Δε μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να δρασκελίσω το κατώφλι ενός Πανεπιστημίου της χώρας μου κι αυτό γιατί κάτω από τις αντίξοες συνθήκες που πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, κι εγώ και η οικογένειά μου, δε μου άφηναν κανένα περιθώριο να πλέξω μήτε όνειρα.
Δεν έκανα ποτέ σκέψεις το τι επάγγελμα θα εξασκήσω στο διάβα της ζωής μου και γνωρίζω πολύ καλά τι σημαίνει για ένα παιδί που θέλει να σπουδάσει αλλά του προγραμματίζουν άλλοι το μέλλον του, κόβοντας τα “φτερά” του σύρριζα πριν ακόμα κάνει το πρώτο αδέξιο πέταγμά του από τη φωλιά του.
Τότε που ήμουνα εγώ παιδί, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, ειδικότερα στα απομακρυσμένα χωριά της υπαίθρου που “αφέντρα” ήταν η φτώχια, η πείνα και η ξιπολησιά, ελάχιστα παιδιά επαναλαμβάνω ένιωσαν τη χαρά των παραπέρα σπουδών. Ένας λόγος παραπάνω ήταν τα πολλά παιδιά που αποκτούσαν τότε, σχεδόν όλες οι οικογένειες στις δεκαετίες του ’50-’60, δηλαδή της δικής μου εποχής.
Η πολύπαθη πατρίδα μου, από τις καταστροφές που υπέστη από τον βάρβαρο κατακτητή τον Γερμανό και από τον εμφύλιο σπαραγμό, δεν είχε τις κατάλληλες υποδομές για δωρεάν παιδεία. Οι οικογένειες στηρίζονταν στα δικά τους οικονομικά έσοδα και όσοι τα είχαν έστελναν τα παιδιά τους για παραπέρα σπουδές, ενώ οι φτωχές δεν έκαναν τέτοιου είδους όνειρα για τα παιδιά τους. Αναγκαστικά παρέμεναν στο χωριό, εξασκώντας το επάγγελμα του γεωργοκτηνοτρόφου, δουλεύοντας πολύ σκληρά για να επιβιώσει η οικογένειά τους. Πολλές όμως φαμίλιες που είχαν έστω και μικρή οικονομική επιφάνεια έστελναν ένα ή δύο από τα παιδιά τους να σπουδάσουν, με τον ιδρώτα όμως των εναπομενόντων στο χωριό.
Οι κοπέλες δε, ελάχιστες ακολουθούσαν τον δρόμο των παραπέρα σπουδών. Οι πιο πολλές δεν τελείωναν μήτε το Δημοτικό. Άλλες όμως πιο τυχερές πήγαιναν και μάθαιναν την τέχνη της μοδίστρας και απολάμβαναν κάπως καλύτερα την καθημερινότητα της ζωής. Εκείνες όμως που ήταν πολύ φτωχές, από φτωχές οικογένειες και με πολλά παιδιά, τις έστελναν ως υπηρέτριες στις “μεγαλοκυρίες” εκείνης της εποχής, στις μεγάλες πολιτείες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Πολύ δύσκολα χρόνια για όλους τους Έλληνες. Εκτός των πλουσίων βέβαια, αλλά πολύ περισσότερο για τους Έλληνες που ζούσαν στα απομακρυσμένα χωριά.
Κουτσά-στραβά όμως πολλά παιδιά σπούδαζαν. Υπήρχαν τα κρατικά πανεπιστήμια και είχαν κάποιες βοήθειες, αλλά δε θα αναφέρω ποιες και από ποιους φορείς του κράτους. Όσο για τα παιδιά που παρέμεναν πίσω στο χωριό, εγώ σας το λέω ότι γλυκό ψωμί δεν έφαγαν ποτέ. Εμείς οι μεγαλύτεροι γνωρίζουμε με πόσες ανέχειες και δυσκολίες διάβαιναν τα παιδικά μας χρόνια. Κι επειδή η πείνα δεν αντέχεται, ένας κοντά στον άλλον έπαιρναν των ομματιών τους, μεταναστεύοντας, ψάχνοντας για την καλύτερη ζωή σε άλλες χώρες της υφηλίου. Το αποτέλεσμα ποιο ήταν όλοι το γνωρίζουμε. Ρήμαξαν όλα τα χωριά μας. Τέλος πάντων.
Υπήρχαν όμως και τότε πλούσιες οικογένειες που έστελναν τα παιδιά τους στο εξωτερικό να σπουδάσουν ακόμα και σε ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Βέβαια, καλά έκαναν εφόσον μπορούσαν και δεν μπορεί κανείς να τους κατακρίνει γι’ αυτό.
Τώρα όμως, τον τελευταίο καιρό, πολύς λόγος γίνεται για την κατάργηση των κρατικών Πανεπιστημίων της χώρας μας. Κι ερωτώ: Με ποιες προοπτικές θα σπουδάσει το παιδί του γεωργοκτηνοτρόφου που κατοικεί σε κάποιο χωριό των Αγράφων; Με τι χρήματα να σπουδάσει στα ιδιωτικά πανεπιστήμια αν οι γονείς του δεν έχουν την οικονομική ευχέρεια; Πόσο μεγάλο μπορεί να είναι το εισόδημα των περισσότερων γεωργοκτηνοτρόφων; Αλλά και το παιδί του μισθοσυντήρητου ή του ανειδίκευτου εργάτη; Πώς να σπουδάσει με τον μισθό του παίρνει, ή από το κράτος ή από τον εργοδότη του;
Ή μήπως δεν πρέπει να σπουδάζουν αυτά τα παιδιά; Μήπως τα θεωρείτε παιδιά ενός κατώτερου Θεού;
Η αλήθεια είναι ότι δε γνωρίζω και πολλά πράγματα γύρω από τα έξοδα των σπουδών, αλλά γνωρίζω ότι πάρα πολλά παιδιά σταμάτησαν να πλέκουν όνειρα στον αργαλειό μιας καλύτερης ζωής, γιατί οι οικονομίες της οικογένειας δεν τους το επέτρεπαν.
Τι επιδιώκετε, κύριοι της κυβέρνησης, να πετύχετε; Μήπως σκοπεύετε να γυρίσετε το μέλλον της πατρίδας μας, δηλαδή τα νιάτα, στη δική μου εποχή; Κι όποιος έχει μαχαίρι θα φάει πεπόνι, ενώ οι μη έχοντες... γαλατσίδες;
Τώρα κι εγώ μισθοσυντήρητος ήμουν, μπόρεσα όμως έστω με χίλιες δύο στερήσεις και πίκρες και τα σπούδασα τα παιδιά μου, αλλά και πολύ μεγαλύτερο μισθό έπαιρνα και δουλειές υπήρχαν και μπόρεσε και η σύζυγός μου και βρήκε δουλειά και πολύ "παχουλό" εφάπαξ πήρα κι ένα σωρό άλλα βοηθήματα είχα από το κράτος.
Σήμερα, όσον αφορά στα νέα ζευγάρια, εκείνες οι βοήθειες φαντάζουν... όνειρο θερινής νυκτός.
Τέλος, και κλείνω με αυτό το σημερινό άρθρο μου, με τις πιο κάτω επισημάνσεις. Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις ιδέες σας. Δεν μπορεί να έχουν άδικο τόσοι καθηγητές σε πολλά Πανεπιστήμια της χώρας μας. Αλλά και πολλοί άλλοι συνάνθρωποί μου, που φωνάζουν για τη μη ψήφιση του νομοσχεδίου... αν δεν έχει ψηφιστεί. Κάτι πολύ σοβαρό βλέπουν όσον αφορά στην κατάργηση των κρατικών Πανεπιστημίων και γι’ αυτό διαμαρτύρονται ώστε να προλάβουν τα χειρότερα.
* Ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής είναι συγγραφέας-ποιητής, μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων.