immanuel_kant_shutterstock_1112940614

Οι άγνωστες πτυχές του Διαφωτισμού

Απόψεις
Οι άγνωστες πτυχές του Διαφωτισμού

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μετά τον ορισμό του Καντ, η πολιτική και η αλήθεια πέρασαν από το φίλτρο του Διαφωτισμού

Ο Καντ γράφει ότι Διαφωτισμός είναι «η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητα για την οποία φταίει ο ίδιος. Ανωριμότητα είναι η αδυναμία του ανθρώπου να μεταχειρίζεται τον νου του χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου. Φταίει γι’ αυτήν την ανωριμότητα ο άνθρωπος, όταν η αιτία της έγκειται όχι σε ανεπάρκεια του νου, αλλά στην έλλειψη της απόφασης και του θάρρους να μεταχειριστεί τον νου του χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου. Sapere aude! Να έχεις το θάρρος να μεταχειρίζεσαι τον δικό σου νου». 

Μετά τον ορισμό του Καντ, ο Διαφωτισμός έγινε η capula της αλήθειας και της πολιτικής. Άλλος τρόπος για να επικυρωθεί η αλήθεια και η πολιτική δε θα υπάρξει και ο πολίτης στο εξής θα ριχτεί στο βαθύ πηγάδι της ατελεύτητης διαφωτιστικής ανυπαρξίας του. 
Ο Γιόχαν Γκέοργκ Χάμαν (1730-1788) θα πει ότι ο Διαφωτισμός δεν ερμηνεύεται, αλλά περιγράφεται περισσότερα αισθητικά παρά διαλεκτικά. Αναφερόμενος στον Καντ, όταν εκείνος ισχυριζόταν ότι Διαφωτισμός είναι εκείνο το sapere aude, δηλαδή να έχεις το θάρρος να χρησιμοποιείς το μυαλό σου και να βγεις από την ανωριμότητά σου - θα πει ο Χάμαν - ο κοσμοπολίτης χιλιαστής (Καντ) μιλάει για ανωριμότητα, αλλά όλα αυτά αποτελούν ανέξοδες φλυαρίες της ζεστασιάς και της άνεσης. Η ανωριμότητα δεν αποτελεί τον κύριο υπαίτιο του ανθρώπου, αλλά ο κηδεμόνας του είναι ο κύριος υπαίτιος. Ο Καντ εισαγάγει ένα κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο καθίσταται “Ιδέα Λίγου” θεωρητικό ιδεώδες. Το κοινωνικό συμβόλαιο του Καντ γίνεται σύνταγμα, με κέντρο το γνωστό μότο: «Μπορώ να διεκδικήσω τα δικαιώματά μου μόνο αν αναγνωρίσω τα δικαιώματα των άλλων». Τι σημαίνει αυτό; Ότι αναγνωρίζω τα δικαιώματα της εξουσίας και των προσώπων που την ασκούν, εγκαταλείποντας έτσι την τύχη μου σε εκείνους, και αδιαφορώ για την ανάκτηση της εξουσίας από εμένα. Πέραν τούτου, ο Καντ και όλοι οι διαφωτιστές εισάγουν, επίσης, την έννοια της ανεκτικότητας (που μέχρι σήμερα αποτελεί το σουλτανάτο, δηλαδή την έσχατη εντολή, και σήμερα μάλιστα τη συναντούμε στην πλέον πιο διασταλτική της σημασία), η οποία καθίσταται επεξεργασία τακτικής, κατήχηση, αυτοποιό φύτευμα προσαρμογής, συνταγολόγιο πράξης. Παράλληλα την επιθυμία του κοινωνικού πρέπει - ο Καντ και οι άλλοι διαφωτιστές - θα την κάνουν θεσμό, δηλαδή συνύπαρξη χωρίς αμοιβαία ανοχή, η οποία παραδίδει το νόημα του συνανήκειν στην κηδεμονία της κοινοτοπίας. Θεσμοί, σύνταγμα, ανεκτικότητα και λοιπά συμπεριέχοντα έρχονται από μια ελευθερία του δεσμώτη, και όχι από μια ελευθερία του πυρφόρου Προμηθέα. Όλα γίνονται ένα πυκνό παραπέτασμα από θετικιστικές πρακτικές (τόσο για τον Καντ όσο και για τους άλλους διαφωτιστές) ενός ατομοκεντρικού κράτους και μιας ιδιωτικής κοινωνίας, όπου τον πρώτο και τελευταίο λόγο έχει η οργάνωση. Αλλά η οργάνωση, όπως ευφυώς λέει ο Λιοτάρ, έχει ένα κρύψιμο, μια στημένη μηχανή απάτης, ένα κίνδυνο, μια ασφυξία. 

