Πέριξ του κράτους έχουν αναπτυχθεί ποικίλες ψαλμουδιές και πολλές χρυσοκοντυλογραμμένες θεωρίες. Έχουν παρελάσει Μινχάουζεν ψέματα, σκονισμένοι μύθοι και κουρελιασμένα άσματα. Τι ισχύει όμως; Η πολιτική επιστήμη και η πολιτική ανθρωπολογία με έναν ίλιγγο ψευδο-πρωτοποριακής ακροβασίας φάλτσαραν πολλές φορές στα όρια της αναλυτικής αυθάδειας και “πεζολάτησαν” σε απίστευτες θεωρητικές επιτηδεύσεις, αναφορικά με το κράτος και τους καλπασμούς της εξουσίας.
Οι εξουσιόφρονες του κρατισμού
Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ καθρεφτίζει και γυαλιστροκοπά το κράτος στο μονοπώλιο της χρήσης βίας και της άσκησης του κοινωνικού ελέγχου. Το κράτος διακατέχεται από μια έννοια γένους θα μας πει, ο Βέμπερ και καλύπτει ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα, εκπροσωπεί στενά πολιτικά και ταξικά συμφέροντα και συγκαλύπτει κρυφές δυνάμεις διαχείρισης. Ταυτόχρονα νομοθετεί, στη φλογερή πίστη του ενιαίου, και εκδίδει το δελτίο των θεσμών. Αναφέρεται μάλιστα ο Βέμπερ στα σκοτεινά χαρακώματα της βίας, λέγοντας ότι «κάθε κράτος στηρίζεται στη βία, έτσι όπως το έχει αντιληφθεί ο Τρότσκι στο Μπρεστ-Λιτόφσκ, και αυτό είναι πραγματικά σωστό».
Με άλλα λόγια το κράτος μεγαλώνει μαζί με τον τρόμο και τον πανικό. Και συνεχίζει ο σημαιοφόρος των στενοκέφαλων Κεντρο-ευρωπαίων Μαξ Βέμπερ: «Αν δεν υπήρχε κανένας κοινωνικός θεσμός που να αναγνωρίζει τη χρήση της βίας, η έννοια του κράτους δε θα υπήρχε και τότε θα είχαμε μια κατάσταση αναρχίας, με το ιδιαίτερο νόημα που έχει αυτή η λέξη. Εννοείται ότι η βία δεν είναι το επιθυμητό ή το μόνο μέσο του κράτους - κανένας δεν το ισχυρίζεται αυτό - αλλά αποτελεί ένα μέσον που αποτελεί την ουσία του κράτους».
Σύμφωνα λοιπόν με τον Μαξ Βέμπερ, είμαστε είτε το θέλουμε, είτε όχι, συνεπιβάτες της βίας, «το κράτος κατέχει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας». Η βία νομιμοποιείται και “ουσιώνεται” μέσα από το κράτος, ενώ παράλληλα κηδεύεται η οποιαδήποτε προσπάθεια που μάχεται τη βία. Σαφώς και δεν πρόκειται για ένα πυρετικό παραλήρημα του Μαξ Βέμπερ, αλλά ακουμπά όλη αυτή η άποψη σε μια δυτική αντίληψη με τις θρηνητικές μεγαλο-ψαλμωδίες της που πολλοί ευκαιριακοί θαμώνες του δυτικού κρατισμού τις αναπαράγουν με μεγάλη ευκολία και φανατική εικονοκλασία.
