Πολιτική ορθότητα, κριτική σκέψη, νέα διαλεκτική, πολιτιστικός μαρξισμός είναι κάποιες από τις απόψεις που κατέθετε η Σχολή της Φρανκφούρτης. Πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η μαρξιστική θεωρία εκτιμούσε ότι, εάν ξέσπαγε ο πόλεμος στην Ευρώπη, οι εργατικές τάξεις θα έρχονταν αντιμέτωπες με την αστική τάξη και υπήρχε η πιθανότητα να δημιουργηθεί μια κομμουνιστική επανάσταση.
Αλλά όπως συνέβαινε πάντα με τη μαρξιστική θεωρία, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος το 1914, αντί να ξεκινήσει μια επανάσταση, το προλεταριάτο με προθυμία στρατεύτηκε για να υπερασπιστεί την πατρίδα του. Μετά το τέλος του πολέμου, οι θεωρητικοί του μαρξισμού αναρωτήθηκαν: «Τι πήγε στραβά;». Δύο εξέχοντες μαρξιστές των ήταν ο Antonio Gramsci και ο Georg Lukács. Στο παραπάνω ερώτημα και οι δύο κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα «η εργατική τάξη της Ευρώπης είχε τυφλωθεί από την επιτυχία της δυτικής δημοκρατίας και του καπιταλισμού». Έκριναν ότι μέχρι να καταστραφεί ο καπιταλισμός και η δυτική δημοκρατία θα πρέπει να δημιουργηθεί ένας πολιτισμικός μαρξισμός. Ο Gramsci και ο Lukács υπήρξαν σπουδαίοι θεωρητικοί του κομμουνισμού, αλλά κινήθηκαν σε διαφορετικά μονοπάτια. Ο Gramsci φυλακίστηκε από τον Μουσολίνι στην Ιταλία, όπου πέθανε το 1937 λόγω κακής υγείας. Ο Γκράμσι θεωρούσε ότι η κομμουνιστική επανάσταση ηττήθηκε στην Ευρώπη εξαιτίας των ισχυρών ερεισμάτων που διέθετε η Χριστιανική Εκκλησία.
Ο Λούκατς και η μετεξεταστέα ουτοπική πρακτική του
Αντιθέτως το 1918, ο Lukács (γιος τραπεζίτη Ουγγροεβραίος, μάλιστα ο πατέρας του είχε λάβει και τον τίτλο του Βαρόνου από την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία) μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε στραφεί στον κομμουνισμό, έγινε υπουργός Πολιτισμού στην Μπολσεβίκικη Ουγγαρία. Από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του κομμουνισμού, έψαχνε να βρει τον ορισμό της τάξης, και επιπλέον να της αποδώσει ιστορικό νόημα. Στο δοκίμιό του “Ταξική Συνείδηση” φτάνει να μιλάει για παράλειψη του Μαρξ στο να ορίσει την ταξική συνείδηση.
Γράφει: «Αυτή η παράλειψη (δηλαδή του Μαρξ) έχει σοβαρές συνέπειες για τη θεωρία και την πράξη του προλεταριάτου». Κατά τη διάρκεια της υπουργοποίησής του, ο Lukács συνειδητοποίησε ότι, αν ο οικογενειακός πυρήνας και η σεξουαλική ηθική διαβρωθούν, η κοινωνία καταρρέει και τότε μπορούμε να επέμβουμε για να τη διαχειριστούμε εκ νέου. Θέτει ένα ζήτημα που πάντα υπήρχε στην κομμουνιστική σκέψη ως μηχανισμός για την επιβολή του κομμουνισμού. Η ανάδειξη και η ενίσχυση την καπιταλιστικών αντιφάσεων οδηγούν στον θρίαμβο του κομμουνισμού.
Ο Μαρξ τόνιζε ότι οι εσωτερικές αντιφάσεις είναι η δύναμή μας. Όσο περισσότερο εκείνες ενισχύονται από τον χρόνο, τόσο θα οδηγηθούμε νομοτελειακά στον κομμουνισμό. Με άλλα λόγια, ο επαναστάτης πρέπει να είναι μαζί και συνωμότης. Ο Lukács ως υπουργός εφάρμοσε μια πολιτική με τίτλο “Πολιτιστική τρομοκρατία”, η οποία επικεντρώθηκε σε αυτούς τους δύο στόχους. Ένα σημαντικό κομμάτι της πολιτικής του ήταν να στοχεύσει τα μυαλά των παιδιών μέσω διαλέξεων που τα ενθάρρυνε να υπονομεύουν και να απορρίπτουν τη χριστιανική ηθική.
Ο λαός εξοργίστηκε από το πρόγραμμα του Lukács, ο ίδιος θα εγκαταλείψει την Ουγγαρία και θα εγκατασταθεί στη Γερμανία. Σε αυτές τις διαλέξεις, που επέβαλε ο Λούκατς, θα τονιστεί επίσης η αναγκαιότητα της σεξουαλικής χαλαρότητας και η πλήρης απελευθέρωση. Προφανώς ο Λούκατς μπορεί και να υποψιάστηκε όσα μας λέει ο Φρόυντ, όταν εκείνος δήλωνε την ανησυχία του στο βιβλίο του “Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας”, σελ. 76-77, τονίζοντας ότι «η εξέλιξη της κοινωνίας μετά την πλήρη σεξουαλική χειραφέτηση, όποτε και αν έρθει αυτή, θα φέρει ως φυσική συνέπεια και την κατάργηση της οικογένειας». Πιστός ο Λούκατς στα προστάγματα του κομμουνισμού θα λειτουργήσει με τη διττή του αποστολή ως επαναστάτης και συνωμότης.
Πρόδρομος όλων ο Ζοζέφ ντε Μαιστρ
Η παραπάνω συνταγή για την κατεδάφιση της κοινωνίας και του πολιτισμού δεν ήταν βέβαια αυτοτελώς μαρξιστικής εμπνεύσεως, πρώτος που τη συνέλαβε ήταν ο Ζοζέφ ντε Μαιστρ (1753-1821), ο οποίος έγραφε: «Μέχρι τώρα τα έθνη φιλονικούσαν και η νίκη ολοκληρωνόταν με εισβολές και μεγάλες απώλειες. Μπορεί όμως ένα έθνος να μην εξαφανιστεί με την απώλεια της εδαφικής του κυριαρχίας, αλλά να καταστραφεί εσωτερικά, χωρίς γενικευμένο πόλεμο, με έναν εσωτερικό εχθρό που θα διαλύει τις εσωτερικές δομές του».
Οι ασύμμετρες απειλές, η πέμπτη φάλαγγα, έχουν μια μακρά ιστορία, πάνε πιο πέρα από τον Λούκατς και τον Μαρξ, φτάνουν στον Ζοζέφ ντε Μαιστρ.
Οι συνωμότες
Είναι βέβαιο ότι ο Λούκατς αυτές τις απόψεις τις είχε συζητήσει με τον Nilli Münzenberg.
Ποιος ήταν όμως ο Nilli Münzenberg (1889-1940). Πρόκειται για πράκτορα των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, οργανωτή της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Comintern), που μαζί με τον Otto Katz (1895-1952) (ο Otto Katz δρούσε με πολλά ψευδώνυμα και εμφανιζόταν και ως Andre Simone) όργωναν τον δυτικό κόσμο για να προπαγανδίσουν υπέρ του κομμουνισμού, να συγκεντρώσουν χρήματα μιλώντας κατά του φασισμού και να κερδίσουν τη συμπάθεια των διανοουμένων με τις αντιφασιστικές κορώνες τους.
Ο Α. Simone ή Otto Katz θα φτάσει ως το Χόλιγουντ, θα συνυπάρξει με τον Τρότσκι και μάλιστα είναι ένας από εκείνους που γνώριζαν ότι ο Τρότσκι ήταν από τους οργανωτές της δολοφονικής επίθεσης του Αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σαράγιεβο. Ο Α. Simone ή Otto Katz ήταν επίσης εκείνος που θα δολοφονήσει στη Γαλλία τον Nilli Münzenberg, αλλά και θα συμμετέχει στη δολοφονία του Τρότσκι ως πιστός του Στάλιν. Είπαμε παραπάνω πως οι επαναστάτες εκείνης της περιόδου ήταν άγριοι συνωμότες και φιλοχρήματοι.