Ο Καντ, ο βλοσυρός κανονάρχης του Διαφωτισμού, με τις πανάκειες του «πρέπει», μπορεί να έδειχνε ότι φορούσε την περιπόρφυτη τήβεννο της ηθικής, αλλά αποτελούσε μια χειροτονημένη φιγούρα του ρατσισμού και της αλληλολιβανιστικής εξουσίας. Διαβάζουμε και τρομάζουμε με τη σπηλαιόβια ηθική του ρατσισμού του: Στο Immanuel Kant: Beobachtungen über das Gefühl des Schönen und Erhabenen “Die Negers von Afrika haben von der Natur kein Gefühl, welches über das Läppische stiege” (οι νέγροι της Αφρικής δε διαθέτουν από τη φύση τους καμία νοημοσύνη η οποία ξεπερνά την ανοησία). Ω του θαύματος, ο διαφωτιστής Καντ με τις ψαλμουδιές της αστικής συμφιλίωσης αμετανόητος ρατσιστής. Αλλά φαίνεται να έχει επίσης φαλτσάρει όταν ισχυρίζεται ότι ο μονάρχης δεν είναι μέλος της κοινότητας, αλλά δημιουργός της, ο μοναδικός που μπορεί να ασκήσει καταναγκασμό, χωρίς ο ίδιος να υπόκειται σε πιέσεις. Επιπλέον η αρχή της ισότητας δεν μπορεί να ισχύει για τον ηγεμόνα, όπου έρχεται από αλλού και έχει αποστολή. Αποδεικτικό υλικό γιατί ο Χίτλερ είχε μια αδυναμία στον Καντ, όχι λατρεία όπως είχε για Νίτσε και Χάιντεγκερ (ο Γκέμπελς ερμήνευσε το πράγμα καθ’ αυτό “Ding - an - sich” του Καντ ως τον λαό). Πέραν τούτου, ο Καντ ως φανατικός εικονολάτρης των ηγεμόνων καταδίκασε τις επαναστατικές δράσεις και εξέφρασε τον αποτροπιασμό του όταν εκτελέστηκε ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’. Υποθηκεύτηκε στα συμφέροντα της εξουσίας και τις αυτοκρατορίες της εποχής. 

O Έντουαρντ Μπερκ (1729-1797) θα ισχυριστεί ότι ο Διαφωτισμός αποτελούσε μια φιλοσοφική συνωμοσία υποτιθέμενων αναρχικών και αντιχριστιανών, οι οποίοι ήταν κατά βάση μύστες αδελφοτήτων, τέκτονες. 
Το αντιδιαφωτιστικό κίνημα ξεκινά με τον Χάμαν, τον Έντμουντ Μπερκ, αλλά και τον Ρουσσώ, ο οποίος τελικά μέσα από μια αντιστροφή του πνεύματός του συγκαταλέγεται στους αντιδιαφωτιστές, τον Χέρντερ, τον Ζοζέφ ντε Μαίστρ, αλλά και τον Νίτσε, ο οποίος το 1877 εισάγει και τον όρο αντιδιαφωτισμός. Και αν θεωρήσουμε ότι το αντιδιαφωτιστικό κίνημα, ασκώντας κριτική στον Διαφωτισμό, καταμαρτυρεί τις ατέλειές του, αλλά και τις αντιμεταθέσεις του, τότε στους παραπάνω κριτές θα πρέπει να τοποθετήσουμε και τον Αντόρνο και τον Χορκχάιμερ (σχολή Φρανκφούρτης), οι οποίοι διακρίνουν εγγύτητες του Διαφωτισμού με τον ναζισμό. Αλλά και τον Έρικ Φέγκελιν, ο οποίος αναγνωρίζει κοινούς τόπους του Διαφωτισμού με τον γνωστικισμό που με τη σειρά τους και οι δύο μαζί να τροφοδοτούν το πνευματικό υλικό του ναζισμού και του κομμουνισμού. Ένας μεγάλος αντίπαλος του Διαφωτισμού στάθηκε ο Ρομαντισμός - δηλαδή η αισθητική αριστοκρατία - ο οποίος διέκρινε ότι ο Διαφωτισμός καθιέρωνε έναν δημοκρατικό ωφελιμισμό και ένα επιτροπευομένο πολιτικό σύστημα, που διαλέγεται με μια αγορασμένη συγκατάβαση. 

Ο Γκάθρι με το έργο του “Ιστορία της ελληνική φιλοσοφίας” μας λέει ότι ο πρώτος διαφωτισμός ήταν ο αρχαίος ελληνικός διαφωτισμός. Οι Δημόκριτος, Πρωταγόρας και Αριστοτέλης κατατάσσονται, σύμφωνα με την άποψή τους, στον αρχαίο ελληνικό διαφωτισμό γιατί είχαν συλλάβει την ιδέα της προόδου. Αλλά και οι Π. Γκαίι και Ι. Ουέντ θεωρούσαν ότι υπήρχαν διανοητικά ρεύματα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, τα οποία επηρέασαν αποφασιστικά τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό. 
Ο Διαφωτισμός επινόησε το κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο επιτάσσει τους πολίτες να συμφωνήσουν σ’ ένα πολιτικό σύστημα που θα εκχωρούν τα δικαιώματά τους (ολική εκχώρηση) και θα αποφασίζει κάποιος άλλος για εκείνους, έχοντας το δικαίωμα της κριτικής άποψης, αλλά δε θα είναι εκείνοι που θα έχουν την εξουσία. Έτσι θα υπάρχουν οι δυνητικά ελεύθεροι επειδή θα μπορούν να ασκούν κριτική. Ο Διαφωτισμός ουσιαστικά πρόκειται για μια φιλοσοφική τρομοκρατία στηριζόμενη σε παραφράσεις του αρχαιοελληνικού νοήματος της προσπάθειας να ανεξαρτητοποιηθεί ο δυτικός πολίτης από τον φεουδάρχη και να αποστασιοποιηθεί από τον Χριστιανισμό, ο οποίος στη Δύση θεωρήθηκε ως η αιτία του κακού και κρίθηκε ως ξένη κουλτούρα που δεν έβρισκε εγγύτητες με τον δυτικό σαμανισμό. 

Επιπλέον, τον Διαφωτισμό τον επέβαλε η νέα αστική τάξη, η οποία τρεφόταν από το νόημα του νέου τρόπου ζωής από τη νεύρωση της ιδεοληψίας της απελευθέρωσης, που ο δυτικός άνθρωπος δεν κατάφερε να ζήσει. Στην υποστήριξή του συμμετείχαν πολλοί ηγεμόνες, οι οποίοι προσαρμόστηκαν στις νέες αντιλήψεις εξουσίας, οι οποίες βέβαια ήταν μετριοπαθείς και δε διέθεταν κανένα αίτημα ριζικής ανατροπής του καθεστώτος ή κατάργησης της βασιλείας. Ο Μ. Φρειδερίκος, η Μ. Κατερίνη, η Μαρία Θηρεσία και ο Ιωσήφ Β’ αποτελούσαν την Πεφωτισμένη Δεσποτεία και μαζί τους οι αυλοδουλοκόλακες διανοούμενοι της εποχής, οι οποίοι έγιναν οικότροφοι ισοβίτες του καθεστώτος, δημιούργησαν την εμπροσθοφυλακή των ιδεών και πρακτικών της Νέας Εποχής. 

Ο Μέγας Φρειδερίκος (1740-1786) αποτελούσε μια καταπιεσμένη προσωπικότητα από τον πατέρα του Φρειδερίκο Γουλιέλμο (1713-1740), τον ιδιόρρυθμο και απαίδευτο μονάρχη, με την απόλυτη αυστηρότητα και την πρωτοφανή του πειθαρχία. Θεωρούσε τον γιο του θηλυπρεπή και ανάξιο διάδοχό του, γιατί αντί να ενδιαφέρεται για τα στρατιωτικά και πολιτικά, είχε αφοσιωθεί στην ποίηση, τη φιλοσοφία και τη μουσική. Μάλιστα, συχνά δραπέτευε στο εξωτερικό και στα ταξίδια του είχε μυηθεί στον ελευθεροτεκτονισμό, φτάνοντας στον βαθμό του 33ου τέκτονα. Ο Μ. Φρειδερίκος, αγανακτισμένος από την αυστηρότητα του πατέρα του, σχεδίασε να εγκαταλείψει τη χώρα του και να εγκατασταθεί στο εξωτερικό. Τα σχέδιά του πληροφορήθηκε ο πατέρας του λίγο πριν αποδράσει. Ο διάδοχος του θρόνου επιχείρησε, με τη βοήθεια του εραστή του, υπαξιωματικού Χανς Χέρμαν φον Κάτε, και του επίσης υπολοχαγού Πέτερ Καρλ φον Κάιτ, να λιποταχτήσει, ωστόσο δεν τα κατάφερε. Ο υπαξιωματικός φον Κάιτ διέφυγε, αλλά ο εραστής του Χανς Χέρμαν φον Κάτε και ο διάδοχος συνελήφθησαν, πέρασαν από στρατοδικείο και ο Χανς Χέρμαν φον Κάτε καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία. Η ποινή του Κάτε ήταν θάνατος. Στις 6 Νοεμβρίου του 1730 ο Κάτε αποκεφαλίστηκε. 

Ο Φρειδερίκος πίσω από τα κάγκελα του κελιού του παρακολουθεί τον αποκεφαλισμό του εραστή του, φωνάζοντας στα Γαλλικά «σου ζητώ συγνώμη», και στέλνοντάς του τα φιλιά του, ενώ ο Χανς Χέρμαν φον Κάτε θα τον χαιρετήσει στρατιωτικά, λίγο πριν εκτελεστεί. Ο Φρειδερίκος θα λιποθυμήσει μετά το φοβερό θέαμα, αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα θα προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του πατέρα του. Ωστόσο, δε θα ξεχάσει ποτέ στη ζωή του τον Χανς Χέρμαν φον Κάτε. Λάτρεψε τις παρελάσεις των αξιωματικών και μάλιστα ακόμη και όταν ήταν άρρωστος από κατάθλιψη και καθηλωμένος στο κρεβάτι του, ζητούσε να παρελαύνουν αξιωματικοί στο υπνοδωμάτιό του. 
Ο Φρειδερίκος υποτιμούσε τη γερμανική γλώσσα και έγραφε μόνο στα Γαλλικά, ο Γκέλερ του υπενθύμιζε ότι ήταν προκατειλημμένος κατά των Γερμανών. Είχε κάνει δόγμα του τη γαλλική κουλτούρα, θαύμαζε τον Βολταίρο, τον Μοντεσκιέ, προστάτευσε τον Ρουσσώ όταν η Γαλλία και η Γενεύη τον καταδίωκαν, χωρίς να τρέφει όμως ιδιαίτερο θαυμασμό για τα έργα του, μάλλον αδιάφορα τα έβλεπε. Τον Ντιντερό, που η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας τον εκτιμούσε, ο Φρειδερίκος δεν μπορούσε να ανεχθεί την έπαρση του πνεύματός του και το γλωσσικό του ύφος. 
Τον Βολταίρο τον έβλεπε ως μεγάλο δάσκαλο και ήθελε να μάθει από εκείνον. Μάλιστα, έλεγε ότι θα τον χρησιμοποιήσει μέχρι εκείνος να καταστεί ένας στυλίστας της γαλλικής γραφής και μετά θα τον απομακρύνει από κοντά του. Η παραπάνω πρόθεση του Φρειδερίκου έγινε γνωστή στον Βολταίρο, αλλά κοντά του ο Βολταίρος έβρισκε τη σιγουριά που δεν μπορούσε να βρει πουθενά αλλού στην Ευρώπη. Ο Φρειδερίκος αποκαλούσε τον Βολταίρο «Σωκράτη», «Θουκυδίδη», «Πλάτωνα», «Αριστοτέλη», «Δημοσθένη», «Βιργίλιο Κικέρωνα», «Σαλούστιο», και ο Βολταίρος, ανταποδίδοντας τις φιλοφρονήσεις, αποκαλούσε τον Φρειδερίκο «Αλκιβιάδη» και «Ιούλιο Καίσαρα». Ο Φρειδερίκος ασπάστηκε τις απόψεις του Βολταίρου περί ισότητας, ελευθερίας και λαϊκής κυριαρχίας, διατυπώνοντας τις περί κράτους αντιλήψεις του στο έργο του “Αντιμαχιάβελ”, θέλοντας με το συγκεκριμένο έργο να ανατρέψει τις πολιτικές θέσεις του Μακιαβέλι, ωστόσο όταν παρέλαβε την αρχή, κυβέρνησε απολυταρχικά. Θεωρούσε τον λαό ανώριμο ν’ αυτοκυβερνηθεί, τονίζοντας: «Τα πάντα για τον λαό, αλλά τίποτα για τον λαό». Ο Βολταίρος (που το προσωπικό του όνομα ήταν Jean Francis Marie Arouet) υπήρξε αυλοκόλακας του δεσποτισμού και μεγάλος ρατσιστής. Αναρωτιέται, για παράδειγμα, αν οι νέγροι είναι άνθρωποι, αν αντλούν την καταγωγή τους από τους πιθήκους ή αν τελικά οι πίθηκοι κατάγονται από αυτούς: «C'est une grande question parmi eux s'ils son descendus des singes, ou si les singes sont venus d'eux». Και συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι οι νέγροι δεν είναι άνθρωποι. Απόψεις που τις διέθετε βέβαια και ο Καντ αλλά και ο Χιουμ, όταν εκείνος έγραφε: «Ι am apt to suspect the Negroes, and in General all other species of men, to be naturally inferior to the whites». Πέραν τούτου, ο Βολταίρος θεοποίησε τον Λουδοβίκο ΙΔ’, λέγοντας ότι διακυβέρνησε τη Γαλλία με τον τελειότερο τρόπο, ενώ συνεχάρη τον Γουσταύρο τον Γ’ της Σουηδίας που επανέφερε την απολυταρχία στη χώρα. Κατηγορήθηκε για αντι-ιουδαϊσμό, είχε αδυναμία στον Ινδουισμό, υπήρξε ντεϊστής, υποστήριζε την ύπαρξη ενός αναγκαίου και υπέρτατου έλλογου όντος, ενώ το 1778, λίγο πριν φύγει από τη ζωή (μαζί με τον Βενιαμίν Φραγκλίνο και τους Joh Pau Joue, διοικητής του Αμερικανικού Επαναστατικού Στρατού και τον Γάλλο αστρολόγο και μαθηματικό Jean Sylvain Bailly), έγινε τέκτονας στη Στοά των Εννέα Αδελφών, Τεκτονική Στοά της Μεγάλης Ανατολής και της Γαλλίας. Κατά βάση υπήρξε ελιτίστας και αντιλαϊκιστής, χαρακτήριζε τους ανθρώπους αχρείους, ανίκανους, αδύναμους, άστατους, φιλάργυρους, φθονερούς, φανατικούς, υποκριτές και αβέλτερους. Και τόνιζε ότι τα παραπάνω μοντέλα χαρακτήρων είναι πανομοιότυπα και διαχρονικά στην πορεία της εξέλιξης του ανθρώπου. 

Αλλά και ο μεγάλος πολιτικός φιλόσοφος του Διαφωτισμού, ο Μοντεσκιέ, ο οποίος δημιούργησε την περιγραφή των μορφών διακυβέρνησης και τον διαχωρισμό των εξουσιών είναι εκείνος ο οποίος στο έργο του “Παρατηρήσεις για τα αίτια του μεγαλείου και της παρακμής των Ρωμαίων” θα υποστηρίξει με θέρμη ότι οι δυνατές προσωπικότητες και οι αναμφισβήτητες ικανότητες των Ρωμαίων αυτοκρατόρων εμπόδισαν τη γρήγορη κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δηλώνοντας τον απόλυτο θαυμασμό του για τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, ακόμη και για τις αυταρχικές τους πολιτικές, οι οποίες θεωρήθηκαν από εκείνον αναγκαίες και αποτελεσματικές, και οι οποίες επιβεβαίωναν, όπως ο ίδιος γράφει, τις προσωπικές αξίες των αυτοκρατόρων. 

Ένας άλλος αυλόδουλος του Διαφωτισμού ήταν ο Ντιντερό. Ο οποίος όχι μόνο έπαιρνε πίσω με μεγάλη ευκολία όσα υποστήριζε, αλλά έδειχνε και μικρό θάρρος μπροστά στις δυσκολίες. Ο Ντιντερό με τον υλισμό του υπήρξε απόλυτα επηρεασμένος από τον Χομπς και τον Λοκ. Για τον Ντιντερό το φυσικό δίκαιο δε δικαιώνει την ατομική ιδιοκτησία και στο άρθρο του με τίτλο “Πολιτική Αρχή” εξετάζει τα δικαιώματα να αξιώνει ένας ηγεμόνας υπακοή από τους πολίτες. Εκεί παρατηρεί ότι κανένας άνθρωπος δεν έχει από τη φύση το δικαίωμα να δίνει εντολές σε άλλους, παρατηρώντας ότι το δικαίωμα αυτό θεμελιώνεται μόνο στη συγκατάθεση των πολιτών να υπακούσουν στον ηγεμόνα. Παράλληλα υποστηρίζει ότι η σχέση πολιτών και ηγεμόνα καθορίζεται από ένα συμβόλαιο, και πιο συγκεκριμένα από ένα συμβόλαιο που και τα δύο μέρη συμφωνούν να τηρήσουν. Και εδώ διακρίνουμε το λάθος που κάνουν στο σύνολό τους όλοι οι διαφωτιστές, οι οποίοι βλέπουν ως λύση το συμβόλαιο, αλλά όχι την ανάληψη της εξουσίας από την πλειοψηφία, δηλαδή τον λαό.

Επιπλέον ο Ντιντερό στο συγκεκριμένο άρθρο του αποσιωπά την άποψη ότι ένας από τους σκοπούς του συμβολαίου είναι να προστατέψει την ατομική ιδιοκτησία και την αναγνωρισμένη από τον νόμο περιουσία των πολιτών. Η αντιφατικότητά του ή η απόσυρση των όσων ισχυριζόταν είναι μεγαλειώδης. Από τη μια πλευρά υπερθεματίζει ότι το έθνος είναι ο μόνος κυρίαρχος, ότι ο λαός είναι ο μόνος νομοθέτης, αλλά από την άλλη πλευρά υποστηρίζει ότι κανείς δεν μπορεί να του διασφαλίσει ή να του εγγυηθεί την ατομική του ιδιοκτησία. 

Στις 24 Ιουλίου του 1749, ο Ντιντερό συλλαμβάνεται και οδηγείται στο φρούριο της Βενσέν, μπροστά στην ανάκριση υποχωρεί τόσο που θα δώσει όλες τις πληροφορίες που ζητούσαν οι Αρχές. Απαρνείται την πλειοψηφία των εντύπων που είχε γράψει με απόψεις για λαϊκή κυριαρχία, και ικετεύοντας να τον αφήσουν ελεύθερο θα εξαγοράσει την απελευθέρωσή του με το να καταθέσει όλα τα ονόματα των συνεργατών του, τυπογράφων, εκδοτών, φίλων του, οι οποίοι τον είχαν φιλοξενήσει, όλων εκείνων δηλαδή οι οποίοι τον είχαν βοηθήσει στην προσπάθειά του να γράψει, να εκδώσει και να διακινήσει τα έργα του. Μάλιστα, ο Ανρί Γκιγιέμεν έγραφε για τον Ντιντερό ότι ήταν ένας άνθρωπος πολύ λίγος και κάθε φορά που επρόκειτο να τον συναντήσεις θα έπρεπε να ήσουν ιδιαίτερα προσεκτικός. Ακόμη και όταν του ζητήθηκε να τεθεί διευθυντής της “Εγκυκλοπαιδείας”, μετά από πρόταση που έγινε από τους συνεργάτες του και κυρίως από τον Ντ’ Αλαμπέρ, ο οποίος τον έβαλε στα σαλόνια των Μαντάμ ντι Ντεφάν και Μαντάμ Ζοφρέν (δηλαδή στα σαλόνια των συζητήσεων, μάλιστα στο σαλόνι της Μαντάμ Ζοφρέν ξεκίνησε η ιδέα της “Εγκυκλοπαιδείας”), ο Ντιντερό, για να αποφύγει τις συναλλαγές με τους συνδρομητές, αρνήθηκε να μπει επικεφαλής της όλης προσπάθειας, αλλά μετά από πολλές προσπάθειες πείστηκε να τοποθετηθεί ως υποδιευθυντής. 
Επιπλέον ο Ντιντερό έδειξε απροσμέτρητη δουλοπρέπεια απέναντι στη Μ. Αικατερίνη και ζητούσε να την προσκυνήσουν όλοι, και να σταθούν δίπλα της, ενώ την αποκαλούσε Καίσαρα. Μιλώντας μάλιστα για τις οικονομικές του δυσκολίες μπροστά στην τσαρίνα Αικατερίνη, θα προσπαθήσει να τη συγκινήσει και το κατάφερε, και εκείνη με μια ευγενική και έμπρακτη χειρονομία θα δείξει την εκτίμησή της και την αγάπη της προς το πρόσωπό του. Θα αγοράσει τη βιβλιοθήκη του, χωρίς να τη μεταφέρει, αφήνοντάς τη στην κατοικία του και ορίζοντας τον ίδιο ως βιβλιοθηκάριο, προκειμένου έτσι να του δικαιολογήσει μια αργομισθία και προκαταβάλλοντας τους μισθούς του έως και την ηλικία των 104 ετών του. Ο Ντιντερό έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 71 ετών και φυσικά έλαβε χρήματα για άλλα 33 χρόνια. Ο Αντρέ Μπιγί γράφει ότι μεταξύ του Ντιντερό και της Μ. Αικατερίνης υπήρξε ένα ειδύλλιο που κράτησε για χρόνια και εξελίχθηκε σε ερωτική σχέση. 

