123

Ο έρωτας στην εποχή της μετανεωτερικότητας

Απόψεις
Ο έρωτας στην εποχή της μετανεωτερικότητας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Εκείνοι που δεν έκαναν τίποτα ενάντια στην ελευθερία, δεν έχουν κάνει επίσης τίποτα γι' αυτήν» - διάταξη της Κομμούνας του Παρισιού στις 11 Οκτωβρίου 1793.

Πολυάριθμοι κοινωνιολόγοι, από την εποχή τού Talcott Parsons κι έπειτα, διατύπωσαν την άποψη ότι η οικογένεια εκπληρώνει δύο ειδών λειτουργίες: πρώτα, την αρχική κοινωνικοποίηση του μικρού παιδιού από την οικογένεια, και δεύτερο, τη διαδικασία σταθεροποίησης της προσωπικότητας του εφήβου και του ενήλικου. Για να μην καταταχθούν στους «παρεκκλίνοντες» η οικογένεια και τα παιδιά-μέλη της, πρέπει η διφασική αυτή μύηση στον μικρό-πολιτισμό (στην οικογένεια) να κατορθώσει να εμποτίζει το παιδί με τις αξίες και τα πρότυπα συμπεριφοράς τού μακρό-πολιτισμού (του έξω-οικογενειακού κόσμου). Σε μια κοινωνία όπου η αυτο-αλλοτρίωση είναι ο κανόνας, οι αξίες αυτές θα είναι αξίες αλλοτριωμένες. Το αγόρι θα διδαχτεί να θεωρεί τον εαυτό του, όπως και τις ικανότητες που θα αποκτήσει, σαν εμπορεύσιμα αντικείμενα κι ακόμα, θα του προμηθεύσουν ένα πλαίσιο όπου θα ταυτιστεί, θετικά και αρνητικά, σε ταιριαστές αναλογίες, με τον πατέρα του, που καθήκον του είναι να παρασταίνει στον οικογενειακό κύκλο έναν κοινωνικό ρόλο κατάλληλο να του εξασφαλίζει την προσωπική του εκτίμηση και την εκτίμηση των άλλων. Απαρέγκλιτη αρχή της παραδοσιακής κοινωνίας, είναι ότι η παράσταση από το γονιό ενός αποδεκτού κοινωνικού ρόλου έχει την προτεραιότητα πάνω στην παρουσίαση του εαυτού του στο παιδί. Ο γονιός εξωτερικεύει τον εαυτό του μέσα στον κόσμο, μεταγγίζει την υποκειμενική του πραγματικότητα σε μια μορφή-αντικείμενο ενός είναι-μέσα-στον-κόσμο, και κατόπιν εσωτερικεύει ξανά τούτη την αντικειμενοποιήση. Αλλά η παρουσία αυτή που την επανεσωτερικεύει, είναι κάτι που ο γονιός το έχει κιόλας χάσει στην πραγματικότητα, είναι μια απουσία που ο γονιός παρασταίνει μέσα στην οικογένεια. Η υπαρξιστική δομή του κοινωνικού ρόλου που παρασταίνεται είναι, πρώτ’ άπ’ όλα η δομή του είναι-για-τον- άλλον και κατά δεύτερο λόγο μονάχα, η δομή του είναι-για-τον- εαυτό-σου. Ευτυχώς δεν είναι όλες οι οικογένειες που κατορθώνουν να αποφεύγουν ολότελα τον στιγματισμό της παρέκκλισης.

Αυτό που πάνω άπ’ όλα θάπρεπε να συνειδητοποιήσουμε, είναι η έννοια της αυτονομίας του κάθε μέλους της οικογένειας, μέσα στην οικογένεια. Το να είναι κανείς αυτόνομος σημαίνει: πρώτα, να ορίζει έναν κανόνα για τον εαυτό του – έναν αυτο-κανόνα – κι αυτό έχει για επακόλουθο μια πράξη αποκοπής, που επιτρέπει σ’ ένα άτομο να συντρίψει το σύστημα που το αιχμαλωτίζει, και να αποσχιστεί απ’ αυτό το σύστημα, στο όποιο ο ρόλος του, όπως και ό ρόλος του καθενός, περιορίζεται στο να ενσωματώνει τις προβολές ενός άλλου, και να ζει με τις αόριστες ελπίδες, τις φιλοδοξίες, τις ικανοποιήσεις και τις δοκιμασίες που εσωτερικεύονται από τούς γονιούς του κ.ο.κ. ο πιο απλός τρόπος (αν και πολύ περίπλοκος) να λυτρωθεί κανείς, είναι να δεχτεί μέσα του την αλλόκοτη αυτή μάζα της αρχέγονης συγγενικότητας, να υποστεί τη διαταρακτική αυτήν εσωτερίκευση ως το ακρότατο όριο της εισχώρησης της στον εαυτό του, και ύστερα να την ξεπεράσει, προχωρώντας στις δικές του δυνατότητες. Ενεργώντας έτσι, το άτομο πρέπει να διατηρήσει τον εαυτό του σαν κέντρο, να διατηρήσει την ίδια του την ύπαρξη και να την προστατεύσει από κείνο που θα μπορούσε να προβάλει το υποκειμενικό κέντρο του είναι του, στον εξωτερικό κόσμο. Αν χάσει τον έλεγχο του κέντρου του εαυτού του, παραδίνεται στους άλλους, κι αυτό σημαίνει να χάσει τον εαυτό του για τον ίδιο τον εαυτό του ή καλύτερα να τον χάσει από τον εαυτό του.

Οι οικογένειες αποτελούν τον διάμεσο ανάμεσα στην κοινωνική πραγματικότητα και στα παιδιά τους. Αν αυτή η κοινωνική πραγματικότητα είναι μεστή από αλλοτριωμένες κοινωνικές μορφές, τότε η αλλοτρίωση αυτή θα μεταβιβαστεί στο παιδί και το παιδί θα τη νιώσει σαν αποξένωση στις δια-οικογενειακές σχέσεις. Πολλές από τις πιο «ενωμένες οικογένειες», πολλοί από τους πιο «ευτυχισμένους γάμους», είναι εκείνες και εκείνοι όπου οι άνθρωποι ζουν τις σχέσεις τους αποξενωμένοι ο ένας από τον άλλον. Μπορεί να αποφύγει κανείς την αποξένωση ή και να την αρνηθεί. Μπορεί να αποξενωθεί από την ίδια του την αποξένωση. Αλλά αν η άρνηση αυτή είναι ανέφικτη, τότε το άτομο θα προσπαθήσει, πιθανότατα, να ελαττώσει την οδυνηρή του σύγχυση, καταφεύγοντας σ’ ένα «ψυχωτικό» οικοδόμημα. Τα οικοδομήματα, όμως, αυτά είναι, κατά μεγάλο μέρος, ενσαρκώσεις της οικογενειακής διαδικασίας, που παρουσιάζεται φαινομενικά σαν μια ουσιαστική πραγματικότητα, μια που δεν είναι τίποτα άλλο από την αλλοτριωμένη μορφή της δράσης ή της πράξης των μελών της οικογένειας.

Όλα αυτά που αναφέραμε παραπάνω για τις αλλοτριωμένες οικογενειακές σχέσεις, αποδίνονται πολύ παραστατικά στη «Φαλακρή Τραγουδίστρια» του Ιονέσκο.

Ένας άντρας και μια γυναίκα μιλούν αναμεταξύ τους σα νάταν απόλυτα ξένοι. Ανακαλύπτουν λίγο-λίγο πως ταξίδεψαν με το ίδιο τραίνο, στο ίδιο διαμέρισμα, πως ζούνε στο ίδιο σπίτι, πως κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, πως έχουν το ίδιο παιδί. Κατάπληκτοι, συμπεραίνουν πως αποτελούν μια και μόνη οικογένεια. Η σχέση καθορίζεται εδώ μ’ ένα σχεδιάγραμμα από μη-ανθρώπινες τοπογραφικές σχέσεις: το τραίνο, τα σκαλιά, το κρεβάτι. Όμως, αν το καλοσκεφτούμε, πόσοι σύζυγοι, άντρες και γυναίκες έχουν πραγματικά επικοινωνήσει ο ένας με τον άλλον – έστω και αμυδρά;

«Η κοινωνία δεν γίνεται πια αντιληπτή ως σύστημα περιορισμών, του νόμου και του συμβολαίου, αλλά ως θεσμισμένη επινόηση: Πώς να επινοήσουμε το τεχνούργημα (artifice), πώς να δημιουργήσουμε θεσμούς που να αναγκάζουν  τα πάθη να ξεπερνούν τη μεροληψία τους και να σχηματίζουν ηθικά αισθήματα, του δικαίου και της πολιτικής» είχε πει ο Gilles Deleuze.

Το επίκεντρο της βιοπολιτικής παραγωγής, που βλέπουμε να οπισθοχωρεί σε έναν υψηλότερο βαθμό αφαίρεσης, δεν είναι η παραγωγή αντικειμένων για τα υποκείμενα, όπως θεωρείται συχνά η παραγωγή προϊόντων, αλλά η παραγωγή της ίδιας της υποκειμενικότητας. Αυτό είναι το πεδίο από το οποίο μπορεί να ξεκινήσει ένα ηθικό και πολιτικό πλάνο. Αλλά πώς μπορεί να στεριώσει μία δεοντολογική παραγωγή στο κινούμενο έδαφος της παραγωγής υποκειμενικότητας που συνεχώς μεταμορφώνει καθιερωμένες αξίες και υποκείμενα; Ο Gilles Deleuze, συλλογιζόμενος πάνω στην ιδέα του Michel Foucault για το dispositif (οι υλικοί, κοινωνικοί, συναισθηματικοί και γνωστικοί μηχανισμοί ή εργαλεία της παραγωγής υποκειμενικότητας), ισχυρίζεται: «Ανήκουμε στα dispositifs και δρούμε εντός τους». Αν δρούμε εντός τους, όμως, ο ηθικός ορίζοντας πρέπει να αναπροσανατολισθεί από το ταυτοτικό στο γίγνεσθαι. Το ζήτημα «δεν είναι τι είμαστε αλλά τι είμαστε στη διαδικασία του να γίνουμε – αυτό είναι το Άλλο, το να γίνουμε άλλοι». Μια σημαντική σκηνή πολιτικής δράσης σήμερα, ιδωμένη από αυτή την πλεονεκτική οπτική, εμπεριέχει τον αγώνα ενάντια στον έλεγχο ή την αυτονομία της παραγωγής υποκειμενικότητας. Το πλήθος δημιουργείται συνθέτοντας στον κοινό τόπο τις μοναδικές υποκειμενικότητες που προκύπτουν από αυτή τη διαδικασία.

Ο Jacques Derrida ακολουθώντας τον «διαφωτισμένο» Kant, τοποθετεί τη λογική πίσω στη δύναμη της αμφιβολίας και αναγνωρίζει το επαναστατικό πάθος της λογικής καθώς αναδύεται από τα περιθώρια της ιστορίας. Και εμείς, επίσης, πιστεύουμε ότι απαιτείται αυτή η πνευματική δύναμη για να ξεπεραστεί ο δογματισμός και ο μηδενισμός, αλλά επιμένουμε στην ανάγκη να συμπληρωθεί με φυσική δύναμη και πολιτική δράση. Ο έρωτας χρειάζεται δύναμη για να κατακτήσει τις κυρίαρχες δυνάμεις και να διαλύσει τους διεφθαρμένους θεσμούς τους, πριν μπορέσει να φτιάξει έναν καινούριο κόσμο κοινού πλούτου.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News