Η αφορμή να πάρω την πένα στα χέρια μου για να γράψω το σημερινό άρθρο μου ήταν μια εικόνα άσχημη που είδα να ξετυλίγεται μπροστά μου κι όχι μόνο θύμωσα, αλλά αηδίασα με την ανεπίτρεπτη συμπεριφορά ενός “κυρίου”, μεγαλομανάβη, προς τον βοηθό του την ώρα που φόρτωνε στο φορτηγάκι τα πράγματα, τους πάγκους, τα τελάρα, αδειανά και γεμάτα με διάφορα καλούδια κ.λπ.
Ο βοηθός του “κυρίου” ήταν ένας μελαμψός νέος άνθρωπος που δούλευε, όχι σαν σκλάβος που σε διάφορες ταινίες βλέπουμε την εποχή των φαραώ, αλλά σαν κουρδισμένη μηχανή, κι όμως το αφεντικό δεν ήταν ευχαριστημένο και του φώναζε να κάνει πιο γρήγορα. «Άιντε ρε, φόρτωσε τα τελάρα. Έτσι που δουλεύεις θα μας πάρει η νύχτα».
Για μια στιγμή του είπε κοροϊδευτικά «εγώ που είμαι 60 χρονών θα τελείωνα τη δουλειά πιο σβέλτα».
Θωρώντας την παραπάνω εικόνα, δίχως να το καταλάβω ενδόμυχα ψέλλισα: «Η αχαριστία σε όλο της το μεγαλείο». Αμέσως δε, χιλιάδες παρόμοιες εικόνες πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό μου, που η αλήθεια είναι ότι στο διάβα της ζωής μου όχι μόνο τις είδα, αλλά τις έζησα κι ο ίδιος. Τα πέτρινα χρόνια της Κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής από τους έχοντες τότε, που στις όποιες εργασίες τους δούλεψα.
Τώρα σε όλη τη διαδρομή, πηγαίνοντας προς το σπίτι μου, σκεφτόμουν τους εργάτες, τότε, την εποχή τη δική μου, που δούλευαν από ήλιο σε ήλιο μαγιάτικες μέρες. Είτε αυτοί ήταν θεριστές ή θερίστριες, είτε δούλευαν ως βοηθοί των οικοδόμων (οι λεγόμενοι λασπιάδες) και σε οποιεσδήποτε εργασίες. Ωράριο τότε δεν υπήρχε, ήλιο με ήλιο, όπως προαναφέρω, δούλευαν όλοι οι φτωχοί. Μια θεία μου, το θυμάμαι καλά, όταν πήγε στον παπά του χωριού που ήταν πλούσιος και του είπε «πάρε με στη δουλειά, παπά μ’, κι εγώ θα στο ξεπληρώσω με το παραπάνω». Αλλά μήπως κι όσοι δούλευαν στις διάφορες εργασίες, όχι ως μάστορες αλλά ως βοηθοί, είχαν διαφορετική μεταχείριση; Όχι, την ίδια είχαν και το Σάββατο δε, που ήταν μέρα πληρωμής για τους εργάτες, έλεγαν τη ρήση που ποιος γνωρίζει από πότε ειπώθηκε: «Σάββατο να ’ναι μάστορα κι ας είναι χίλιες ώρες».
Πολλοί συνάνθρωποί μας εκείνες τις εποχές, ειδικότερα οι χήρες γυναίκες που είχαν χάσει τον άνδρα τους ή στον πόλεμο του ’40 ή στον εμφύλιο σπαραγμό και είχαν να ταΐσουν 4-5 παιδιά, ορφανά παιδιά, δούλευαν όχι για χρήματα, αλλά για δυο καρβέλια ψωμί και για άλλα τρόφιμα, π.χ. ντομάτες ή κουκιά ή φασόλια, για να θρέψουν τα παιδιά τους. Κάπου-κάπου τους έδιναν και μερικά σκύβαλα από σιτάρι, τα κοσκίνιζαν κι έφτιαχναν με το σιτάρι λίγο ψωμί. Κι αυτό τότε οι εργοδότες τους το θεωρούσαν μεγάλο δώρο. Κάπως έτσι μεγάλωσαν αρκετές γενιές μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο σπαραγμό.
Αλλά μήπως και μετά τον πόλεμο οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα τύχαιναν καλύτερης μεταχείρισης από τους αφεντάδες; Όχι, κι εκείνοι δούλευαν αντί για οχτώ ώρες, που έτσι έλεγε ο νόμος, 10-12 ώρες συνεχόμενες. Για πολλούς απ’ αυτούς τους εργαζόμενους, το μόνο που διέφερε στην εργασία τους ήταν ότι δούλευαν σε κτήρια, είτε αυτά ήταν μικροεπιχειρήσεις, ή σε πτηνοτροφία ή σε χοιροστάσια. Δούλευαν όμως και δεν τους χτύπαγε ο ήλιος κατακούτελα, που λέμε στο χωριό μου, ή δεν τους χτύπαγε η βροχή και το χαλάζι όπως χτυπούσαν τους γεωργοκτηνοτρόφους εργάτες.