Εξαίρεση από τους αυλόδουλους και αυλοκόλακες του Διαφωτιστικού κινήματος αποτελούσε ο Ντ’ Αλαμπέρ ή Νταλαμπέρ (1717-1784). Ο Ντ’ Αλαμπέρ υπήρξε άγαμο τέκνο το οποίο βρέθηκε μια μέρα το 1717 στα εξωτερικά σκαλοπάτια κάποιας εκκλησίας. Όλοι όμως γνώριζαν πως επρόκειτο για παιδί της Μαντάμ ντε Τανσέν, που στο σαλόνι της φιλοξενούσε πολλούς διανοούμενους της εποχής και είχε καταστεί χώρος συζητήσεων και προβληματισμού. Ο Ντ’ Αλαμπέρ, εξαίρετος μαθηματικός και φυσικός, σε ηλικία 37 ετών είχε γίνει μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών και έτσι δεν αναζήτησε ποτέ του κάποιον ώστε να του λύσει τα οικονομικά του προβλήματα. Σε πρόσκληση που του έγινε από τον Μ. Φρειδερίκο να εγκαταλείψει τη Γαλλία και να εγκατασταθεί στη Πρωσία με σαφώς καλύτερους όρους διαβίωσης, ο Ντ’ Αλαμπέρ θα απαντήσει ότι, αν και «δε χρωστάω τίποτα στην κυβέρνηση της Γαλλίας, από την οποία και φοβούμαι τα πάντα εξαιτίας των απόψεων και θέσεων που έχω, ωστόσο χρωστάω στο έθνος μου, που μου συμπεριφέρθηκε καλά και που με ανταμείβει με την εκτίμησή του». 

Ο Ντ’ Αλαμπέρ, ολιγαρκής και ακέραιος, δεν προσέφυγε ποτέ σε αυλές γιατί δεν ήθελε να διακινδυνέψει την ηρεμία του. Και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι, ενώ υπήρξε ακραίος αρνητής της θρησκείας, άθεος, με απόψεις που άγγιζαν φανατισμό, ωστόσο απέφευγε να τις καταθέτει δημόσια από φόβο, χωρίς έτσι να υπερβεί το περίγραμμα της προσωπικής του ασφάλειας, κερδίζοντας και την ηρεμία του, αλλά και την παρωθητική γνώμη του κινήματος του Διαφωτισμού.
Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ (1712-1778) αποτελεί, επίσης, μια εξαίρεση από το κίνημα του Διαφωτισμού. Πέρα από το γεγονός ότι υπήρξε τολμηρός συγγραφέας, βγάζοντας τον εαυτό σου σε κοινή θέα με το έργο του “Εξομολογήσεις” (ο Γουσταύρος Λανσόν ισχυρίζεται ότι ο Ρουσσώ στο συγκεκριμένο έργο του βρίθει από ψεύδη), αλλά και γιατί αποστασιοποιήθηκε από την παρέλαση των οπαδών του Διαφωτισμού, τόσο που κατατάσσεται στους αντιδιαφωτιστές. Πολλά από τα έργα του ήταν ένα κοίταγμα της αφορμητικής στιγμής. Για παράδειγμα η πραγματεία του «για την καταγωγή της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων» οργανώθηκε στη σκέψη του μέσα από τους περιπάτους που έκανε βυθισμένος, όπως μας λέει, στο δάσος Σαίν Ζερμαίν. Προσπάθησε να μη θολώσει ποτέ τα κριτήριά του. Ακόμη και εκεί που κατηγορήθηκε από άλλους διαφωτιστές ότι εγκατέλειψε τη φροντίδα των παιδιών του σε ιδρύματα, ακόμη και εκεί υποστήριζε ο Ρουσσώ την παιδαγωγική που πρέπει να εξασφαλίζει η πολιτεία στον δημόσιο βίο. Παρά όλα αυτά, δεν εγκατέλειψε τη Μαντάμ ντε Βαράν, που ήταν η γυναίκα που του γνώρισε τον έρωτα σε ηλικία 16 ετών και τη θυμόταν πάντα έως το 1762, συνεχίζοντας να της στέλνει χρήματα. Ταξιδεύει πολύ για να διατηρήσει την ελευθερία του, Γενεύη, Παρίσι, κ.λπ., ο φίλος του Ντ’ Αλαμπέρ τού γράφει να τον βοηθήσει ώστε να εγκατασταθεί στην Πρωσία κοντά στον Μ. Φρειδερίκο και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή Ναισατέλ, λέγοντάς του ότι εκεί θα βρει ένα καταφύγιο και έναν κυβερνήτη, τον Μιλόρ Μαρεσάλ, που θα τον δεχτεί ως πατριάρχη της Παλαιάς Διαθήκης. 