Οι γλυκομεσονύχτιοι του κρατισμού
Το μακροπαράδοτο θερμοκήπιο της πολιτικής σκέψης στην Ευρώπη, έβλεπε το κράτος ως συμφέροντα ατομικισμού (βλέπετε ο ατομικισμός της “χαμοσερνάμενης” υποκειμενικότητας στη δυτική φιλοσοφία γίνεται το μότο της συγκεκαλυμμένης δικτατορίας), τα οποία συμπλέουν με την αλληλεγγύη της ελεεινολόγησης. Το παραπάνω σκεπτικό περί κράτους εκφράζει ο Χέγκελ μπερδεμένος από κοινωνικές θεολογίες που ταξίδευαν στα σύννεφα της γερμανικής κουλτούρας. Σκέψεις-απόρροια του μεσαιωνικού φόβου και όπως γράφει ο Γεράσιμος Κακλαμάνης, «αυτός ο φόβος φαίνεται πολύ στις γκαργουίγ (οι τερατόμορφες υδρορροές των καθεδρικών ναών), μέσω των οποίων εκαλλιεργείτο στον λαό». Για τον Χέγκελ η οικογένεια και το κράτος αποτελούν σχέσεις οι οποίες διαμορφώνουν τους παράγοντες της κοινωνίας. Κάπου εκεί συναντούνται Χέγκελ, Μαρξ και Ένγκελς (“Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους”, 1884). Οι ιεροκήρυκες του κράτους έστρωσαν το κόκκινο χαλί για να περπατήσει η πύρινη ορθότητα του κρατισμού και ο οψίπλουτος νεοθετικισμός. Το κράτος αντικαθιστά τον Θεό, και η θεοληψία θα βασανίσει πολλούς και για πολλά έτη σκότους. Ωστόσο, ο Ένγκελς αφήνει υπονοούμενα για τον κρατικό “πειθιατισμό” (μονομανία) χρωματίζοντας την καθεστωτική βαρβαρότητά του.
Γράφει: «Το κράτος λοιπόν δεν υπάρχει από καταβολής κόσμου. Υπήρξαν κοινωνίες που τα κατάφεραν χωρίς αυτό, και οι οποίες δεν είχαν ιδέα για κράτος και κρατική εξουσία. Σ’ ένα ορισμένο στάδιο της οικονομικής εξέλιξης που αναγκαστικά είναι συνδεδεμένη με την εφαρμογή της κοινωνίας σε τάξεις, το κράτος έγινε απαραίτητο εργαλείο εξαιτίας αυτής της διάσπασης...».
Εδώ υπάρχει ήδη μια πρώτη ρωγμή στο απόρθητο μετερίζι της αθεράπευτης ιδεοληψίας που διατείνεται ότι το κράτος είναι ο πατερούλης της κοινωνικής ισορροπίας.
Οι “θεσμολάχνες” και “καυσιολόγοι” του κράτους
Ο Τόμας Χομπς δε διαθέτει τη μικροπρεπή στενοκεφαλιά και τους τενεκεδένιους μονότονους παιάνες αναφορικά με το κράτος, αλλά ακολουθεί μια ιδεοτυπική ανάλυση που τίθεται κάτω από τον “ελεφαντισμό” των θεσμών. Το κράτος δεν αποτελεί φορέα δύναμης και κυριαρχίας, αλλά αποτελεί θεσμό με συγκεκριμένες λειτουργίες. Θα γράψει λοιπόν ο Τόμας Χομπς: «Είναι μια πραγματική συναίνεση όλων σ’ ένα ενιαίο πρόσωπο, που πραγματοποιήθηκε με σύμβαση του καθενός με τον καθένα, σύμβαση που έγινε με τέτοιο τρόπο ως εάν να είπε ο ένας άνθρωπος στον άλλον: Εξουσιοδοτώ και αναθέτω το δικαίωμα να κυβερνώ τον εαυτό μου, με αυτόν τον άνθρωπο ή με αυτή τη συνέλευση ανθρώπων, με τον όρο ότι κι εσύ θα αναθέσεις το δικαίωμά σου σ’ αυτόν και να τον εξουσιοδοτήσεις με τον ίδιο τρόπο για όλες τις πράξεις σου...».
