Σάμουελ Μπέκετ

“Homo ludens” (“O παίζων άνθρωπος”) - Ηράκλειτος και Σάμουελ Μπέκετ

Απόψεις
“Homo ludens” (“O παίζων άνθρωπος”) - Ηράκλειτος και Σάμουελ Μπέκετ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Μπέκετ μας ταξιδεύει στις ανταύγειες μιας άλλης υποψίας του παιχνιδιού και πιο συγκεκριμένα όταν αναφέρεται στο τέλος του παιχνιδιού, όπου το τέλος σημαίνει και αρχή ενός άλλου παιχνιδιού...

Όταν η δυτική σκέψη υποψιάστηκε στον Λόγο ως το δόγμα κάθε υποταγής, ως τη νύχτα που νομιμοποιεί κάθε έγκλημα, ως τη χορογραφία της θυσίας, ως τη νεύρωση που γίνεται ένα μεγάλο κουτί παραπόνων, έστρεψε την προσοχή της σε καινούργια φετίχ, τα οποία πεζολάτησαν σε αρχαίους βωμούς και τα μυστήριά τους.  

Πρώτος ο Νίτσε, με την αποπλανητική πνευματική δύναμή του, έφτιαξε μια υπομνηματιστική στην Ηρακλείτεια ποιητική σ’ εκείνο το «Αιών παις εστί παίζων, πεσσεύων παιδός η βασιληίη». 

Στο εξής η σκέψη του Νίτσε θα κατακτηθεί από το παιχνίδι, την παιδική αθωότητα, την αισθητική πληρότητα, το άνοιγμα, συνθέτοντας έτσι τη διακριτικότητα της σκέψης του. Στη συνέχεια θα συναντήσει τη σκέψη του Νίτσε ο στοχαστής με την ενοχική ρίζα της λατρείας του “Είναι”, ο Χάιντεγκερ. Ο μαιτρ της πνευματικής κληρουχίας της δυτικής υπόνοιας (ο Χάιντεγκερ) θα στρατοπεδεύσει στην τελευταία στροφή του ποιήματος του Νίτσε (“Στον Γκαίτε” των τραγουδιών του ποιήματος του Πρίγκιπα Vogelfrei) και μέσα σ’ εκείνους στους ποιητικούς δρομοδείχτες του Νίτσε θα δει το παιχνίδι σαν μαρτύριο της πνευματικής του ανάσας. 

Οι μαθητές του Χάιντεγκερ με τα δοξαστικά τους περί παιχνιδιού θα χτίσουν μια αμεθόδευτη σοφιστική και θα διαπορήσουν στο χαρισματικό, στην επίνοια και το μυστηριακό, του παιχνιδιού. 

Αν ο δάσκαλός τους (ο Χάιντεγκερ) είδε το παιχνίδι σαν διαθεσιμότητα και μαζί εκκρεμότητα του χωροχρόνου (einer Zeit-Spiel-Raum), o καλός του μαθητής, ο Φινκ, υποψιάστηκε το παιχνίδι σαν σχέση δύναμης και αιώνιας επιστροφής, ο Granier το είδε ως κρυπτογράφημα μεταξύ αλήθειας και ψέματος, ο δικός μας ο Κ. Αξελός ως theorie ludique de la vie, ο D. Farell Krell ως συμβολική κυκλοφορία μεταξύ ανθρώπου και κόσμου, ο Ντεριντά ως χαρούμενη κατάφαση της απουσίας του κέντρου, ο Ολλανδός Johan Huizinga ως αντίθεση στις επιταγές της κοινωνίας και ως ευκαιρία για μείωση των μηδαμινών στιγμών της ζωής. 

Υπάρχει όμως και ένας μη δοξολόγος του παιχνιδιού, που συναντά το παιχνίδι στη διττή του αποπλανητική δύναμη, έτσι όπως υπάρχει στον Ηράκλειτο και δεν τον βλέπουν οι παραπάνω στοχαστές. Αυτός είναι ο Μπέκετ. 

Ο Μπέκετ περισσότερο ως στάση της συνείδησης και λιγότερο ως προϊόν μελέτης στο “Περιμένοντας τον Γκοντό” μας ταξιδεύει στις ανταύγειες μιας άλλης υποψίας του παιχνιδιού και πιο συγκεκριμένα όταν αναφέρεται στο τέλος του παιχνιδιού, όπου το τέλος σημαίνει και αρχή ενός άλλου παιχνιδιού. Το παιχνίδι έχει πάντα κανόνες και έξω από τους κανόνες υπάρχει το καθαρό τίποτε. Το τέλος γίνεται πάλι μια καινούργια αρχή. Η ανατροπή του παιχνιδιού δε θα έρθει ποτέ, ο “Γκοντό” δε θα έρθει, μας ξεγέλασε θα μας πει ο Μπέκετ. Και κάποιος από τους ήρωας του Μπέκετ, ο Χαμ, θα μας πει: «Η φύση μάς ξεγέλασε», «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» μας έχει πει ο Ηράκλειτος. 
Να λοιπόν πώς ο Μπέκετ συναντάει τον Ηράκλειτο, το παιχνίδι διανυκτερεύει στους κανόνες του, που είναι οι διορισμένοι τύραννοί του και μαζί η ανακουφιστική επιτυχία του.

* Ο Απόστολος Αποστόλου είναι καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας. 
 

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News