Ο Ρουσσώ πείθεται και εγκαθίσταται στο Ναισατέλ, αλληλογραφεί με τον Μ. Φρειδερίκο και θα του γράψει με ασύντριφτο θάρρος: «Έχω πει πολλά για σας, θα πω ακόμη περισσότερα, αλλά διωγμένος και κυνηγημένος από Γαλλία, Γενεύη, από Βέρνη, ζητώ άσυλο στο έδαφός σας». Ο Μ. Φρειδερίκος θα πει «πρέπει να βοηθήσουμε εκείνον τον ταλαίπωρο και φτωχό άνθρωπο, όπου η μοναδική του αμαρτία είναι ότι καταθέτει απόψεις ενοχλητικές». Ο Ρουσσώ δεν υπήρξε ποτέ ένας πανικόβλητος φιλοτομαριστής, έτσι όπως υπήρξαν αρκετοί από τους ηγέτες του Διαφωτιστικού κινήματος, δε διέθετε καμία συμφεροντολογική ανθρωπολογία, δεν είχε μικροπρέπεια, δεν έφτυνε αράδες και απερπάτητα εμβατήρια, ούτε εγκωμίασε ηγεμόνες με τενεκεδένιους μονότονους παιάνες, παρέμεινε μια πνευματική αξιότητα έως το τέλος. Διέκρινε στους ηγεμόνες που θέλησαν να αλλάξουν τη βάρδια της βαρβαρότητας με ανθρωπολογικές κορόνες (Πεφωτισμένη Δεσποτεία) και τους απέφυγε όπως ο δαίμονας το λιβάνι. Ήξερε ότι η προσαρμογή σε περιβάλλοντα προστασίας μεταβάλλεται σε φετίχ συνεχιζόμενης κυριαρχίας. Οι προστασίες καθίσταται μεταμοσχευτήρια μυαλών, αυτό το διαισθανόταν και το έβλεπε από τις ηγετικές μορφές του Διαφωτιστικού κινήματος. 
Ο Ρουσσώ όμως αντιμετώπισε και κακία και ζήλια των μετεξεταστέων της ουτοπίας, κάποτε ο Χιουμ του πρότεινε να επισκεφτεί την Αγγλία, πράγμα που έγινε και φιλοξενήθηκε από τον Χιουμ στο Λονδίνο αντιμετώπισε όμως την εχθρότητα, η οποία εμφορείτο από μια υποβόσκουσα ζήλια του Χιούμ απέναντί του. Ο Ρουσσώ αποστασιοποιήθηκε από την αθεΐα των διαφωτιστών, επέστρεψε προς το τέλος της ζωής του στον Χριστιανισμό και σε απόψεις αντιδιαφωτιστικές. Στις 2 Ιουλίου του 1778 ο Ρουσσώ, αφού ολοκλήρωσε τον πρωινό του περίπατο, επιστρέφοντας στο σπίτι του αισθάνθηκε αδιαθεσία και σε λίγες ώρες κατέληξε. Για πολλούς ο Ρουσσώ αυτοκτόνησε, για άλλους δολοφονήθηκε από τη σύντροφο της ζωής του, την Τερέζα, η οποία ήταν ερωτευμένη όχι πλέον με τον Ρουσσώ, αλλά με έναν θαλαμηπόλο. 
Ποιο ήταν το λάθος του Ρουσσώ; Ότι είδε μόνο το κοινωνικό συμβόλαιο ως αναγκαία προϋπόθεση ελευθερίας, κυνήγησε την πολιτική λύτρωση μόνο στην ατομική αυτονομία και δεν είδε - όπως όλοι οι διαφωτιστές - ούτε την πολιτική ούτε την οικονομική αυτονομία. Δεν κατάλαβαν οι διαφωτιστές ότι η ατομική αυτονομία, αν δε συνοδεύεται και από την πολιτική και οικονομική αυτονομία, εμπίπτει στο πεδίο της μετωνυμίας του κρυπτογραφήματος και γίνεται αναληθής δοξοκοπία της ελευθεριότητας για μαμμάκυθους. 

* Ο Απόστολος Αποστόλου είναι καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας. 
 

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News