Η σύνθεση του αποθεματικού ρευστότητας (του “μαξιλαριού”) των 37 δισ. ευρώ το 2019 ήταν η ακόλουθη: 16 δισ. ευρώ περίπου προέρχονταν από το τελευταίο δάνειο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕSΜ), που συνδέθηκε με το τρίτο μνημόνιο. 14 δισ. ευρώ περίπου πήγαζαν από δανεισμό ιδιωτικών αγορών και 7 δισ. ευρώ περίπου από τα διαθέσιμα των Ταμείων. Τα διαθέσιμα των Ταμείων ανέρχονταν σε 2,6 δισ. ευρώ το 2015. Τα Ταμεία επιχορηγούνται από το κράτος κατά 16 δισ. ευρώ ετησίως, έχοντας συνολική δαπάνη για τις συντάξεις 25 δισ. ευρώ.
Ως προς την περιβόητη “υπερφορολόγηση” επί ΣΥΡΙΖΑ, αυτή ανερχόταν σε 5 δισ. ευρώ πρόσθετους φόρους καθ’ όλη την περίοδο 2016-2019. Σημειώνουμε ότι 4,5 δισ. ευρώ ήταν τα πρόσθετα έσοδα από φόρους το 2022, λόγω επιβολής του ΦΠΑ στις αυξημένες τιμές αγαθών και υπηρεσιών εξαιτίας του πληθωρισμού. Τα 5 δισ. ευρώ των τριών ετών θεωρούνται λοιπόν ως υπέρμετροι φόροι, ενώ τα 4,5 δισ. ευρώ - φόροι λοιπόν μόνο ενός έτους - όχι!!!
Το δημόσιο χρέος (όλων των φορέων του Δημοσίου) από 315 δισ. ευρώ το 2016 έχει εκτιναχθεί στα 357 δισ. ευρώ σήμερα, ενώ το κρατικό χρέος (της Κεντρικής μόνο Διοίκησης ως ενός υποσυνόλου δηλαδή όλων των φορέων του Δημοσίου) αυξάνει σταθερά, ανερχόμενο σε 404,7 δισ. ευρώ.
Ως προς τα 37 δισ. ευρώ (που σχηματικά μειώνουν το χρέος μας στα 320 δισ. ευρώ), είναι στην ουσία δανεικά από την Ε.Ε. και τις αγορές, άσχετα αν ορισμένα από αυτά προέρχονται από τα διαθέσιμα των φορέων του Δημοσίου που είναι κατατεθειμένα στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Το ό,τι δανειζόμαστε έχει ένα σημαντικό κόστος σε τόκους και εύλογα θα πρέπει να αποπληρωθεί στο μέλλον. Το όφελος που προκύπτει από τον σχετικά φθηνό δανεισμό της χώρας αντιστοιχεί σε ετήσιους τόκους σήμερα, της τάξης των 5-5,5 δισ. ευρώ (από ετήσιους τόκους των 12 περίπου δισ. ευρώ πριν το 2011).
Το “μαξιλάρι” ήταν προτιμότερη επιλογή σε σχέση με τη λεγόμενη «προληπτική πιστοληπτική γραμμή», με κύριους θιασώτες τη Ν.Δ. και την Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτή θα συνοδευόταν από ένα 4ο μνημόνιο και από πολλά ερωτηματικά σχετικά με την προθυμία ή ορθότερα απροθυμία των εταίρων μας στην Ε.Ε. για νέο δανεισμό της μορφής των τριών μνημονίων που γνωρίσαμε.
Ως προς τη χρήση του “μαξιλαριού” προεκλογικά από τον ΣΥΡΙΖΑ, η επιλογή αυτή ήταν δυνατή, παρά τις όποιες αντιρρήσεις, αλλά σε περιορισμένο βαθμό. Το ύψος του ποσού αυτού θα πρόκυπτε από τη διαφορά ανάμεσα στα υψηλά πραγματοποιθέντα πρωτογενή πλεονάσματα και τα χαμηλότερα συμφωνηθέντα, ενώ δε θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 5 δισ. ευρώ συνολικά (που ισοδυναμούν με τους φόρους της λεγόμενης “υπερφορολόγησης”).
Μια τέτοια ρύθμιση δε θα προκαλούσε τριγμούς και προβλήματα, καθώς οι προβλέψεις για τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας και την αύξηση του ΑΕΠ ήταν θετικές, ενώ οι κρατικοί προϋπολογισμοί είχαν πρωτογενή πλεονάσματα πέραν των προβλέψεων.
Μόνο υπέρμετρη χρήση των πόρων του “μαξιλαριού” θα μπορούσε να θέσει θέμα αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας και μελλοντικού ακριβού δανεισμού. Τέλος, η χρήση αυτών των χρημάτων όφειλε να γίνει σταδιακά και έγκαιρα, πριν το τέλος των φορολογικών ετών.
* Ο Δημήτρης Μάρδας είναι καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ και πρώην αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών.