Το πιο ανησυχητικό είναι ότι στους εναπομείναντες του είδους τεχνίτες δεν πηγαίνουν νέα παιδιά να τους διδάξουν την τέχνη ώστε να παραμείνει το όποιο παραδοσιακό επάγγελμα ζωντανό.
Η εξάπλωση της σύγχρονης τεχνολογίας σιγά – σιγά τα συνθλίβει τα γρανάζια τους όπως κατακερματίζουν τα κύματα τα πλεούμενα στο πέλαος και τα κομμάτια τους καταλήγουν στο βυθό της θάλασσας και δεν ξαναβλέπουν το φως του ήλιου. Και τι πρέπει να κάνουμε θα με ρωτήσετε για να τα κρατήσουμε ζωντανά; Να στήσουμε στην κάθε πολιτεία ένα π.χ. σιδεράδικο; Όχι βέβαια. Να χτίσουμε μουσεία και τα εναπομείναντα εργαλεία να τα εκθέσουμε για να μαρτυρούν την εφευρετικότητα των προγόνων μας για την ανάγκη της επιβίωσης. Η ανάδυση από το βυθό της θάλασας του μηχανισμού των Κυθήρων μαρτυράει περίτρανα ότι ο βυθός της θάλασσας ίσως να κρύβει πολλά τέτοιου είδους αριστουργήματα που περιμένουν να βγουν στο φως για να ανιχνεύσουμε τα μυστικά τους.
Όμως δεν είναι μόνο τα σκοτεινά βύθια της θάλασσας που πρέπει να ψάξουμε για να συλλέξουμε διάφορα σπάνια αριστουργήματα μιας άλλης εποχής. Στην ύπαιθρο, αν αναμοχλεύσουμε τ’ απομεινάρια ενός γκρεμισμένου σπιτιού μισοσκεπασμένου από χώμα στ’ αραχνιασμένα κατώγια, σε πηγάδια που κάποτε έδιναν το νάμα της ζωής και τώρα είναι μισογεμισμένα με πέτρες νερόμυλου, υπάρχουν πολλές πιθανότητες να ανακαλύψουμε κάποιο αντικείμενο πολύ χρήσιμο για να μάθουμε πως άλεθαν τους καρπούς τους, όπως σιτηρά, κριθάρι ή καλαμπόκι κ.τ.λ.
Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, στο χωριό μου ήρθε ένας σιδεράς που ‘’όλα τα παλιά καθάριζε’’, αυτό έλεγε με απίστευτη μουσικότητα, και μια χήρα του είπε να καθαρίσει το μισογκρεμισμένο πλινθόκτιστο αχυρώνα της και ότι βρει είναι δικό του κι όσα χρήματα ήθελε ας της έδινε, αρκεί να της καθάριζε τον αχυρώνα. Μεταξύ των άλλων παλαιών αντικειμένων που φιλοξενούσε ο αχυρώνας είχε και ένα παμπάλαιο ξύλινο αλέτρι. Οι έχοντες αρκετά χρόνια στην πλάτη τους ξέρουν από τέτοιου είδους παλιά εργαλεία και πόσο χρήσιμα ήταν για τους προγόνους μας. Ο παλιατζής, που μάλλον γνώριζε την αξία του ξύλινου αλετριού λέει στην κυρά Γιώργαινα:
- Θα το πάρω κι αυτό, εσένα δεν σου χρειάζεται πια. Τώρα έχουν βγει τα σιδερένια αλέτρια και μ’ αυτά οργώνει για τη σπορά των αγαθών ο κόσμος τα χωράφια - και συνέχισε - θα το πληρώσω βέβαια δεν θέλω να μου το δώσεις τσάμπα.
Από εκεί όμως έτυχε να περνάει ο δάσκαλος του χωριού κι άκουσε τον διάλογο του σιδερά με την κυρά Γιώργαινα και με δύο βήματα πήγε κοντά τους και λέει στο σιδερά:
- Πάρε τα παλιοσίδερα και φύγε από εδώ. Το αλέτρι θα το κρατήσω εγώ και να ξέρεις εκεί που πηγαίνεις υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν την αξία ορισμένων αντικειμένων.
Το ξυλάλετρο εκείνο, μετά από λίγο καιρό έδειχνε το μεγαλείο της τέχνης των προγόνων μας τοποθετημένο σε κάποιο μουσείο της Άμφισσας.
Δεν είναι σενάρια επιστημονικής φαντασίας οι ιστορίες που έλεγαν στα χωριά μας οι γερόντοι, πως πήγαιναν ξένοι, παντάξενοι άνθρωποι, στοχευμένα σε μέρη κι έσκαβαν για κρυμμένους θησαυρούς, λεηλατώντας συγχρόνως τα μοναστήρια μας και τα ξωκλήσια μας, αφαιρώντας εικόνες ανεκτίμητης αξίας και διάφορα άλλα αντικείμενα, δείγματα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Πηγαίνετε σήμερα στην ύπαιθρο όπου δεν έχει ερημώσει ακόμα και ρωτήστε τις κοπελιές που ζούνε εκεί πόσες απ’ αυτές ξέρουν να υφαίνουν στον αργαλειό. Ελάχιστες θα είναι, κι αυτές σίγουρα έμαθαν να υφαίνουν γιατί η γιαγιά τους κράτησε ακέραιο τον αργαλειό της και δεν το πούλησε σε κάποιον παλιατζή.
Πηγαίνετε και ρωτήστε πόσοι νέοι μας, που ζούνε στα χωριά, ξέρουν να συναρμολογήσουν μια ανέμη για να βγάζουν νερό με τον κουβά από το πηγάδι τους, και λέω πηγάδι τους γιατί τα πιο πολλά σπίτια εκείνης της εποχής είχαν δικό τους πηγάδι, δικό τους αλώνι, δικό τους ξύλινο αλέτρι κι αργότερα σιδερένιο.
Δεν λέω να γυρίσουμε στις εποχές εκείνες που οι άνθρωποι αναγκαστικά πορεύονταν με τα πιο πάνω εργαλεία. Δεν θα ήταν όμως και κακό να κρατήσουν στο σπίτι τους και τον αργαλειό της γιαγιάς και το μαχαίρι του παππού που με κείνο έσφαζε τα οικόσιτα ζώα του σπιτιού για να χορτάσει κρέας η φαμελιά. Αν όμως δεν μπορούν να τα κρατήσουν να τα δώσουν στο μουσείο της πρωτεύουσας και οι υπεύθυνοι θα τους δώσουν την αξία που τους ταιριάζει.
Έχουμε χρέος εμείς οι μεγάλοι σε ηλικία να κάνουμε γνωστό στα εγγόνια μας σε τι χρησίμευε το καντήλι, όχι το καντήλι του Αγίου που έχουμε στο εικονοστάσι του σπιτιού μας αλλά το καντήλι, το από τσίγκο φτιαγμένο καντήλι, που έκαιγε πρώτα λαδάκι και αργότερα πετρέλαιο, κρεμασμένο σε μια άκρη στο εσωτερικό του τζακιού.
Στον αργαλειό ύφαιναν οι κόρες τα προικιά τους με το φως του λυχναριού, σιγοτραγουδώντας και με την βελόνα κένταγαν τα αριστουργήματά τους, σεμεδάκια, τραπεζομάντηλα, σεντόνια κ.α. που αν θα τα έβλεπε η αράχνη θα ζήλευε την τέχνη τους και την υπομονή τους.
Σήμερα πόσες κοπέλες ξέρουν να κεντήσουν με τη βελόνα ή να πλέξουν με το βελονάκι; Για την άγνοιά τους αυτή φταίμε εμείς που δεν τις μάθαμε να πλέκουν και πολύ περισσότερο που δεν τους εξηγούμε τι ακριβώς είναι το ξύλινο αλέτρι και που χρησίμευε και πόσο απαραίτητο ήταν για τους προγόνους μας. Δεν μπορεί να χάθηκαν όλα. Όλο και κάποιο τραπεζομάντηλο θα έχει απομείνει, κειμήλιο της γιαγιάς, καταχωνιασμένο σε κάποιο παραπεταμένο μπαούλο.
*Ο κ. Δημήρτης Κ. Τυραϊδής είναι συγγραφέας – ποιητής μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων