Σφαγή στο Κοντομαρί
Φωτ. αρχείου κ. Τυραϊδή

Η ιστορία του Γιάννη

Απόψεις
Η ιστορία του Γιάννη

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το τι έχει γραμμένο όμως η μοίρα του καθενός στο τεφτέρι της δεν το γνωρίζει κανένας

Γεννήθηκε μέσα στον κουρνιαχτό από τον ανελέητο βομβαρδισμό του εχθρού, σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό της χιλιοπληγωμένης πατρίδας του. Το γάλα που έπινε από το στήθος της μητέρας του ήταν γάλα ανακατωμένο με αίμα, αυτό διέγνωσε ο γιατρός εξετάζοντάς την, λόγω του υψηλού πυρετού που την βασάνιζε μετά τη γέννησή του. Κι ενώ η πατρίδα του πριν τον πόλεμο ήταν μια χώρα υποσχόμενη πολλά για μια καλύτερη ζωή στον λαό της, τώρα τα μάτια του την έβλεπαν γιομάτη ερείπια και σκόρπια σίδερα από τα φονικά σύνεργα του εχθρού. 

Η φτώχια, η πείνα, η ξυπολυσιά και η ψείρα τον ταλάνιζαν όπως όλους του χωριανούς του και γενικότερα όλον τον πληθυσμό της πολύπαθης πατρίδας του. Οι γονείς του έσκαβαν τα χωράφια με τη σκεπαρνιά να σπείρουν πρωτίστως σιτάρι για να εξοικονομήσουν τουλάχιστον ψωμί για τη φαμελιά. Δύσκολες πέτρινες εποχές!

Ξεχασμένοι απ’ όλους τους κυβερνόντες εκείνες τις εποχές, δε γνώριζαν απολύτως τίποτα για την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα τους. Ραδιόφωνο δεν υπήρχε, ο δρόμος που κάποτε επικοινωνούσαν με τα υπόλοιπα γύρω χωριά είχε καταστραφεί από τις πολλές βροχές, που σχεδόν όλο τον χρόνο έπεφταν στα βουνά που εκεί ήταν το χωριό του. Επικοινωνία καμιά με τον έξω κόσμο. 

Η μοίρα της κυρά Κώσταινας και μητέρας του Γιάννη έγραφε στο τεφτέρι της εκτός από το να μείνει χήρα, νια και παρανιά, να ζήσει πολλά χρόνια να καμαρώνει τον γιο της τον Γιάννη. Το «καμάρι» της, όπως τον αποκαλούσε

Ο Γιάννης, έτσι τον έλεγαν τον ήρωα της σημερινής μας ιστορίας, ανακατεύοντας τις λάσπες και τις κοπριές από τις δύο κατσίκες που είχαν απομείνει στο σπίτι του, γιατί τις άλλες που έθρεφαν πριν από τον πόλεμο τις κατέσφαξαν οι βάρβαροι κατακτητές, καίγοντας συγχρόνως τα σπίτια και σκοτώνοντας ανελέητα τους κατοίκους του μικρού χωριού. Εκείνος, μικρός όπως ήταν, δεν μπορούσε να κατανοήσει την καταστροφή που με αβυσσαλέο μίσος έσπερναν οι εχθροί της σκλαβωμένης χώρας του. 

Η μητέρα του γλίτωσε από τις σφαίρες των κατακτητών γιατί μάλλον τη λυπήθηκαν που την είδαν με την κοιλιά στο στόμα, όπως συνήθως λέμε στα χωριά της Ρούμελης. Τη βρήκαν να μαζεύει χόρτα, στα χωράφια έξω από το χωριό. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, όπως έτσι έλεγε η έγκυος γυναίκα και μάνα του Γιάννη αργότερα, ανταλλάσσοντας δυο-τρεις κουβέντες «νάιν, πίκολο» και την άφησαν ζωντανή. Ο φόβος της ήταν απερίγραπτος. Έτρεμε και κλαίοντας πήρε τον δρόμο του γυρισμού για το χωριό. Με κομμένη την ανάσα μονολογούσε σε όλη τη διαδρομή: «Ωχ, τι έπαθα η κακομοίρα!», και συνέχιζε με αναφιλητά «να είναι ζωντανός ή τον σκότωσαν. Ωχ, τι θα απογίνω η έρημη!».

Τέλος, κάποια στιγμή έφτασε στην αυλή του σπιτιού, ξεγλωσσισμένη και ξετσεμπέρωτη και με όση δύναμη της είχε απομείνει φωνάζει το όνομα του άντρα της. 
«Να ζει», είπε, «ή τον σκότωσαν;».

Στιγμές απίστευτης αγωνίας, ενώ τα μάτια της είχαν στερέψει και δεν έτρεχαν άλλα δάκρυα πια. Έως ότου ακούσει τη φωνή του, λίγο έλειψε να λιποθυμήσει και να σωριαστεί στη γη. Την κράτησε όμως όρθια το παιδί που κουβαλούσε στα σπλάχνα της.

«Όχι», είπε μέσα της, «δε θα πέσω κάτω... μπορεί να κάνω κακό στο παιδί. Όχι, όχι, Θεέ μου...» και με το «Θεέ μου» ακούστηκε η φωνή του άντρα της. «Εδώ είμαι, μη σκιάζεσαι. Είμαι ζωντανός. Εσύ είσαι καλά; Το παιδί είναι καλά;» κι εννοούσε βέβαια το παιδί τους, που κουβαλούσε στα σπλάχνα της.

«Καλά, καλά είμαστε και οι δύο» κι αμέσως, την άλλη στιγμή, αγκαλιάστηκαν και σηκώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό είπαν σχεδόν τις ίδιες λέξεις: «Σ’ ευχαριστώ Μεγαλοδύναμε», κάνοντας στη συνέχεια τον σταυρό τους. Το τι έχει γραμμένο όμως η μοίρα του καθενός στο τεφτέρι της δεν το γνωρίζει κανένας.

Σε άλλους οι τριμερούσες μοίρες γράφουν να περάσουν μια ζωή καλή, σε άλλους όμως γράφουν να περάσουν μια ζωή γιομάτη βάσανα, διαβαίνοντας τις ημέρες του πικρές σαν τη χολή. «Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον», έλεγαν οι πρόγονοί μας. Τώρα, οι μοίρες για την οικογένεια του Γιάννη δεν έγραφαν τα ίδια για όλους. Άλλα έγραφαν για τον ίδιο, άλλα για τον πατέρα κι άλλα για τη μάνα του. Τι έγραφαν θα το μάθουμε στις επόμενες αράδες της σημερινής μας ιστορίας. 

Αλωνάρης μήνας, κατακαλόκαιρο, ο ήλιος “έψηνε” ακόμα και τις πέτρες, όταν την κυρά Κώσταινα, έτσι την έλεγαν τη μάνα του Γιάννη, την έπιασαν οι πόνοι της γέννας. 
«Τρέξε Κώστα», λέει στον άντρα της, «να φέρεις τη μαμή. Τα νερά έσπασαν». 

Δε χασομεράει ο κυρ-Κώστας και ξεγλωσσισμένος και καταϊδρωμένος κάποια στιγμή έφτασε στο σπίτι της μαμής κι από την αυλή του σπιτιού της φώναζε: «Σήκω κυρά Κατίνα - έτσι την έλεγαν τη μαμή - η Κώσταινα γεννάει. Άιντε, πάμε και μη χασομεράς». 

Τέλος, τα χαράματα, η έγκυος γέννησε ένα ολόξανθο αγοράκι, τον Γιάννη, τον ήρωα της σημερινής μας ιστορίας κι αναμενόμενο ήταν, η χαρά των γονιών του δεν περιγράφεται με λόγια πόση ήταν.

Έτσι μεγάλωνε σιγά-σιγά ο Γιάννης, πίνοντας μισό αίμα και μισό γάλα, όπως προαναφέραμε στην αρχή και γάλα από τις κατσίκες, με μπομπότα, σπάνια με ψωμί, ώσπου δεν πρέπει να ήταν πάνω από τεσσάρων χρονών όταν ξέσπασε ο εμφύλιος σπαραγμός κι ο Γιάννης έμελλε να μείνει ορφανός από πατέρα. Η μοίρα τού έγραφε στο τεφτέρι της να ζήσει ορφανός από πατέρα την υπόλοιπη ζωή του κι αυτό που έγραψαν πήρε σάρκα και οστά. Ο πατέρας του γλίτωσε και δεν τον σκότωσαν οι κατακτητές, αλλά τον σκότωσαν οι Μάηδες, οι εθνικόφρονες και σωτήρες της πατρίδας μας κείνα τα πικρά χρόνια κι έμεινε η μάνα μοναχή σαν “καλαμιά στον κάμπο”, που μας λέει και ο ποιητής.

Δεν πτοήθηκε η ψυχή της, πάλεψε με νύχια και με δόντια και μεγάλωσε με αξιοπρέπεια τον Γιάννη της. Συνέχισε να σκάβει τα χωράφια της με τη σκεπαρνιά, σπέρνοντάς τα με σιτάρι, και το παιδί της δεν πείνασε ποτέ. Ησύχασε κάπως και η φαγωμάρα μεταξύ των Ελλήνων και άλλαξαν λίγο τα πράγματα προς το καλύτερο. 

Η μοίρα όμως του Γιάννη, στο τεφτέρι της έγραφε, μέσα στον κουρνιαχτό που τον μύρωσε, οι μεν κόκκοι από τον κουρνιαχτό που τον σκέπαζε να γίνουν λάσπη και να στεριώσει σπίτια και αποθήκες για να αποθηκεύει όλα τα αγαθά του Θεού, το γάλα το ανακατωμένο με αίμα, που πίνοντάς το μεγάλωσε, να γίνει γάργαρο και κρυστάλλινο νερό να ποτίζει τα χωράφια του και τα δάκρυα της μάνας του να γίνουν μελάνι να γράφει στα βιβλία του τις κακουχίες και τα βάσανα που πέρασαν οι γονείς του, οι φτωχοί συνάνθρωποί του, οι χωριανοί του, αλλά και όλοι οι Έλληνες από τους βάρβαρους κατακτητές τους κείνα τα σκληρά και πέτρινα χρόνια. 

Τέλος, η μοίρα της κυρά Κώσταινας και μητέρας του Γιάννη έγραφε στο τεφτέρι της, εκτός από το να μείνει χήρα, νια και παρανιά, να ζήσει πολλά χρόνια να καμαρώνει τον γιο της τον Γιάννη. Το «καμάρι» της, όπως τον αποκαλούσε.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News