Ο “φιλοχρηματισμός” είχε περάσει ακόμη και σε σημαντικούς της σκέψης. Για παράδειγμα ακόμη και ο Μπρεχτ τις καταθέσεις τους τις έκανε αποκλειστικά και μόνο σε ελβετικές τράπεζες. Ο Nilli Münzenberg θα συναντήσει τον Λούκατς στην Κομμουνιστική Διεθνή και θα ανταλλάξουν απόψεις, εκεί ο Nilli Münzenberg θα τονίσει ότι «...να οργανώσουμε τους διανοούμενους και να τους χρησιμοποιήσουμε για να κάνουν τον δυτικό πολιτισμό να βρωμά. Μόνο τότε, αφού έχουν καταστραφεί όλες οι αξίες και έχει γίνει η ζωή αδύνατη, μπορούμε να επιβάλουμε τη δικτατορία του προλεταριάτου».
Ο Nilli Münzenberg και ο Λούκατς αρχικά σχεδίαζαν να ιδρύσουν το Ινστιτούτο Μαρξ- Ένγκελς στη Μόσχα, όμως η επιτυχία θα ήταν ένα κοινωνιολογικό ινστιτούτο στην καπιταλιστική Ευρώπη που θα λειτουργούσε ως Think Tank και θα προωθούσε τον πολιτισμικό μαρξισμό. Ο Λούκατς εξομολογείτο ότι ήθελε μια κουλτούρα της απαισιοδοξίας, μια κουλτούρα ενός ανθρώπου που είχε εγκαταλειφθεί από τον Θεό.
Η Σχολή της Φρανκφούρτης και οι μυστικές υπηρεσίες
Η συνάντηση του Λούκατς στη Γερμανία με έναν άλλο Εβραίο από την Αργεντινή με μεγάλη οικονομική επιφάνεια τον Felix Weil (1898-1975) θα αποτελέσει την αρχή για την οργάνωση του Ινστιτούτου Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Γκαίτε. Τη χρηματοδότηση του ινστιτούτου θα την αναλάβει το 1923 ο Felix Weil. Στην αρχή οι ερευνητές της Σχολής της Φρανκφούρτης υποστήριξαν ότι η Σχολή αποτελείτο από μια ομάδα που θα λειτουργούσε ως ανεξάρτητο κίνημα, χωρίς ιδιαίτερη καθοδήγηση από την ΕΣΣΔ.
Στην πραγματικότητα, η Σχολή-Ινστιτούτο ήταν μια πιο περίπλοκη υπόθεση. Ο Franz Leopold Neumann (1900-1954) από τους ιδρυτές της Σχολής της Φρανκφούρτης θα αποκαλυφθεί ότι ήταν Σοβιετικός κατάσκοπος, και είναι εκείνος που θα έρθει σε επαφή με τους Max Horkheimer και Theodor Adorno για τη στελέχωση της Σχολής. Λίγο μετά θα ζητηθεί και η συνδρομή για την ενίσχυση της Σχολής της Φρανκφούρτης του Hede Massing (ηθοποιός, κοινωνιολόγος 1960-1981), ο οποίος επίσης εργαζόταν για τη σοβιετική κατασκοπία, καθώς και η σύζυγος του Paul Massing. Ο Νιούμαν θα εγκατασταθεί στις ΗΠΑ και θα εργαστεί στις μυστικές υπηρεσίες ΟSS, στη συνέχεια θα ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, εκεί όπου όλοι οι φίλοι του της Σχολής της Φρανκφούρτης θα βρουν καταφύγιο ως καθηγητές, αφού θα εγκαταλείψουν τη Γερμανία εξαιτίας του ναζιστικού καθεστώτος. Η συγκέντρωση των μυαλοπώληδων Γερμανών, που υπηρέτησαν στις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, έγκειται στο γεγονός ότι ο πρόεδρος Ρούσβελτ επέλεξε έναν διαπρεπή νομικό της Wall Street τον William J. Donovan (1883-1959), ο οποίος συνδεόταν με το ρεπουμπλικανικό κόμμα να οργανώσει τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ. Ο William J. Donovan θεωρείται ο πατέρας της CIA του Λάνγκλεϊ της Βιρτζίνιας, αλλά επίσης είναι εκείνος που ζητάει προσωπικό με επιπλέον ικανότητες και εξειδικεύσεις, με γνώσεις, με ικανότητες ανάλυσης και εκτίμησης, αλλά και με προσόντα σε μεθόδους μαζικής εξαπάτησης. Μεταξύ των πρακτόρων εκείνης της εποχής είχε στρατολογηθεί και ο πολύς Χέρμπερτ Μαρκούζε (1898-1979), ο γκουρού της Νέας Αριστεράς του 1960. Ο Χ. Μαρκούζε ξεκίνησε ως κομμουνιστής υπήρξε προστατευόμενος του Μάρτιν Χάιντεγκερ, ακόμη και όταν ο Χάιντεγκερ εκφραζόταν με ύμνους υπέρ του ναζιστικού κόμματος. Εγκαταλείποντας τη Γερμανία και φτάνοντας στις ΗΠΑ, στρατολογείται στις μυστικές υπηρεσίες OSS και στη συνέχεια θα γίνει αναλυτής της σοβιετικής πολιτικής του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών κατά τη διάρκεια της περιόδου του Μακαρθισμού.
Οι περιπλανώμενοι μυαλοπώλες
Οι μυαλοπώλες της Σχολής της Φρανκφούρτης είχαν στο σύνολό τους εργαστεί σε μυστικές υπηρεσίες ή σε ιδρύματα που ήλεγχαν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο φιλόσοφος και μουσικός Αντόρνο είχε συνεργαστεί με το ινστιτούτο Tavistok. Το ινστιτούτο Tavistok αποτελούσε το πρώτο κέντρο ελέγχου του ανθρώπινου εγκεφάλου, πολύ αργότερα θα εμφανιστεί το πρόγραμμα MK-Ultra της CIA.
Το Tavistok συγκροτήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Λονδίνο, το 1920 από το Βασιλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (RIIA), υπήρξε αδελφή οργάνωση του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (CFR) που δημιουργήθηκε από τη Στρογγυλή Τράπεζα, ενώ η κλινική του Tavistock ήλεγχε την ψυχιατρική διεύθυνση του Βρετανικού Στρατού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η κλινική πήρε το όνομά της από τον ευεργέτη Herbrand Russell, Marquees of Tavistock, 11ος Δούκας του Bedford.
Οι Δούκες του Μπέντφορντ ήταν τίτλοι που κληρονόμησε η οικογένεια Ράσελ, μία από τις πιο εξέχουσες αριστοκρατικές οικογένειες στη Βρετανία, μια οικογένεια που ήρθε στην εξουσία με την άνοδο της δυναστείας των Τυδόρ (η πολυεθνική αυτοκρατορία). Ο Χέρμπραντ Ράσελ και ο φιλόσοφος, μαθηματικός, πολιτικός ακτιβιστής, Μπέρταρντ Ράσελ είχαν παππού τον 6ο Δούκα του Μπέντφορντ. Ο φιλόσοφος Μπέρταρντ Ράσελ υπήρξε Γ’ κόμης, μέλος του τάγματος της Αξίας και επίσης μέλος της Βασιλικής Εταιρείας.
Ο εργαλειακός κόσμος και η πολιτιστική εκβιομηχάνιση
Στο Tavistok ο Αντόρνο εργάστηκε ως διευθυντής το 1958 με συνεργάτη τον Μαξ Χορκχάιμερ της Σχολής της Φρανκφούρτης. Είναι εκείνοι που προσπάθησαν να δημιουργήσουν τις πολιτιστικές προδιαγραφές της ψυχαγωγίας και ενημέρωσης και έναν νέο πολιτιστικό μουσικό ιμπεριαλισμό. Τα μουσικά συγκροτήματα “Beatles”, “Stones” και “Grateful dead” ήταν δική τους επιβολή στην παγκόσμια μουσική παραγωγή. Μάλιστα, ο δρ. John Coleman, πρώην πράκτορας της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας, ισχυρίστηκε ότι η μουσική των “Beatles” ήταν γραμμένη από τον Αντόρνο. Μην ξεχνάμε ότι ο Αντόρνο κατείχε το 50% των μουσικών δικαιωμάτων των “Μπιτλς”. Ωστόσο, αν και θεωρητικά υποστήριξαν ότι θα πρέπει να αλλάξουν οι πολιτιστικοί κώδικες, πρακτικά, δεδομένου ότι λειτούργησαν και σε κέντρα πληροφόρησης και σε μονάδες μουσικής παραγωγής, δε βοήθησαν για να αλλάξουν οι ρόλοι του δημιουργού, του διανομέα του προϊόντος και του κοινού. Η πολιτιστική βιομηχανία μπορεί να άλλαξε στερεότυπα, αλλά η δομή της καπιταλιστικής αγοράς παρέμεινε η ίδια, ενσωματώνοντας τις αισθητικές θεωρίες των Αντόρνο, Χορκχάιμερ.
Οι φίλοι και συνεργάτες
Η Σχολή της Φρανκφούρτης είχε και συνομιλητές γνωστούς διανοούμενους της εποχής. Ο Μπέρταρντ Ράσελ ήταν ένας από εκείνους ο οποίος κατανόησε την κοινωνική μηχανική της Σχολής της Φρανκφούρτης και στο βιβλίο του με τίτλο “The Impact of Science on Society” (1951) έγραψε: «Νομίζω ότι το πολιτικό ζήτημα σήμερα ανήκει στη σφαίρα της μαζικής ψυχολογίας... Και αυτό εξαιτίας του γεγονότος ότι έχει αναπτυχθεί σε όλους τους τομείς η προπαγάνδα. Μια από τις πιο ισχυρές αποστολές της προπαγάνδας είναι εκείνη που κατευθύνεται στην εκπαίδευση. Η θρησκεία μπορεί να προπαγανδίζει, αλλά έχει περιορισμένη ισχύ, αλλά ο τύπος, ο κινηματογράφος και το ραδιόφωνο διαδραματίζουν ολοένα και μεγαλύτερο προπαγανδιστικό ρόλο... Με την πάροδο του χρόνου, ο καθένας θα είναι σε θέση να προπαγανδίζει, αν διαθέτει ένα μέσον που θα παρέχεται ενδεχομένως από το κράτος, ή αν διαθέτει χρήματα και τον κατάλληλο εξοπλισμό... Αν εξετάσουμε με επιμέλεια αυτήν την επιστήμη θα διαπιστώσουμε ότι ανήκει στην κυρίαρχη τάξη. Έτσι, στο εξής δε θα κατανοεί ο πληθυσμό αν οι πεποιθήσεις του είναι δικές του ή όχι. Όταν αυτή η τεχνική (δηλαδή η γνωσιοθεωρητική πρακτική των μέσων επικοινωνίας) θα έχει πλέον τελειοποιηθεί, και κάθε κυβέρνηση θα είναι υπεύθυνη για την εκπαίδευση, τότε πλέον θα είναι σε θέση να ελέγχει τις υποκειμενικότητες με ασφάλεια χωρίς την ανάγκη στρατευμάτων ή αστυνομικών».
Στους εντιμότατους φίλους της Σχολής της Φρανκφούρτης εντάσσεται και ο Ε. Φρομ, ο οποίος θεωρούσε πως είχε ανακαλύψει την επιστημονική βάση της λειτουργίας του ψυχικού μηχανισμού. Εξάλλου, δε θα μπορούσε να απουσιάζει από ένα στρατό φανταχτερό και λάλο ένα φύσημα της υπερβολής, ένα τέτοιο διανοητιλίκι, όπως ήταν ο Ε. Φρομ.
Ο εντιμότατος φίλος Β. Ράιχ
Ένας άλλος συνομιλητής της Σχολής της Φρανκφούρτης ήταν ο Β. Ράιχ. Ο Ράιχ ήταν ψυχαναγκαστικά αυνανιστής, με παιδική ηλικία γεμάτη από σεξουαλικούς παρορμητισμούς εξαιτίας της σεξουαλικής παρενόχλησης από τη γυναίκα που τον φρόντιζε, αλλά και του γεγονότος ότι είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα του, ένα αξεπέραστο ερωτικό σύμπλεγμα, από το οποίο ουδέποτε απελευθερώθηκε. Ήταν τόσο ψυχαναγκαστικά αυνανιστής, που σύμφωνα με προσωπικές του αφηγήσεις αυνανιζόταν και στις συνεδρίες με τις αναλυόμενές του. Μάλιστα, από τα δεκατέσσερά του χρόνια δοκίμαζε τρόπους τεχνητού ερεθισμού των ζώων στους στάβλους της οικογένειάς του (στάβλους αλόγων).