Στον Άγγλο φιλόσοφο βλέπουμε όλη εκείνη τη σκέψη περί κράτους που γίνεται δόγμα σήμερα και στήνει τα σταυρωμένα φεγγάρια της δημοκρατίας. Δεν είναι πολύ μακριά από αυτήν την άποψη ο Λοκ και επίσης ο Νίκος Πουλαντζάς, όταν ο τελευταίος θεωρεί το κράτος «θεσμοθετημένο εξάρτημα του κοινωνικού». Πόσο όμως ισχυρή είναι η άποψη ότι το κράτος αποτελεί έναν θεσμικό μηχανισμό; Και πόσο δημοκρατικό είναι να βρίσκεται ένα κράτος κάτω από την ομπρέλα των θεσμών, οι οποίοι είναι δυσλειτουργικοί; Οι θεσμοί είναι μια σύμβαση της αφαίρεσης, κάτι που φαίνεται να ξεχνούν οι πολιούχοι της “θεσμολαχνείας”. Και αυτό γιατί οι θεσμοί υποτάσσουν την κοινωνική τους λειτουργία σε συμφέροντα αυτοσκοπών ή σε συμφέροντα πολιτικο-οικονομικής αυτοτέλειας. Με αποτέλεσμα ή να χάνουν την κοινωνική τους αποστολή και να εντάσσονται σε εξω-θεσμικά όργανα ή να αυτονομούνται τόσο που καθίστανται υπερεξουσίες, απρόσωποι διοικητικοί μηχανισμοί, με αυτοπαραγώμενη αδιάλυτη δύναμη. Οι θεσμοί συντηρούν και οργανώνουν τόσο την κορυφή όσο και το corpus (το σώμα) του συστήματος. Συντηρούν, δηλαδή, τις επίλεκτες ομάδες (κορυφή) και το εξουσιαστικό-ιεραρχικό σύστημα (corpus/σώμα). Παράλληλα με τον φονξιοναλισμό τους (ο φονξιοναλισμός είναι ένας δόκιμος θετικισμός), οι θεσμοί εμπίπτουν σε μια ακολουθία πέρα από κάθε αρχή και μετά από κάθε τέλος. Επιπλέον, οι θεσμοί επιτάσσουν μια εκτέλεση ότι τα πάντα πρέπει να μείνουν αιχμάλωτα στη σφαίρα της μουγκής αλλά λειτουργικής διεκπεραίωσης. Ωστόσο, οι υποκλινέστατοι εραστές των θεσμών απέφυγαν να εξετάσουν τέτοιες προβληματικές ως συνεπείς μεταφυσικοί «ουμανιστές» των θεσμών.
Κράτος-πατρίδα
Μια σχετικά ευθύβολη και οριακά συμπυκνωμένη σκέψη για το κράτος έρχεται από τον Ντ’ Αντρέβ. Από τις στείρες κυριαρχίες της Γαλλικής Επαναστάσεως (και λέμε στείρες γιατί η Γαλλική Επανάσταση υπήρξε το υδραργυρικό ανεβοκατέβασμα μεταξύ λιποταξίας της επαναστατικής δράσης και επιβολής του διορισμένου τυράννου), ο Ντ’ Αντρέβ διακρίνει ότι έχει επιτευχθεί μια ισορροπία μεταξύ κράτους και έθνους. Εκεί βρίσκεται και ο πατριωτισμός ως συμπυκνωμένη έκφραση της ελευθερίας. Βλέπετε, τότε ο πατριωτισμός δεν ήταν υπόδικος από την εισαγγελική Αρχή των αγορών, αλλά ήταν η βεβαιότητα της μέθεξης των πολιτών που αναζητούσαν το καλύτερο, και αυτό οι δικτάτορες της εξουσίας και των ιδεών το είδαν ως απειλή και το ενέταξαν στο ασύνταχτο και λάλο στρατό της οπισθοδρόμησης. Ο Ντ’ Αντρέβ θα πει ότι «η τεράστια σημασία της Γαλλικής Επανάστασης εστιάζεται στο γεγονός ότι έδωσε ουσία στην έννοια του έθνους και επέκτεινε το περιεχόμενό του ως ένα δημιούργημα της ιστορίας, που γίνεται ο συντελεστικός παράγοντας ενός συνεταιρισμού όχι μόνο των ηθών και των κανόνων, αλλά και των βουλήσεων...».
Σήμερα το αλαργινό τσίρκο της ψευδο-πρωτοπορίας όλα αυτά που ισχυρίζεται ο Ντ’ Αντρέβ τα θεωρεί ως ιδιομορφίες που πηγάζουν άμεσα από τα σκοτεινά τοπία του ασυνειδήτου και θα πρέπει να θεραπευτούν. Βέβαια οι “χαρτονένιοι” και μυωπικοί διανοούμενοι της νέας εποχής που “ρεκλαμάρονται” με δόξα κοκοριού, αργοβάδιστοι και αλλήθωροι, ως εγγαστρίμυθες “κεκάργιες” αλλά σαφώς και ευεργετημένοι του “οικονομικού παιχνιόχαρτου”, δε διάβασαν ή δεν άκουσαν ποτέ τον καθηγητή Έντουαρντ Χολ. Δε σκόνταψαν ποτέ μέσα από τα επιλεγμένα διαβάσματά τους, ούτε σαν υποσημείωση δε συνάντησαν το δοκίμιό του με τίτλο “The Hidden Dimension” (“Η κρυφή διάσταση”), δημοσιευμένο στις ΗΠΑ το 1966, Νέα Υόρκη (και μεταφρασμένο στα Γαλλικά με τον τίτλο “La dimension cachée”, Παρίσι 1971). Έτσι για να μάθουν ότι το έθνος, η πατρίδα, η οικογένεια είναι έννοιες συναρτημένες όχι μόνο με τους δεσμούς του αίματος (ο Πλάτων έλεγε: «Παίδες Αρίστωνος, κλεινού θείον γένος ανδρός» Πλάτωνος “Πολιτεία”, 868 a), όπως επιθυμούν κάποιοι, ή της πολιτικής και πνευματικής συναρμογής, αλλά κυρίως με τις σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των ατόμων, μεταξύ των ομάδων, και αποτελεί τον «κοινό χώρο ζωής», όπως μας λέει ο Χολ.
Για τον «κοινό χώρο ζωής» μίλησε με την ποιητική του αύρα ο Ο. Ελύτης, αλλά και ο ψυχαναλυτής Γουίνικοτ με τον όρο «espace potentiel» (δυνητικός χώρος), ο οποίος εκφράζει το «μεταξύ» (αξίζει να δει κανείς και την έννοια του «μεταξύ» στον Πλάτωνα), που αποτελεί τη βίωση της δημιουργικής εμπειρίας της ζωής. Και να μην ξεχνάμε και τη «μέριμνα» του Χάιντεγκερ, η οποία τελείται επίσης κάτω από την ίδια εννοιολογική προοπτική.
Όμως οι νιρβάνες της πνευματικής άπνοιας πίσω από την πατρίδα βλέπουν αποκλειστικά και μόνο το αιματο-συγγενικό σύστημα της φυλής, έτσι όπως ξεπροβάλλει από το φρανκενσταϊνικό γερμανικό κράτος, και μας μαστιγώνουν τα αφτιά μας με απίστευτες ανοησίες, φτύνοντας αράδες και απερπάτητα εμβατήρια μίσους για κάθε πατριωτική αξία.
Το κράτος και η αναρχική τεθλασμένη
Η αναρχική θεωρία αναφέρεται μετά επιτάσεως περί της παραληρηματικής λειτουργίας του κράτους και περί των απόκρυφων εξισώσεων της εξουσίας, προτείνοντας την απελευθέρωση από το κράτος και τη λογιστική οριζοντίωση της καθεστωτικής εξουσίας. Το κράτος δε θέτει μόνο τις συγκριτικές ανισότητες της ζωής, αλλά και την πυκνότητα της εξουσίας, και παράλληλα την κηδεμονία της εσωτερικής διάρκειας του βιώματος μέσω της αλλοτρίωσης (η αλλοτρίωση αποτελεί μια πολιτιστική σταθερά που εμφανίστηκε με την πυραμιδική οργάνωση).