Και φθάνομε στο σήμερα, που η εργασία του κτηνοτρόφου ή του γεωργού δεν έχει αλλάξει κα πολύ από τότε. Στις καλύβες κοιμούνταν κι εκείνες τις εποχές, στις καλύβες κοιμούνται και τώρα. Άιντε να έχουν φτιάξει παράγκες. Τη σημερινή εποχή όμως ο εργάτης, όπως ο ήρωας του σημερινού άρθρου μου, μπορεί να πει στο αφεντικό του «άι και παράτα με» και να φύγει από την εργασία του και να βρει αλλού δουλειά. Εκείνοι όμως που τους καλεί το καθήκον και ο όρκος που έδωσαν ενώπιον Θεού και ανθρώπων είναι ορισμένοι κλάδοι του δημόσιου τομέα που όσο κι αν αγανακτούν κάτω από τις αντίξοες συνθήκες που δουλεύουν, δεν τους αφήνει η φωνή της συνειδήσεως να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους ή το πόστο της εργασίας τους. Φανταστείτε π.χ. τον πυροσβέστη, που η εργασία του είναι οχτάωρο, την ώρα που ετοιμάζεται να φύγει χτυπάει το κουδούνι του συναγερμού γιατί έχει εκδηλωθεί πυρκαγιά σ’ ένα σπίτι. Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να εγκαταλείψει το πόστο του αν δεν το επιτρέπουν οι συνθήκες. Θα παραμείνει στην υπηρεσία του και αν χρειαστεί θα μεταβεί στον τόπο του συμβάντος και μπορεί να παραμείνει εκεί παλεύοντας με τις φλόγες για πολλές ακόμα ώρες. Δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Δεν τον αφήνει η συνείδησή του να εγκαταλείψει τους συναδέλφους του να καίγονται και να φύγει επειδή έχει περάσει η βάρδια του, αλλά και οι όροι της εργασίας του δεν του το επιτρέπουν. Αν φύγει από την πυρκαγιά μόνος του, μπορεί να τον διώξουν από τη δουλειά του με την κατηγορία της εγκατάλειψης θέσεως. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αστυνομικούς και πολλούς άλλους κλάδους στον δημόσιο τομέα.
Εκείνοι όμως που αναγκάζονται να δουλεύουν πολλές ώρες και επ’ ουδενί λόγο δεν μπορούν να εγκαταλείψουν το πόστο τους είναι οι γιατροί στα νοσοκομεία. Δεν το λέω εγώ, πάρα πολλοί άλλοι πριν από μένα το έχουν γράψει ότι εργάζονται 15 ώρες συνεχόμενες ορισμένες μέρες.
Δεν εγκαταλείπουν τη δουλειά τους, αυτό πιστεύω εγώ, γιατί όσο κουρασμένος κι αν είναι ένας γιατρός και την ώρα που τελειώνει η εργασία του πηγαίνουν στο νοσοκομείο έναν τραυματία, τι θα κάνει; Θα τον εγκαταλείψει στο έλεος του Θεού; Όχι, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι για να τον αντικαταστήσουν, θα τον βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορεί. Τώρα, και να μπορούσε να φύγει δε θα το έκανε ποτέ, γιατί, όπως προαναφέρουμε, η φωνή της συνειδήσεως δεν του το επιτρέπει.
Από την άλλη πλευρά κι ας αρχίσουμε από τους εργοδότες, τους εργοστασιάρχες, τους επιχειρηματίες, τους ιδιοκτήτες ξενοδοχείων κ.ά., ενώ βλέπουν ότι η δουλειά που κάνει ο εργάτης τους τον εξουθενώνει και ότι πρέπει να πάρουν κι άλλον για να μην ξεθεώνεται ο άνθρωπος, αλλά για να προσλάβουν κι άλλον πρέπει να βάλουν το χέρι τους βαθιά στην τσέπη να τον πληρώνουν κι εφόσον η δουλειά τους γίνεται με τον έναν, γιατί να πάρουν κι άλλον; Το ίδιο ακριβώς γίνεται και με τους πυροσβέστες και με τους γιατρούς και με άλλους εργαζόμενους στο Δημόσιο. Αφού μπορεί το κράτος να κάνει τη δουλειά του με τους λίγους, γιατί να προσλάβει κι άλλους; Ασχέτως αν ξεθεώνεται από την κούραση ο άνθρωπος.
Με δυο λόγια, ποντάρουν οι μεν εργοδότες, γιατί ξέρουν ότι εκατοντάδες άλλοι κάνουν αμάν για μια θέση εργασίας, ειδικότερα τώρα με τους πρόσφυγες που έχουν κατακλύσει τη χώρα μας, ενώ στους άλλους το κράτος ποντάρει και στη συνείδηση των εργαζομένων. Τι θα κάνει ο πυροσβέστης; Αν εγκαταλείψει τη θέση του, θα χάσει τη δουλειά του και ευνόητο είναι ότι θα δουλέψει παραπάνω.
Τέλος, μέχρι πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Με τη συνείδηση των γιατρών θα λειτουργούν τα νοσοκομεία μας και με την ανάγκη των φτωχών για δουλειά θα πλουτίζουν περισσότερο οι πλούσιοι και θα ψωμοζητά η εργατιά;
* Ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής είναι συγγραφέας-ποιητής, μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων.