diaz (Ugo Tognazzi), πρόκειται για μια μυστικοπαθή προσωπικότητα που καταφέρνει να βάζει εμπόδια σε οποιονδήποτε ζητά να συναντήσει τον Πάπα, μέχρι εκείνος να έχει μια πλήρη εικόνα εκείνου που καταθέτει αίτημα συνάντησης με τον Πάπα. Έτσι, λοιπόν, ο Diaz προτείνει στον Amedeo να συναντήσει πρώτα την Aiche (Claudia Cardinale), γυναίκα αγοραίου έρωτα, η οποία με τις γνωριμίες της θα μπορέσει να τον βοηθήσει, ώστε εκείνος να γίνει δεκτός άμεσα από τον Πάπα, παρακάμπτοντας τη σχετική γραφειοκρατία που έχει επιβάλλει η Καθολική Εκκλησία σε τέτοιες περιπτώσεις. Μεταξύ όμως του Amedeo και της Aiche θα δημιουργηθεί μια παθιασμένη σχέση. 

Η Aiche έχει έναν κύκλο ισχυρών γνωριμιών με προσβάσεις στην Καθολική Εκκλησία, που μπορούν να τον βοηθήσουν ώστε πολύ γρήγορα να συναντήσει τον Πάπα. Ο πρίγκιπας Donati (Vittorio Gassman), ο Monsignor Amerigo (Michel Piccoli), με επιρροές και οι δύο σε σημαντικά πρόσωπα της Καθολικής Εκκλησίας, καθώς επίσης και ο Ολλανδός θεολόγος (Alain Cuny), ήταν στη λίστα εκείνων που πρότεινε η Aiche να βοηθήσουν τον Amedeo, ώστε εκείνος να κατορθώσει να επιτύχει την πολυπόθητη συνάντησή του με τον Πάπα. Όμως το μόνο που μπόρεσαν να κάνουν για εκείνον ήταν να του δώσουν ανεφάρμοστες υποσχέσεις, ενισχύοντας την απογοήτευσή του. Η Aiche, ερωτευμένη με τον Amedeo, μένει έγκυος από εκείνον και παίρνει την απόφαση να κρατήσει το παιδί τους. Αλλά ο Amedeo έχει βυθιστεί στην εμμονή της συνάντησής του με τον Πάπα, αδιαφορώντας για όλα τα άλλα. Τελικά αυτή η εμμονή του θα τον οδηγήσει σε ψυχιατρική κλινική και εξαντλημένος πεθαίνει από πνευμονία, κάτω από την κιονοστοιχία του Αγίου Πέτρου. Ο θάνατός του φαίνεται να κλείνει την υπόθεση και θα αποτελέσει μια ανακούφιση για τον Diaz, που έβλεπε τον Amedeo, ως πρόβλημα. Αλλά ξαφνικά εμφανίζεται ένας άλλος επισκέπτης, ο οποίος και εκείνος ζητά ακρόαση από τον Άγιο Πατέρα. Και όλα ξεκινούν ξανά από την αρχή με το ερώτημα του Diaz τι να ήταν άραγε εκείνο το σημαντικό που ήθελε να πει ο Amedeo στον Πάπα; 
Ο Φερέρι δημιουργεί μια μεταφορά του έργου του Κάφκα “Πύργος”, με κέντρο όμως την Εκκλησία, φροντίζοντας να αντικατασταθούν οι αφαιρέσεις του Κάφκα, από πραγματικούς ανθρώπους, όπως τον Πάπα Ιωάννη ή τον Πάπα Παύλο. 

«Ο Κάφκα μεταμόρφωσε τη σαφή και ακριβή γεωγραφία του έργου του σε μεταφυσική», υποστήριζε ο Φερέρι, ενώ αναφερόμενος για την ταινία του και τις επιρροές του από τον Κάφκα θα πει: «Το αφηγηματικό σχήμα της ταινίας μου - θα πει ο Φερέρι - αναφορικά με το καφκικό έργο, ακολουθεί μια αντίθετη διαδρομή προς τα πίσω. Ο Κάφκα έβλεπε τον άνθρωπο να ζει σ’ ένα κόσμο μεταφυσικώς παράλογο και συνεπώς όχι μόνο εγκαταλειμμένο, αλλά και συντριβόμενο από αυτό τον υπερβαίνει. «Εγώ» - θα πει ο Φερέρι - «ξεκινάω με τη ζοφερή εικόνα της εκκλησιαστικής εξουσίας που στηρίζεται στη μεταφυσική, για να καταλήξω στην υλική πραγματικότητα μιας ωμής, μιας συντριπτικής εξουσίας». 

Ο Φερέρι με τους σεναριογράφους Rafael Azcona και Dante Matelli σκιαγράφησαν ένα μακρύ ταξίδι στις δομές της δύναμης, της εξουσίας, η οποία περιθωριοποιεί χωρίς δισταγμό και δολοφονεί χωρίς έλεος. 

Το φιλμ του Φερέρι αποτελεί μια φλογερή σάτιρα ενάντια στην καθολική εκκλησιαστική ιεραρχία και γενικότερα ενάντια στην ίδια την εξουσία, στην οποία όλοι γίνονται ή αιχμάλωτοι ή συνεργοί της. 

«Ο σκηνοθέτης στην ταινία του αναπτύσσει μια πλούσια θεματική, όπως για παράδειγμα την απομόνωση που βιώνει ο πρωταγωνιστής της ταινίας από κάθε μορφή εξουσίας (συμπεριλαμβανομένης ακόμη και της κομματικής εξουσίας, όταν τίθεται το ερώτημα στον πρωταγωνιστή αν είναι “μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος;”, όπως ακούγεται σε ένα σημείο του διαλόγου της ταινίας), αλλά την εξουσιαστική σχέση άνδρα- γυναίκα- οικογένεια έως και την εξουσία του θανάτου... Δημιούργησε ένα τρυφερό (για την αθωότητα του ανθρώπου) και μαζί αποτρόπαιο φιλμ, που αγγίζει τη λοιδορία, την ειρωνεία, την απαισιοδοξία και τη σκληρότητα. Δε λείπουν, βέβαια, κάποιες σπατάλες και αβέβαιες στιγμές στην κινηματογραφική αφήγηση του φιλμ, οι οποίες όμως ελάχιστα επηρεάζουν την ουσία μιας σημαντικής ταινίας που σκόπιμα κάποιοι θέλησαν να την υποτιμήσουν», θα γράψει ο σπουδαίος κριτικός κινηματογράφου Morando Morandini. 

Η κριτική που ασκεί το φιλμ του Φερέρι στην εξουσία της Καθολικής Εκκλησίας, δηλαδή ενός αποκρυσταλλωμένου θεσμού, ανίκανου να αναζωογονηθεί και να αναδυθεί καταλήγοντας σ’ ένα γραφειοκρατικό και πελατειακό σώμα, δεν εκτιμήθηκε και η ταινία του Φερέρι τέθηκε στα αζήτητα για πολύ καιρό. Ανακαλύφθηκε ξανά δεκαετίες αργότερα, όπου το ιταλικό κινηματογραφικό κοινό συμπεριέλαβε την ταινία του Φερέρι στη λίστα των 100 καλύτερων ιταλικών ταινιών, βρισκόμενη πλέον στο Εθνικό Μουσείο Ταινιοθήκης της Μπολόνια. 

* Ο Απόστολος Αποστόλου είναι καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου P.U.F Ρώμης. 
 

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News