Επίσης, οι ερωτικές περιπέτειες της μητέρας του με τον δάσκαλό του συνετέλεσαν ώστε να διεκδικεί ερωτικά τη μητέρα του με ένα αδιάλυτο πείσμα. Ο Ράιχ έγινε καλοδεχούμενο μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης το 1933 και έγραψε το βιβλίο “Η μαζική ψυχολογία του φασισμού”. Εκεί περιγράφει τον φασισμό ως οργανοψυχική ασθένεια με πολιτικά και κοινωνικά συμπτώματα, και καλά έως εδώ, ωστόσο προχωρώντας θα υπερασπιστεί τη θέση ότι ο φασισμός αποτελεί αποκλειστικά μια νευρωσική φαλλοκρατία, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι η μητριαρχία έχει στοιχεία «φυσικής» κοινωνίας και είναι μοναδική.
Η κυριαρχία της πολιτικής ορθότητας - Οι “μη προνομιούχοι” και οι κοινωνικές λειτουργίες
Ο πολιτιστικός μαρξισμός είναι ουσιαστικά μια εφεύρεση ενός αδιεξόδου σε τομείς, όπως της πολιτικής ετερονομίας, των “αντικειμενικών” μορφωμάτων της τεχνολογίας, της απώλειας του νοήματος, της ερμηνευτικής, κ.λπ. Όμως, αν και ο πολιτιστικός μαρξισμός ξεκινάει με απόψεις όπως εκείνες του Μαρκούζε ότι στόχος δεν είναι η ολοκλήρωση του Λόγου (ορθολογισμός), αλλά η απόλυτη, η πλήρης απελευθέρωση, ακριβώς εδώ εισβάλλει το αίσθημα μιας θυμικής απελευθέρωσης και όχι ουσιαστικής, αφού για να προκύψει μια ολοκληρωτική απελευθέρωση πρέπει να γίνουν καθολικές αλλαγές με σεβασμό σε κατακτήσεις και παραδόσεις. Μάλιστα, ο Μαρκούζε μοιάζει να παγιδεύεται στις ίδιες τις σκέψεις του.
Για παράδειγμα στο έργο του “Ιδέες για μια κριτική θεωρία της κοινωνίας” (1969), θέλοντας να ιδεολογικοποιήσει την άρνηση, θα γράψει κάτι που φαίνεται να γνώριζε ότι η άρνηση τις περισσότερες φορές είναι ατελέσφορη. Γράφει λοιπόν: «Η άρνηση αυτή δεν είναι μια θυμική αποποίηση των μορφών του πολιτισμού, δεν αποτελεί φυγή από την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά απεμπόληση των μορφών και των ιδεολογικών προϊόντων».
Κουρεύει το στραγάλι με άλλα λόγια, δε θέλει την υπέρβαση αλλά την άρνηση, που οδηγεί (η άρνηση) σε μια καθ’ ολοκληρία σύγκρουση για να επιτύχει μια ελευθερία της χρήσης και έναν ναρκισσισμό της αυταπάτης των δικαιωμάτων. Και συνεχίζοντας σε ένα άλλο έργο του (“Το πρόβλημα της βίας στην αντιπολίτευση”, 1967) θα γράψει: «...η κριτική και η άρνηση αποτελούν και αυτές μορφές, τρόπους, προσβάσεις για την απελευθέρωση, δεν αποτελούν όμως ποτέ τη μόνη λύση».
Ο πολιτιστικός μαρξισμός είναι ουσιαστικά μια μεταμαρξιστική φιλοσοφική σκέψη, που τροποποιεί και βασικές αξιώσεις του μαρξιστικού στοχασμού. Για παράδειγμα αρνείται τις κοινωνικές τάξεις και στη θέση τους βάζει τον εννοιολογικό διαχωρισμό μεταξύ “προνομιούχων” και “μη προνομιούχων”. Ο “μη προνομιούχος” εκφράζει τον νέο τύπο του εξεγερμένου και αμφισβητία, για τον Μαρκούζε, ο οποίος είναι αποκλεισμένος από τις κυρίαρχες κοινωνικές νόρμες της ζωής. Οι αδύναμες μικρές μειονότητες είναι οι “μη-προνομιούχοι” για τον Μαρκούζε, είναι εκείνες οι μειονότητες που καταπιέζονται από τις κοινωνικές δομές. Στο εξής η παλαιά μυθολογία πρέπει να σταματήσει να υπάρχει και αυτή είναι το φύλο, δηλαδή ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η οικογένεια, η φυλή, η θρησκεία, κ.λπ.
Η εργατική τάξη, έτσι όπως την ξέραμε, θα μας πουν οι θεωρητικοί του πολιτιστικού μαρξισμού έχει αντικατασταθεί από τον νέο όρο minorites (μειονότητες). Καταπιεστές είναι οι προνομιούχοι που είναι οι ετεροφυλόφιλοι οι “σις τζένερ” (μη τρανς), οι λευκοί - και κυρίως οι λευκοί άνδρες - οι χριστιανοί, κ.λπ. Και μαζί μια σειρά από στερεότυπα όπως μητρότητα, πατρότητα, παραδοσιακοί ρόλοι, πατρίδα, όλα αυτά αποτελούν για τον Αντόρνο παθολογικοποιήσεις (βλέπε: Theodor W. Adorno: “The Authoritatian Personality” - “Η αυταρχική προσωπικότητα”). Το νανο-ιερατείο της νεομαρξιστικής εκδοχής μοιάζει να θέλει να αποποιηθεί τον Μαρξ. Για παράδειγμα στο βιβλίο των Μαξ Χόρκχαϊμερ και Τεοντόρ Αντόρνο (“Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού”), σ’ ένα βιβλίο 300 σελίδων, δε μνημονεύεται ούτε μια φορά ο Μαρξ. Ο Τεοντόρ Αντόρνο (1903-1969), αν και δεν επιθυμεί ουδόλως να γίνει επαγγελματίας παθολογίας και να καταγράφει νοσολογικές οντότητες, ωστόσο θα μας πει ότι εκείνος που είναι αρνητικός με την πολυπολιτισμικότητα ενέχει την παθολογία του φόβου. Η προβληματική των μειονοτήτων και της ταυτότητάς τους θα πρέπει να πούμε ότι φέρνει έναν ανταγωνισμό μεταξύ αντιμαχόμενων ομάδων, και μια κοινωνική πολεμική, καθώς οδηγείται σε μια νέα ουτοπία φαντασιακών σημασιών από την πλευρά των ομάδων διεκδίκησης. Πέραν τούτου, η έννοια της κοινωνικής μειονότητας μένει εγκλωβισμένη και εξαναγκαστική σε μια ψυχολογικοποίηση, για ασκήσεις κοινωνικού αυτοματισμού, παρά σε μια χειραφετιτική διαδικασία.
Ο “πολιτιστικός μαρξισμός” θέτει, επίσης, και το ζήτημα της πολιτικής ορθότητας εμμέσως πλην σαφώς. Ο ιδεοτυπικά ανασυσταμένος τύπος του “μη-προνομιούχου” γίνεται στο εξής προνομιούχος και επιβάλλει μια νέα γλώσσα που αμφισβητεί τους παλαιούς ορισμούς, με φιλοδοξία να ορίσει ένα νέο λεξιλόγιο και να προσδιορίσει νέες έννοιες. Για παράδειγμα επιβάλλει νέα προϊόντα προκατάληψης, όπως είναι δε μιλάω για παράνομους μετανάστες και εποίκους, αλλά για πρόσφυγες, δε μιλάω για πολίτες συγκεκριμένης πατρίδας αλλά για ανιθαγενείς. Ο πολιτισμικός μαρξισμός, έγραφε ο Ralpl de Toledano (1916-2007), αποτελεί μια νέα μορφή τρομοκρατίας. Ο πολιτιστικός μαρξισμός επιζήτησε και το πέτυχε μια κατάληψη της εξουσίας, ξεκινώντας αρχικά από μια κατάλυση της υπάρχουσας κουλτούρας. Η νέα ουτοπία της ψευδο-απελευθέρωσης είναι εδώ.
* Ο Απόστολος Αποστόλου είναι καθηγητής Φιλοσοφίας.