Το κράτος πανλογικοποιεί την εξουσία παντού: στις σχέσεις, στη γλώσσα (η γλώσσα λειτουργεί ως όργανο κυριαρχίας), στο σώμα, στην εργασία, ακόμη και στο όνειρο. Ψάχνει τις εφαπτόμενες της κοινωνικής προσωπικής ζωής μας και τις κατέχει με πανεξουσιαστικούς τρόπους. Για την αναρχική θεωρία η εξουσία υπάρχει μεταξύ δύο κοινωνικών καταστάσεων. Της αντικειμενικής (θεσμοί) και της ενσωματωμένης (νοητικές δομές, συμπεριφορές κ.λπ.). Η βία ενυπάρχει είτε με φυσική μορφή, είτε με συμβολική μορφή και στις δύο καταστάσεις, τελικά η βία πολιορκεί κάθε έκφραση και συμπληρωματική σχέση. Ένα ζήτημα που τίθεται στην αναρχική θεωρία είναι εκείνο της εξουσίας και του κράτους. Εδώ ο Μισέλ Φουκό ξεδιαλύνει την κοπιαστική ηλιθιότητα όσων πιστεύουν ότι το κράτος και η εξουσία συνυπάρχουν και εκτελούν μαζί τις ίδιες λειτουργίες. Το κράτος, σύμφωνα με τον Μισέλ Φουκό, αποτελεί μια «τελική μορφή». Τι σημαίνει αυτή η εκτίμηση του Φουκό; Η εξουσία είναι τελεστικού σκοπού, δηλαδή, κυτταροποιείται σε όλο το δίκτυο και σε όλες τις “σκηνές” της ζωής, είναι καθολική σε όλες τις σχέσεις, πράγμα που δεν ισχύει για το κράτος. Κράτος και εξουσία δε συμπίπτουν. Τώρα, αν η εξουσία εμφανίζεται να συνεπικουρεί το κράτος, αυτό προκύπτει εκ των υστέρων και αποτελεί το αποτέλεσμα της κρατικοποίησης, η οποία δεν είναι τίποτε περισσότερο από την εξελικτική υπαγωγή των σχέσεων εξουσίας στην κονστρουκτιβιστική και φονξιοναλιστική αρχή του κράτους. Ο Μισέλ Φουκό, χωρίς να έχει στόχο να θεμελιώσει μια θεωρία για την εξουσία, αποσαφηνίζει επαρκώς τις διασυνδέσεις της εξουσίας και του κράτους, καθώς και τα διακριτά τους δεδομένα. Θα πει χαρακτηριστικά: «Η εξουσία δεν είναι θεσμός, ούτε δομή, δεν αποτελεί μια ορισμένη δύναμη που κατέχουν κάποιοι: Είναι το όνομα που δίνουμε σε μια δαιδαλώδη στρατηγική κατάσταση στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης κοινωνίας».
Οδηγητής και δρομοδείχτης, ο Μισέλ Φουκό αποσαφηνίζει ζητήματα του κράτους και της εξουσίας, καταρρίπτοντας τα πολεμοχαρή θούρια των αναρχικών και των προφητών της ιδεολογικής δυνάστευσης, οι οποίοι, ως μπερτόδουλοι της αυθεντίας, μας πότισαν με μπόλικες απολέμιστες πολεμικές για θέματα κράτους και εξουσίας. Οι σκέψεις του Μισέλ Φουκό ανάγκασαν τους αναρχικούς να επανατοποθετηθούν, τονίζοντας ότι δε φαντάζονται μια κοινωνία δίχως εξουσία, θεσμούς και νόμους, αλλά παλεύουν για την ανατροπή της διαχωρισμένης εξουσίας, δηλαδή της ύπαρξης εξουσιαστικών και εξουσιαζόμενων, επαϊόντων και μη επαϊόντων. Ωστόσο, πέρα από τις ανεμώνες των λόγων της αναρχικής ρητορικής, το ζήτημα της σχέσης μεταξύ εξουσίας και κράτους με τη συμβολή του Μισέλ Φουκό δεν αποτελεί πλέον τέρα ινκόγκνιτα.
Κράτος και κοινωνία
Όλοι ξέρουν, ακόμη και οι υπομνηματιστές της κρατικής ρητορικής, ή οι μυωπικοί πολυβολητές της εξουσίας με το τρωγλοδυτικό θυμικό τους, ότι υπήρξαν κοινωνίες οι οποίες δε γνώρισαν την εξουσία και την κρατική οργάνωση και επιπλέον ανέπτυξαν και πολιτισμό και δημιουργικότητα. Οι Πιέρ Κλαστρ (La société contre l'Etat: Recherches d'anthropologie politique) και Λεφέβρ απέδειξαν ότι το κράτος δεν είναι το αποτέλεσμα της ιστορίας και επίσης «ότι οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι ενιαίες στο ολικό τους είναι».
Εξουσία υπήρχε και χωρίς κράτος, πάντα υπήρχαν στις κοινωνίες οι μηχανισμοί διαβαθμιστικού σχήματος άσκησης κοινωνικών λειτουργιών, οι οποίες, πέρα από τις δύο αντίθετες ομάδες, υπήρχαν και οι ενδιάμεσες που οργάνωναν τις υπερκείμενες και υποκείμενες τάξεις, αυτό ωστόσο δεν αποτελούσε κράτος όπως το κατανοούμε σήμερα. Ακόμη και ο ασπάλακας Μ. Α. Λεβί, εκείνη η εκφραστική γραφικότητα, της νεοταξίτικης σπηλαιόβιας εποχής μας, έγραφε επηρεασμένος από τον Κλαστρ ότι η ιστορία γεννιέται από τη στιγμή που εμφανίζεται το κράτος και είναι κάτι για το οποίο δεν μπορείς να διαφωνήσεις, αφού το κράτος καταργεί την πρακτική του αυθόρμητου και επιβεβαιώνει τη χειραγωγημένη ιστορική μυθολογία της τάξης. Ο Νίτσε έγραφε ότι «κράτος ονομάζω τον τρόπο, όπου όλοι είναι δηλητηριοπότες καλοί και κακοί. Κράτος είναι όλοι όσοι χάνουν τον εαυτό τους καλοί και κακοί... Κράτος είναι η βαθμιαία αυτοκτονία όλων και αυτό αποκαλείται ζωή... Εκεί όμως που τελειώνει το κράτος, αρχίζει ο άνθρωπος που δεν είναι περιττός...».
Κράτος: η εφεύρεση της ναπολεόντειας ορθοταξίας
Ουσιαστικά το κράτος έτσι, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, έχει την καταγωγή του στο ναπολεόντειο δημιούργημα το οποίο δεν υπήρχε πριν. Όμως το γαλλικό κράτος χρησιμοποιήθηκε ως ομπρέλα για να ιδρύσει ένα έθνος. Ο Τζον Γρέι υποστηρίζει ότι το γαλλικό έθνος δημιουργήθηκε ως εκπαιδευτικό σύστημα μέσα από ένα κράτος το οποίο επεδίωκε να ενοποιήσει μια κουλτούρα για να εξαφανίσει μια σειρά από γλώσσες και παραδόσεις. Και συνεχίζοντας ο Τζον Γκέι θα τονίσει ότι σήμερα το κινέζικο κράτος κάνει το ίδιο στο Θιβέτ. Χρησιμοποιεί τη δύναμη του κράτους η Κίνα για να σφυρηλατήσει μια εθνική κουλτούρα, με άλλα λόγια η Κίνα ακολουθεί το ευρωπαϊκό προηγούμενο. Πολύ πριν βέβαια από τον Τζον Γρέι, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έγραφε: «Η σύλληψις της ιδέας του έθνους δεν ήτο δυνατόν να επιχειρηθή επιτυχώς εις χώρας ως η Αγγλία και η Γαλλία (ιδία ως η τελευταία αύτη) χώρας αι οποίαι κατά τύχην αγαθήν εγνώρισαν την κριτικήν αυτών οντότητα ταυτιζομένην προς την εθνικήν αυτών υπόστασιν... Ο Γάλλος δεν εγνώρισεν τον αγώνα όστις διεξήχθη μεταξύ κράτους και έθνους... ο πατριωτισμός ο οποίος χαρακτηρίζει τον Γαλλικόν Λαόν εξαιρέτως είναι αίσθημα διάφορον του εθνικού αισθήματος» (“Κοινωνία της εποχής μας”). Ακόμη και όταν καταγγέλλουν το κράτος οι Γάλλοι διανοούμενοι του μεσονυχτίου, δεν καταφέρνουν να διακρίνουν τις διαφορές μεταξύ κράτους-πατρίδας και έθνους, εξαιτίας του πνευματικού μιθριδατισμού τους.
Ο Α. Γλικσμάν στο έργο του “Η Μαγείρισσα και ο Ανθρωποφάγος” θα γράψει: «Το σύγχρονο εκλογικευμένο Κράτος είναι μια μηχανή που έχει συνειδητά κατασκευαστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτελεί το παράγωγο της πάντοτε παρούσας γνώσεως ότι η Πατρίδα, δηλαδή το Κράτος, κινδυνεύει». Ο Γκάμπριελ Άλμοντ ήταν από τους εκφραστές που τόνιζαν ότι η πολιτική επιστήμη πρέπει να μελετήσει το πολιτικό φαινόμενο στην ουσία του και να αναθεωρήσει πολλά.
Η εξιλέωση των αμαρτημάτων - Οι διανοούμενοι ιεροεξεταστές και το κράτος
Οι διανοούμενοι της Ευρώπης, ως ξεκαρδιστικές καρικατούρες της ευρωπαϊκής ρούγας υποθηκευμένοι στα φληναφήματα του δογματισμού της ανωτερότητας, παραμένουν τραγικά ανυποψίαστοι, τυφλοί και ασυνάρτητοι. Πίσω από το έθνος βλέπουν το αιματοσυγγενικό σύστημα, πίσω από το κράτος τη συλλογική γραμμική αιτιότητα και πίσω από την πατρίδα τον ιστορικό κομφορμισμό. Και τα τρία αποτελούν για τις παράφωνες τρομπέτες με το διανοητιλίκι τους, την ενοχική ρίζα της λατρείας. Εξάλλου, οι διανοούμενοι της κατεστημένης “δυνάστευσης” μας λένε ότι η κοινωνική ιστορία προηγείται της φυσικής. Τα φυσικά δικαιώματα δεν υφίστανται παρά μόνο τα όποια αποχρωματισμένα κοινωνικά. Έτσι μας εντάσσουν σε μια ιδεοψυχαναγκαστική αυτοματοποίηση ακυρώσεων, όλων όσων λειτουργούσαν ως ασπίδες και ως στάσεις ζωής. Στο εξής θα τραγουδάμε όλοι μαζί άριες μπροστά σ’ ένα παράθυρο που θα βλέπουμε τα οικονομικά μηδενικά να μας επιβάλλονται, τους ψηφο-επιβήτορες να θέλουν να τους προσκυνάμε ως πολιούχους της μηδανολογίας και τους τεχνολόγους της ενημέρωσης-καθοδήγησης να τους αναζητούμε ως θεραπευτές των μαύρων ονείρων μας. Και αυτό γιατί έχουμε συνθηκολογήσει με τους κλόουν, τους αρλεκίνους και τους μπερτόδουλους της ιστορίας. Και έχουμε γίνει κομπάρσοι χωρίς προσωπικό λόγο.
Τι όμως δεν καταλαβαίνουν οι επιπεδολόγοι και οι κομισάριοι του παρασιτισμού της γραφειοκρατικής κομπραδόρικης ευρωπαϊκής εξουσίας; Δεν καταλαβαίνουν τον Όμηρο όταν αναφέρεται στο “πολυκοιρανίη”, στην παντελή έλλειψη συντονισμού. Εκείνο, δηλαδή, που καυτηρίασε ο Οδυσσέας και απαίτησε από τους άρχοντες να διορθωθεί, ώστε οι πολίτες να κερδίσουν την αυτονομία τους. Δεν καταλαβαίνουν τον Ηράκλειτο, που μας λέει ότι ο πολίτης είναι φιλόσοφος και ασκητής. Δεν καταλαβαίνουν το “φιλείν” του Αριστοτέλη, το «μετέχειν κρίσεως και αρχής», το «εν τοις πρακτοίς», το ολέθριο αρχοντοχωριατισμό και ωχαδελφισμό του «εξηργηκότα». Το «επιμελοίμην» του Σωκράτη, όπως το αναφέρει ο Ξενοφών. Έτσι λοιπόν το ολοπόρφυρο αντιλάμπισμα της δυτικής πολιτικής σκέψης με τους μικροπρομηθεϊκούς ορίζοντες προσγειώνεται στον βαρβαρισμό και στη ρηχότητα.
* Ο Απόστολος Αποστόλου είναι καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας.