Ενόψει των ευρωεκλογών, έχουν αρχίσει να “πλημμυρίζουν” τα media οι αναλύσεις περί της ανόδου της ακροδεξιάς σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης. Στις περισσότερες των αναλύσεων υπερτονίζεται η ανησυχία του ευρωπαϊκού μηχανισμού για την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων και προβάλλεται περίπου ως “μπαμπούλας” η άκρα δεξιά, ένας “μπαμπούλας” που “απειλεί την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση” και αναμένεται να πάει πίσω την υπόθεση της “ενωμένης Ευρώπης”. Είναι έτσι; Ας δούμε παρακάτω πως ακριβώς είναι και τι ισχύει απ' όλα αυτά.
Ένα βήμα μπρος, ένα πίσω
Η σημερινή εικόνα της “ενωμένης Ευρώπης” έχει... παγώσει στο 2000. Πολύ νωρίτερα, στην πραγματικότητα, αφού αυτά που εφαρμόστηκαν το 2000 είχαν αποφασιστεί 5-7 χρόνια νωρίτερα, αλλά ας δώσουμε το 2000 ως σημείο αναφοράς.
Από τότε η ΕΕ αντιμετώπισε μια σειρά από σημαντικές κρίσεις, μια σειρά προκλήσεων που απαίτησαν “κοινή ευρωπαϊκή δράση” και... απέτυχε στις περισσότερες εξετάσεις. Στην κρίση του 2009-2010, η Ευρώπη θυσίασε την Ελλάδα, βάζοντας την στον δρόμο για να καταλήξει στην “τελευταία ταχύτητα” των ευρωπαϊκών οικονομιών, με πλούσιους προύχοντες και φτωχούς “πληβείους”. Στην πανδημία για πρώτη φορά χαλάρωσαν οι σκληροί δημοσιονομικοί κανόνες που είχε επιβάλλει η Γερμανία την δεκαετία του 1990 ως όρο για τη συμμετοχή της στην ευρωζώνη, ωστόσο μετά το πέρας της πανδημίας, η επαναφορά των σκληρών κανόνων με οριακές μόνο “εκπτώσεις”, είναι ο δρόμος που επιλέγεται. Στην Ευρωζώνη παίζεται ένα παιχνίδι επιρροών, όπου όλοι λένε το κομμάτι τους και στο τέλος γίνεται αυτό που θέλει η Γερμανία. Όταν υπάρχει συμβιβασμός, αυτός είναι ανεπαρκής, “μισός” και δεν καλύπτει τις ανάγκες για τις οποίες απαιτήθηκε ο συμβιβασμός.
Η ενωμένη Ευρώπη λοιπόν είναι δυσλειτουργική, προβληματική και δεν έχει κάνει ούτε μισό βήμα μπροστά στην υπόθεση της “πραγματικής ενοποίησης” της, από το 2000 και μετά. Η κατάσταση στασιμότητας βολεύει φυσικά κάποιους και κυρίως εκείνους που κάνουν (πραγματικά) κουμάντο στην Ένωση.
Η έλευση της ακροδεξιάς
Η ακροδεξιά δεν άρχισε να “φουσκώνει” εκ του μηδενός. Η άνοδος της είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων παραγόντων, οι οποίοι είναι απλοί και περίπου αυταπόδεικτοι. Από τη στιγμή που άρχισα να εφαρμόζονται σκληρές νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, δηλαδή χονδρικά από το 2000 περίπου (σταδιακά, δεν εφαρμόστηκαν σε όλες τις χώρες ταυτόχρονα) το χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων, γιγαντώνεται, οι αμοιβές μειώνονται, η μεσαία τάξη συρρικνώνεται. Στην Ελλάδα οι πολιτικές αυτές εφαρμόστηκαν ως μέρος μιας στρατηγικής “σοκ και δέους” με τα μνημόνια και τα αποτελέσματα τους, τα ζούμε φυσικά και σήμερα. Η εκτεταμένη φτωχοποίηση μετατρέπεται σε μάστιγα, το “τείχος ιδιωτικού χρέους” που απειλεί καταναλωτές, μικροεπαγγελματίες, φοιτητές, ορθώνεται απειλητικό και ορισμένες ενωσιακές πολιτικές (κυρίως αυτή της ενεργειακής μετάβασης) χρησιμοποιούνται από τις δυνάμεις που κρύβονται πίσω από τις ευρωπολιτικές ως “αποδιοπομπαίος τράγος”, ενώ απλώς είναι η ορατή κορυφή του παγόβουνου.
Ποια Αριστερά;
Σε ολόκληρη την Ευρώπη από την δεκαετία του 1990, όταν “έπεσε το τείχος”, η λέξη "Αριστερά" ταυτίστηκε εν πολλοίς με την σοσιαλδημοκρατία. Οι κυρίαρχες τάξεις της Ευρώπης ανέθεσαν ακριβώς στους σοσιαλδημοκράτες να προωθήσουν τον κύριο κορμό των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων - θεωρώντας προφανώς ότι θα συναντήσουν λιγότερες αντιδράσεις αφού εθεωρούντο πιο “φιλολαϊκές” από την Δεξιά. Μπορεί να ήταν (ή μπορεί και να μην ήταν) και ένας εύσχημος τρόπος για να αποδυναμώσουν τους σοσιαλδημοκράτες και να κάνουν την “αριστερή επιλογή” (έστω και γιαλαντζί αριστερή, για σοσιαλδημοκρατία μιλάμε) λιγότερο ελκυστική για τους Ευρωπαίους ψηφοφόρους.
Άλλωστε είχαν ήδη προλάβει να προωθήσουν (οι ίδιες κυρίαρχες τάξεις) στο προσκήνιο μία σειρά από κόμματα που κινούνταν πολιτικά μεταξύ κεντροδεξιάς και φασισμού, κόμματα τα οποία δημιουργήθηκαν... εκ του μηδενός και βρήκαν χρηματοδότες και άφθονη προβολή από τα media. Το είδαμε το έργο στην Ελλάδα, όπου η υπερπροβολή (θετική ή αρνητική, το ίδιο κάνει) της Χρυσής Αυγής από μια μεγάλη μερίδα των συστημικών media οδήγησε στην “έκρηξη” του νεοναζιστικού κομματιδίου του 0.5%, το οποίο μπήκε στην Βουλή και έφθασε στην κορύφωση του σε διψήφιο ποσοστό στην κάλπη.
Όταν λοιπόν οι λαϊκές τάξεις άρχισαν να αισθάνονται τι σημαίνουν αυτές οι πολιτικές, στράφηκαν μαζικά στα δεξιά, αφού τους είχαν “προδώσει” τα δήθεν “αριστερά” κόμματα, οι σοσιαλδημοκράτες. Και μάλιστα όχι στα “παραδοσιακά” χριστιανοδημοκρατικά κόμματα, αλλά στην άκρα δεξιά, σε κόμματα με εθνικιστικά χαρακτηριστικά και ρητορική που παρέπεμπε σε άλλες, πιο “μαύρες” εποχές.
Η “απειλή”
Το αβγό του φιδιού λοιπόν, το οποίο επωαζόταν από την επαύριο της “πτώσης του τείχους”, έχει αρχίζει να “σκάει”. Σε ορισμένες χώρες έφθασε σε “κρίσιμη μάζα” νωρίτερα: αυτή τη στιγμή στην Ιταλία, την Ουγγαρία και την Φινλανδία και την Σουηδία, στην Ολλανδία στους κυβερνητικούς συνασπισμούς ηγούνται (ή μετέχουν) ακροδεξιά, εθνικιστικά κόμματα. Στο πρόσφατο παρελθόν κυβέρνησαν στην Πολωνία, την Αυστρία και συμμετείχαν σε κυβερνητικούς συνασπισμούς σε 3-4 χώρες ακόμη.
Στην Γαλλία ο Εθνικός Συναγερμός της Λεπέν είναι τα τελευταία 12-13 χρόνια δεύτερη δύναμη και η ηγέτιδα του πηγαίνει συνεχώς στην δεύτερη Κυριακή των προεδρικών εκλογών (όπου χάνει σταθερά και ανελλιπώς, αφού οι μη ακροδεξιοί ψηφοφόροι στηρίζουν την εναλλακτική, που στις τελευταίες εκλογές είναι ο υπερ- συστημικός νεοφιλελεύθερος Μακρόν).
Στις επερχόμενες ευρωεκλογές, αναμένεται ότι τα κόμματα της ακροδεξιάς διεκδικού και πιθανότατα θα καταλάβουν την πρώτη θέση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες: Ιταλία, Ουγγαρία, Γαλλία, Αυστρία, Βέλγιο, Τσεχία, Σλοβακία, Ολλανδία και φυσικά την Πολωνία (όπου το κόμμα “Νόμος και Δικαιοσύνη” μπορεί να έχασε την κυβέρνηση από τον κεντροαριστερό συνασπισμό του Τουσκ, αλλά παραμένει πρώτη πολιτική δύναμη).
Αλλά και στις υπόλοιπες χώρες η κατάσταση δεν είναι καλύτερη: Στην Γερμανία η AfD μπορεί να είναι δεύτερη δύναμη πίσω από το δεξιό CDU/CSU, στην Ιβηρική (Ισπανία και Πορτογαλία) η ακροδεξιά ανεβαίνει ραγδαία και ίσως και στις δύο χώρες διεκδικήσουν την δεύτερη θέση ή στην χειρότερη την τρίτη, σε Σουηδία και Φινλανδία και στις χώρες της Βαλτικής πάνε επίσης για δεύτερη ή τρίτη θέση, ενώ σε άνοδο βρίσκεται η ακροδεξιά και στα Βαλκάνια, σε Βουλγαρία και Ρουμανία.
Συμπερασματικά, μιλάμε για μια “ακροδεξιά στροφή” που αφορά σε 17-18 ευρωπαϊκές χώρες. Και ακόμη και στις υπόλοιπες οκτώ, αναμένεται άνοδος της άκρας δεξιάς. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, είδαμε για πρώτη φορά στην ιστορία τρία ακροδεξιά κόμματα να εισέρχονται στο κοινοβούλιο στις τελευταίες εκλογές και υπάρχει μια πολύ μεγάλη πιθανότητα και τα τρία να κατορθώσουν να στείλουν εκπροσώπους στις Βρυξέλλες στις επερχόμενες ευρωεκλογές.
Παρότι τα ντόπια συστημικά media προσπαθούν να παρουσιάσουν την κατάσταση στην Ελλάδα “υπό έλεγχο”, αφού η Νέα Δημοκρατία συνεχίζει να ψηφίζεται από τον μεγαλύτερο όγκο των δυνάμει ακροδεξιών ψηφοφόρων, στην πραγματικότητα η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα είναι πολύ ταχύτερη απ' ότι είναι ας πούμε στην Γερμανία. Το “νέο ΛΑΟΣ”, η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου, φλερτάρει μάλιστα με το διψήφιο ποσοστό, κάτι που ουδέποτε κατόρθωσε ο πολιτικός μέντορας του Βελόπουλου, Καρατζαφέρης. Βεβαίως εμπόδιο στην ραγδαία άνοδο της ελληνικής ακροδεξιάς, είναι το γεγονός ότι είναι εξαιρετικά πολυδιασπασμένη, αφού στις τελευταίες εθνικές εκλογές κατήλθαν περί τα 15 κόμματα με εθνικιστική/ακροδεξιά ατζέντα. Τα οποία συγκεντρωτικά μάζεψαν πάνω από 15%. Αν τα σημαντικότερα απ' αυτά τα “κομματίδια” πάρουν παράδειγμα από την Πολωνία ή την Ιταλία και ενωθούν κάτω από κοινή ομπρέλα, θα μιλάμε για το δεύτερο κόμμα στην Ελλάδα.
Η “συστημική ακροδεξιά”
Το θέμα είναι λοιπόν πόσο απειλεί το status quo η σύγχρονη ακροδεξιά. Αν ισχύουν δηλαδή αυτές οι “ανησυχίες” των “ευρωπαϊκών κύκλων”.
Με μία λέξη: όχι! Τα ακροδεξιά κόμματα δεν πρόκειται να απειλήσουν ούτε την ευρωπαϊκή ενοποίηση (η οποία έτσι κι αλλιώς δεν προχωρά) ούτε τις κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές (αφού η ενωμένη Ευρώπη στην σημερινή της μορφή αποτελεί επιλογή των κυρίαρχων τάξεων σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και οι κυρίαρχες τάξεις ελέγχουν την ακροδεξιά και την σπρώχνουν στην εξουσία).
Η “νέα ακροδεξιά” απειλεί ωστόσο την Δημοκρατία και τις ουσιαστικές ελευθερίες, όσες έχουν επιβιώσει στη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη. Απειλεί το κράτος Δικαίου, απειλεί τις συνδικαλιστικές ελευθερίες, απειλεί τα ήδη “πετσοκομμένα” δικαιώματα των εργαζόμενων τάξεων.
Επίσης είναι πιθανό να βάλει φρένο σε ορισμένες επιλογές της ΕΕ, όπως για παράδειγμα στις πολιτικές της ενεργειακής μετάβασης, καθώς οι κυρίαρχες τάξεις της Ευρώπης είναι διχασμένες στο ζήτημα αυτό και υπάρχει μια (μειοψηφική αλλά πολύ ισχυρή) μερίδα τους που είναι ενάντια στην σημερινή πολιτική που εφαρμόζει η ΕΕ.
Εκεί που έχει κυβερνήσει ή κυβερνά η ακροδεξιά, εφαρμόζει σκληρές νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, περιορίζει τις κοινωνικές δαπάνες και προχωρά τις ιδιωτικοποίησεις (όπως ακριβώς... και στις χώρες που δεν κυβερνά ακροδεξιά αλλά κεντροδεξιά ή κεντροαριστερά) και ενισχύει τις δαπάνες για την Αστυνομία και ενίοτε την Άμυνα. Είναι να απορεί κανείς πως οι Ευρωπαίοι ψηφοφόροι έχουν πειστεί για την “αντισυστημικότητα” μιας ακροδεξιάς που είναι... ο ορισμός της συστημικότητας!