Ο γάμος μου με τον πρώτο μου σύζυγο Μανώλη Φραγκούλη, ιατρό, βρισκόταν στην τελευταία φάση του διαζυγίου, μια πολύ τραυματική εμπειρία.
Παρά τη διάσταση που υπήρχε μεταξύ μας, ήταν το πρώτο πρόσωπο που σκέφθηκα να επικοινωνήσω μαζί του και να του ανακοινώσω το γεγονός, διότι ήξερα ότι, παρόλο που χωρίζαμε, υπήρχαν συναισθήματα ανάμεσά μας και διότι είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στη γνώμη του ως ιατρού.
Η απάντηση του Μανώλη ήταν άμεση και κατηγορηματική, να φύγω αμέσως για την Ελλάδα.
Υπάκουσα και αφού την επομένη αμέσως έβγαλα ένα αεροπορικό εισιτήριο, έκανα μια αποχαιρετιστήρια βόλτα στο κέντρο της Βενετίας, γιατί ήμουν σίγουρη ότι είχα κάτι σοβαρό, ύστερα από την περίοδο που προηγήθηκε του διαζυγίου και τον πόνο που μου προκάλεσε.
Στη συνέχεια πήγα σε ένα κεντρικό κατάστημα με εκλεκτά και ιδιαίτερα ενδύματα, στη βιτρίνα του οποίου φάνταζε ένα υπέροχο υφαντό παλτό με χρώματα που σου γεννούσαν αισιοδοξία και χαρά, κόκκινο και λίγο μαύρο, συναισθήματα που εκείνες τις στιγμές τα είχα ανάγκη.
Το παλτό αυτό το είχα επισημάνει από καιρό και κάθε φορά που περνούσα το “φλέρταρα”, το βαλάντιο όμως μιας υποτρόφου δεν επέτρεπε την αγορά του. Τότε, πιστεύοντας ότι είναι το τελευταίο μου ένδυμα, με το αποθεματικό ποσό που είχα στην άκρη το αγόρασα.
Με αυτό ήλθα στην Ελλάδα, με αυτό έκανα την εισαγωγή μου στο “Κέντρο Μαστού” του Νοσοκομείου “Έλενα”, του οποίου διευθυντής ήταν ο Σταμάτης Βασίλαρος. Το παλτό αυτό είναι κρεμασμένο σε περίοπτη θέση της ντουλάπας μου, ολοκαίνουργιο, σαν να μην είχε φορεθεί, σαν να μην είχε κουβαλήσει τις τραγικές στιγμές που πέρασε η κυρία του φορώντας το. Το κοιτάζω και το φροντίζω με σεβασμό, γιατί βοήθησε την κυρία του να κρύβει τα συναισθήματά της και να καμαρώνει φορώντας το.
Ο Μανώλης, ύστερα από έρευνα που έκανε, και καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται, κατέληξε ότι ο Σταμάτης Βασίλαρος, με πολυετείς σπουδές στην Αμερική, διευθυντής του Κέντρου Μαστού, ήταν ο άριστος για την περίπτωσή μου. Τα γεγονότα απέδειξαν ότι ο Μανώλης είχε κάνει τη σωστή επιλογή και γι’ αυτό του εκφράζω δημόσια την ευγνωμοσύνη μου.
Η εγχείρηση έγινε αφού προηγουμένως ζήτησα από τον γιατρό να με ενημερώσει τι ήταν πιθανόν να συμβαίνει. Ήταν σαφής. Εάν ο όγκος ήταν καλοήθης, θα αφαιρείτο και η επέμβαση θα διαρκούσε μισή με μία ώρα.
Αν ήταν καρκίνος, θα προέβαινε σε μαστεκτομή και η εγχείρηση θα διαρκούσε πολλές ώρες. Έτσι ήξερα και ήμουν έτοιμη για όλα τα ενδεχόμενα.
Όταν τελείωσε η επέμβαση και με έβγαζαν από το χειρουργείο, το πρώτο που ρώτησα ήταν τι ώρα ήταν. Μου είπαν 1, είχα μπει στις 7 το πρωί, άρα ήταν καρκίνος.
Στο δωμάτιο που μεταφέρθηκα έμοιαζε με δωμάτιο ξενοδοχείου 5 αστέρων παρά με νοσοκομείου, τέτοιες ήταν τότε οι συνθήκες στο “Έλενα”. Περίμεναν οι πιο στενοί μου συγγενείς, πλην της μητέρας μου, από την οποία είχαμε κρύψει τότε την αλήθεια, διότι σίγουρα δε θα την άντεχε.
Όλοι περίμεναν με αγωνία την αντίδρασή μου όταν ο γιατρός θα μου ανακοίνωνε ότι η περίπτωσή μου ήταν πολύ επικίνδυνη, ο όγκος ήταν πολύ μεγάλος και σε κακό σημείο στην ουρά του μαστού, κοντά στους λεμφαδένες, γι’ αυτό, προκειμένου να με σώσει, προέβη σε μαστεκτομή.
Η αντίδρασή μου άφησε τους πάντες άναυδους: «Θα μπορούσα να ήμουν στο αεροπλάνο που έφυγε προχθές από τη Ρώμη και συνετρίβη και να είχα σκοτωθεί. Τώρα όμως ζω». Ο γιατρός ομολόγησε ότι ουδέποτε στην καριέρα του συνάντησε τέτοια φιλοσοφημένη αντιμετώπιση ασθενούς και γυρνώντας προς το μέρος του πατέρα μου, τον συνεχάρη για την ανατροφή που είχε δώσει στην κόρη του... Στη συνέχεια, για να εκτονωθεί η ατμόσφαιρα, βλέποντας τον ορό, καθώς πάντα πρόσεχα τη σιλουέτα μου και τη διατροφή μου, ρώτησα πόσες θερμίδες είχε ο ορός για να κανονίσω το φαγητό μου. Μου είπαν 200.
Μετά την εγχείρηση κατέβηκα στην Κρήτη και έμεινα με τους γονείς μου δύο μήνες για να κάνω δύο σχήματα χημειοθεραπείας. Στο διάστημα αυτό συνεχώς κεντούσα. Το κέντημα με βοηθούσε να ξεχνώ τα δυσάρεστα, κεντήματα, κεντήματα... κάθε τόσο πήγαινα στο μαγαζί της αγαπημένης μου συμμαθήτριας και διά βίου πιστής μου φίλης, Έλλης Ατσαλάκη, και αγόραζα σχέδια και κλωστές. Ο πατέρας μου, που με παρακολουθούσε και που διαισθανόταν τον αγώνα μου να δίδω διέξοδο στον πόνο μου δημιουργώντας ωραία πράγματα, κάποια ημέρα με ρώτησε «παιδί μου, θα τα πουλήσεις στη Βενετία;».
Ανάμεσα στα κεντήματα, σε ένα έβαλα όλη μου την καλαισθησία, την προσοχή, την υπομονή και την αγάπη.
Με χρυσές και πολύχρωμες κλωστές, με μοτίβα που πρόσθετα εγώ, βγήκε ένα αριστούργημα. Αυτό ήταν το δώρο που μαζί με ένα σύντομο σημείωμα πρόσφερα στον σωτήρα μου όταν, επιστρέφοντας για τη Βενετία, έκανα μια στάση στην Αθήνα για να με δει. Όταν διάβασε το σημείωμα, μου είπε ότι ποτέ στην καριέρα του δεν τον άγγιξε δώρο και λόγια όσο το δικό μου.
Τον ρώτησα τι του οφείλω. «Τίποτα», μου απάντησε. Συνέχισα «ξέρετε, η ατέλεια που είχα ως σύζυγος ιατρού δεν ισχύει πια γιατί έχω χωρίσει». «Πηγαίνω συχνά στο Παρίσι, όπου σπουδάζει η κόρη μου, κάποια φορά θα κάνω μια στάση στη Βενετία, όπου δεν έχω πάει ποτέ, και θα με ξεναγήσετε», απάντησε.
Μετά από μερικούς μήνες δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον γιατρό μου, ο οποίος με ρώτησε πώς πήγαινε η αγωγή με τις χημειοθεραπείες. Του είπα την αλήθεια, ότι δεν τις κάνω και ούτε πρόκειται να αλλάξω γνώμη. Με επέπληξε με πολύ αυστηρό ύφος.
Στη συνέχεια μου είπε ότι θα πήγαινε στο Παρίσι να επισκεφτεί την κόρη του και επ’ ευκαιρία θα έκανε μια στάση στη Βενετία, όπου δεν είχε πάει ποτέ, να δει κι εμένα. Με παρακάλεσε να του κλείσω ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο για μια διανυκτέρευση. Αμέσως έτρεξα στη Γραμματεία του Ινστιτούτου για να ρωτήσω σε ποιο ξενοδοχείο να απευθυνθώ. Η γραμματέας, γεγονός που με συγκίνησε πολύ, γνωρίζοντας πόσο αυστηρό ήταν το πρωτόκολλο του Ινστιτούτου, μου είπε ότι ο γιατρός μου θα φιλοξενηθεί στο Ινστιτούτο, στον ξενώνα των επισήμων. Έτσι κι έγινε.
Ο Βασίλαρος ήρθε, γνώρισε τους υποτρόφους, τη Γραμματεία, ως γνήσιος τζέντλεμαν τούς πρόσφερε γλυκά και όλοι έμειναν ενθουσιασμένοι.
Στη συνέχεια πήγαμε μια βόλτα να του δείξω λίγο από τη Βενετία. «Θα πεθάνω σύντομα;», τον ρώτησα. «Όλοι θα πεθάνουμε», μου απάντησε. «Ξέρετε, θέλω να σας εκμυστηρευθώ ένα μυστικό μου. Αν πεθάνω πριν ολοκληρώσω τις σπουδές μου, έχω παραγγείλει στον πατέρα μου να επιστρέψει στο κράτος τα χρήματα που έχω πάρει. Αυτό το ξέρετε μόνο εσείς και ο πατέρας μου».
«Σ’ ευχαριστώ που μοιράστηκες μαζί μου ένα τόσο σοβαρό σου μυστικό», μου απάντησε.
Την επομένη ο γιατρός έφυγε για το Παρίσι, αφού είχε επιτύχει, χωρίς πολλά λόγια, να με κάνει να πιστέψω ότι κάποιος γιατρός με παρακολουθούσε εξ αποστάσεως, καθώς εγώ δεν πήγαινα σε κανένα γιατρό.
Μερικές μέρες αργότερα, αφού είχε φύγει, μου ήρθε ένα έγγραφο από το Κρατικό Νοσοκομείο της Βενετίας να παρουσιαστώ επειγόντως. Από περιέργεια πήγα. Εκεί μου είπαν ότι πήραν εντολή από την Ελλάδα να μου γίνει εξονυχιστικός έλεγχος, διότι κατά τη διάρκεια της βόλτας που έκανα με τον γιατρό μου, παρατήρησε ότι δυσκολευόμουν στο βάδισμα και υποψιάστηκε ότι ο καρκίνος είχε κάνει μετάσταση στα οστά. Έγινε ο έλεγχος. Ήμουν υγιής. Απλώς είχα αγοράσει ένα ζευγάρι καινούργιες μπότες και τις είχα φορέσει για πρώτη φορά και μου ήταν λίγο στενές.
Αυτός ήταν ο Σταμάτης Βασίλαρος, ενεργούσε αποφασιστικά και με τρόπο που κατάφερε, έστω και για μια φορά, να κάνω έλεγχο στα 4 χρόνια που έμεινα στη Βενετία.
Οι έρευνές μου στη Βενετία είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί, χρειαζόμουν λίγους μήνες ακόμη εξαιτίας ενός προβλήματος που προέκυψε κατά την έρευνα. Κατάφερα να επιτύχω όλα όσα είχα προγραμματίσει, αρχίζοντας την υποτροφία μου και πριν μου συμβούν τα όσα μου συνέβησαν. Ακόμη και το πτυχίο της Σχολής “Αρχειονομίας-Παλαιογραφίας και Διπλωματικής”, για το οποίο κατέβαλα υπεράνθρωπο αγώνα, το πήρα. Σε όλη την ιστορία του Ελληνικού Ινστιτούτου, μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού έχουν αποκτήσει το πτυχίο αυτό.
Και ενώ ήμουν ευχαριστημένη και προχωρούσα ολοταχώς για να συμπληρώσω το υπόλοιπο της έρευνάς μου, επαληθεύτηκε αυτό που ο σοφός Νίκος Σταυρινίδης μού είπε μια φορά που πήγα να τον επισκεφτώ και να ζητήσω βοήθεια: «Παιδί μου Ειρήνη, μιας συμφοράς, μύριες έπονται».
Καινούργιες “θύελλες”
Ένα τηλεφώνημα από την Ελλάδα έβαλε σε καινούργιες “θύελλες” τη ζωή μου. Ο πατέρας μου είχε προσβληθεί από όγκο στον εγκέφαλο και έπρεπε να χειρουργηθεί επειγόντως.
H εγχείρηση θα γινόταν στην Αθήνα. Tην επομένη αμέσως έφυγα για την Ελλάδα. Μόλις έφτασα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, αισθάνθηκα τόσο αδύναμη που χρειαζόμουν βοήθεια. Τηλεφώνησα, με κάποιο δισταγμό βέβαια, στον Σταμάτη Βασίλαρο. «Σας παρακαλώ, χρειάζομαι τη βοήθειά σας. Φέρτε μου τα πιο δυνατά υπνωτικά χάπια και ελάτε».
Ανταποκρίθηκε αμέσως, παρόλο που η ώρα ήταν ακατάλληλη, 9 το βράδυ, και η οικία του σε προάστιο των Αθηνών. Κρατούσε δύο χάπια “Hipnosedon”. «Μόνο για δύο βράδια», μου είπε, «γιατί είναι επικίνδυνα».
Εγώ έκλαιγα με λυγμούς. Για πρώτη φορά, λύγισα...
«Δε θα ξαναγελάσω, δε θα ξαναχορέψω, ο πατέρας μου πεθαίνει εξαιτίας μου, δεν άντεξε την τύχη της μοναχοκόρης του».
Ο άγιος Σταμάτης, ψύχραιμος, κρύβοντας τα συναισθήματά του μπροστά στο ψυχικό κουρέλι που έβλεπε, με χτύπησε στον ώμο και μου είπε: «Και θα ξαναγελάσεις και θα ξαναχορέψεις και θα γίνεις καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο, όπως ήταν η επιθυμία του πατέρα σου, και ο πατέρας σου πεθαίνει υπερήφανος για την κόρη του, διότι είσαι ένα κράμα επικίνδυνης για την υγεία σου ευαισθησίας και απίστευτης δύναμης».
Αυτός ήταν ο Σταμάτης Βασίλαρος, ο μεγάλος ψυχολόγος, που ψυχολογούσε τον άνθρωπο και του αποκάλυπτε τα θετικά του χαρίσματα μόνο όταν τον έβλεπε να κλονίζεται και να κινδυνεύει. Δεν ήταν κόλακας, δε μιλούσε παρά μόνο όταν έπρεπε να βοηθήσει τον άλλο.
Το θέμα της αποκατάστασης του μαστού δε με απασχόλησε ποτέ. Θυμάμαι, όταν έφευγα για τη Βενετία μετά τη μαστεκτομή, η καημένη η μανούλα μου, η τόσο πληγωμένη αφού είχε χάσει το πρώτο της παιδί, ένα αγγελούδι, Ρένα κι αυτό, σε ηλικία μόλις 5 ετών από την ίδια αρρώστια, μου είπε: «Σκέφτομαι, παιδί μου, τώρα που θα πας στη Βενετία μήπως αισθανθείς μειονεκτικά απέναντι στις άλλες υποτρόφους».
Την αγκάλιασα, τη φίλησα και της είπα: «Η προσωπικότητά μου, μανούλα μου, δεν εξαρτάται από 200 γραμμάρια κρέατος».
Η αποκατάσταση του μαστού
Αλλά ας επανέλθω στο θέμα της αποκατάστασης του μαστού. Το θυμήθηκα αφού είχα εκλεγεί στο Πανεπιστήμιο. Τηλεφώνησα στον προστάτη και καλό μου φίλο Σταμάτη Βασίλαρο και του είπα: «Τώρα είμαι έτοιμη να αποκτήσω καινούργιο βυζί. Όχι για τίποτε άλλο, αλλά γιατί είμαι πολύ κοκέτα και θέλω να ντύνομαι όπως θέλω».
«Επιτέλους», μου απάντησε ο γιατρός μου, «ευκαιρία να σου κάνω κανένα έλεγχο». Ήταν το έτος 1986, 8 χρόνια μετά την επέμβαση, και δεν είχα καθόλου ασχοληθεί με την ύπουλη αρρώστια από την οποία είχα προσβληθεί. Απίστευτο και όμως αληθινό. Τότε ένιωσα ότι είχα αυτό που λέγει ο μεγάλος Καζαντζάκης «κρητική ματιά» και ότι δε φοβόμουν τον θάνατο.
Στην εγχείρηση με συνόδευσε η αγαπημένη μου μαθήτρια, η πρώτη των πρώτων και πιστή μου φίλη Ιωάννα Μαλαγαρδή. Η Ιωάννα ποτέ δεν ξέχασε ότι από επιτυχημένη ξεναγός που ήταν, με την προώθησή μου, επειδή πίστευα στις ικανότητές της, ανήλθε επιστημονικά στα ανώτατα αξιώματα. Απέκτησε master στην Ιστορία, με καθηγητή τον φίλο μου τον μεγάλο Σπύρο Ασδραχά, καθηγητή στη Σορβόννη, και με υποτροφία έγινε διδάκτωρ της Γλωσσολογίας. Μια καταξιωμένη επιστήμων.
Η εγχείρηση έγινε, αρκετά επώδυνη. Η Ιωάννα δίπλα μου.
Φεύγοντας από το νοσοκομείο, ο γιατρός μού έδωσε ορισμένες συμβουλές για να μη μετακινηθεί το μόσχευμα: να μην κάνω μπάνιο για 15 μέρες - η μεγαλύτερη τιμωρία για μένα που είμαι υδροχαρής - και μετά από 15 ημέρες να επικοινωνήσω μαζί του.
Του υποσχέθηκα ότι θα πειθαρχήσω και του πρόσφερα ένα συμβολικό δώρο, ένα ασημένιο μπρελόκ με το κεφάλι του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Εκείνος μου προσέφερε ένα μικρό πίνακα με ζωγραφισμένο ένα παγώνι με ανοιχτά τα πολύχρωμα φτερά του και μου είπε: «Αυτό είστε. Θα ήθελα πολύ να σας γνωρίσουν οι κόρες μου».
Ήταν το μοναδικό κομπλιμέντο που μου έκανε, καθώς πάντοτε μου εξέφραζε τον θαυμασμό του για τη νεαρά σοβαρή ερευνήτρια.
Μετά την επέμβαση έμεινα μερικές ημέρες στο διαμέρισμα της Ιωάννας.
Οι συστάσεις του γιατρού μου ξεχάστηκαν και την επομένη αμέσως οι δύο φίλες, ζωντανές-ζωντανές, γεμάτες όρεξη για ζωή, με τις γάζες στο στήθος εγώ, βγήκαμε για shopping και το βράδυ ανταποκριθήκαμε στην πρόσκληση του Σπύρου Ασδραχά, στον οποίο τηλεφωνούσε συνεχώς από το Παρίσι η σύζυγός του για να ενημερώνεται για την επέμβαση, και μαζί με τον Φίλιππο Ηλιού, γιο του πολιτικού, βγήκαμε για φαγητό.
Στον Βασίλαρο φυσικά ούτε κουβέντα.
Επέστρεψα στην Κρήτη, πρόσεχα για 10 ημέρες, αλλά 15 ημέρες μετά γινόταν το καθιερωμένο ανά 5ετία Κρητολογικό Συνέδριο στα Χανιά και εγώ είχα να κάνω ανακοίνωση. Ενδυματολογικά ήμουν έτοιμη για να γιορτάσω την αποκατάσταση της αρτιμέλειάς μου. Είχα αγοράσει τότε με την Ιωάννα ένα υπέροχο σιέλ σύνολο με βολάν στο μπούστο και στη φούστα από λευκή δαντέλα.
Η ανακοίνωση ήταν έτοιμη. Εξασφάλισα τη μεταφορά μου με το αυτοκίνητο ενός φιλικού ζεύγους, για να αποφύγω την ταλαιπωρία του λεωφορείου.
Και να ’μαι την ημέρα που άρχιζε το Συνέδριο, ανανεωμένη με το σιέλ συνολάκι.
Έκανα την ανακοίνωσή μου και το βράδυ ακολούθησε δείπνο και κρητικό γλέντι.
Τελείωσε το Συνέδριο και, όπως είχαμε συνεννοηθεί με τον γιατρό, τον πήρα τηλέφωνο. «Πώς τα πας; Τηρείς τις οδηγίες που σου έδωσα;».
«Ουφ, αλλά τι να σου πω, φίλε μου, έκανα και μερικές παρασπονδίες».
«Δηλαδή;», με ρώτησε. «Να, πήγα στα Χανιά στο Κρητολογικό Συνέδριο, όπου είχα να κάνω ανακοίνωση, και το βράδυ στο δείπνο και στο κρητικό γλέντι, μόλις άκουσα τη λύρα να παίζει, για πότε βρέθηκα στο κέντρο της πίστας και χοροπηδούσα πεντοζάλη, πηδηχτό και στο τέλος συρτό για να ξεκουραστώ, δεν το κατάλαβα».
«Βρε αθεόφοβη, και δεν πονούσες;».
«Όση ώρα χόρευα όχι, το βράδυ μούγκριζα όλη νύχτα, αλλά χαλάλι. Το ευχαριστήθηκα».
Έκτοτε διατηρήσαμε μια επικοινωνία και μάθαινα νέα του. Ποτέ δε σταμάτησε να μου λέει ότι πρέπει να κάνω έλεγχο μία φορά τον χρόνο, αλλά ποτέ δεν τον άκουσα.
Ο ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΗΣ “ΠΡΟΛΗΨΗΣ”
Στα 92 του παραμένει ακόμη ενεργός!
Ο Σταμάτης Βασίλαρος, ακολουθώντας το πιστεύω του μεγάλου Καζαντζάκη «μόλις ολοκληρώσεις τον ένα σου στόχο, να μετατοπίζεσαι για τον επόμενο», μετά το βαρύ πένθος του, τον τραγικό θάνατο της συζύγου του, με την οποία έζησε και τίμησε για όλη του τη ζωή, και με την οποία απέκτησε τρεις κόρες, τρεις επιτυχημένες επιστήμονες, δε σταμάτησε να δημιουργεί. Ίδρυσε, σε συνεργασία με μία από τις κόρες του, το Κέντρο “Πρόληψη”.
Σε μεγάλη ηλικία, μετά τον θάνατο της συζύγου του, ζει μόνος κατ’ επιλογή του. Έμαθε να μαγειρεύει, καλεί κόσμο στο διαμέρισμά του και γράφει λογοτεχνικά κείμενα.
Ένας άνθρωπος σαν τον Σταμάτη Βασίλαρο δεν πλήττει ποτέ, πάντα δημιουργεί. Πρόσφατα ένα διήγημά του βραβεύτηκε και λίγο αργότερα παρουσίασε το επόμενο.
Ο Σταμάτης Βασίλαρος στα 92 του χρόνια παραμένει ενεργός.
Σταμάτη Βασίλαρε, σου εκφράζω ένα μεγάλο «Ευχαριστώ» εκ μέρους των χιλιάδων γυναικών που έσωσες.
Έχεις πάρει μια αξιοζήλευτη θέση στην ιστορία της Ιατρικής επιστήμης και μια σίγουρη θέση στην αιωνιότητα.
Είσαι πλήρης. Με απέραντη αγάπη, εκτίμηση και ευγνωμοσύνη, γιατί με βοήθησες με τη διακριτική εξ αποστάσεως παρακολούθησή σου, αντί να με εγκαταλείψεις καθώς δεν πειθαρχούσα σε ό,τι η επιστημονική σου γνώση επέβαλλε, κατανοώντας τον χαρακτήρα μου ως μεγάλος ψυχολόγος που είσαι, με παρακολουθούσες διακριτικά εξ αποστάσεως και έτσι με βοήθησες να κρατήσω ψηλά το ηθικό μου και όχι απλώς να πραγματοποιήσω τους στόχους που πριν νοσήσω είχα θέσει, αλλά έστω και στον επίλογο της ζωής μου να ευτυχήσω ως γυναίκα που επί 38 χρόνια βίωσε την απόλυτη μοναξιά.
Τώρα, όπως γράφει ο Καζαντζάκης, θα βγω στον δρόμο και θα ζητιανεύω μια ημέρα από τη ζωή του κάθε διαβάτη, για να ζήσω μερικά χρόνια ευτυχισμένη και υγιής.
Η ατίθαση ασθενής σου, Ρένα.