atomiki_vomva - Ατομική Βόμβα

Η ατομική βόμβα και ο Στάλιν

Απόψεις
Η ατομική βόμβα και ο Στάλιν

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ρίψη της ατομικής βόμβας από τις ΗΠΑ και ο ρόλος της ΕΣΣΔ στη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες μόλις πέτυχαν να δοκιμάσουν ένα νέο όπλο με τρομακτική καταστροφική δυνατότητα», ο Τρούμαν είπε στον Στάλιν.

«Συγχαρητήρια. Ελπίζω να το χρησιμοποιήσετε κατά της Ιαπωνίας», απάντησε ο Στάλιν.

- Διάσκεψη του Πότσδαμ, 24 Ιουλίου του 1945

Η πρώτη αμερικανική ατομική βόμβα δοκιμάστηκε επιτυχώς στην έρημο του Νέου Μεξικού στις 16/7/1945, μια μέρα πριν την έναρξη της Διάσκεψης του Πότσδαμ και έμμεση αλλά σαφής αναφορά στη δύναμη αυτού του όπλου γίνεται στη Διακήρυξη του Πότσδαμ της 26ης Ιούλη 1945. Η διακήρυξη εκτόξευε την απειλή κατά της Ιαπωνίας για τη χρήση μιας «δύναμης ανυπολόγιστα μεγαλύτερης από εκείνη που χρησιμοποιήθηκε κατά της ναζιστικής αντίστασης και κατέστρεψε τα εδάφη, τη βιομηχανία και τον τρόπο ζωής ολόκληρου του γερμανικού λαού».

Η διακήρυξη του Πότσδαμ υπεγράφη από τις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία και την Κίνα, βάσει της οποίας απαιτήθηκε άνευ όρων παράδοση της Ιαπωνίας, που συνέχιζε τον πόλεμο. Με το τελεσίγραφο συντάχθηκε και η Σοβιετική Ένωση γιατί το Σύμφωνο Σοβιετοϊαπωνικής Ουδετερότητας, που είχε υπογράψει στις 13 Απριλίου 1941, το είχε ήδη καταγγείλει στις 5 Απριλίου 1945.

Η Σοβιετική Ένωση δεν μπορούσε όμως να υπογράψει φανερά τη διακήρυξη, γιατί εκείνη την περίοδο δε βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιαπωνία. Συμφωνούσε, όμως, στο περιεχόμενό της και λίγες μέρες αργότερα, στις 9 Αυγούστου, μπήκε στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας, θεωρώντας ότι «η πολιτική της αυτή ήταν ο μοναδικός τρόπος για να πετύχει την ειρήνη, να απαλλάξει τους λαούς από παραπέρα θυσίες και συμφορές και να δώσει τη δυνατότητα στον ιαπωνικό λαό να αποφύγει τους κινδύνους και τις καταστροφές που είχε υποστεί η Γερμανία ύστερα από την άρνησή της να συνθηκολογήσει χωρίς όρους».

Η Σοβιετική Ένωση είχε δεσμευτεί απέναντι στους συμμάχους της να μπει στον πόλεμο εναντίον της Ιαπωνίας από τη Διάσκεψη της Τεχεράνης (28 Νοεμβρίου-1 Δεκεμβρίου του 1943), μόλις θα είχε ηττηθεί οριστικά η ναζιστική Γερμανία. Αργότερα στη Διάσκεψη της Κριμαίας (4- 11/2/1945) η Σοβιετική Ένωση επαναβεβαίωσε και συγκεκριμενοποίησε αυτή της τη δέσμευση. Στη σχετική μυστική συμφωνία αναφερόταν ότι «οι ηγέτες των τριών μεγάλων δυνάμεων - της Σοβιετικής Ένωσης, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Μεγάλης Βρετανίας - συμφώνησαν να μπει η Σοβιετική Ένωση, ύστερα από δύο έως τρεις μήνες μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας και τη λήξη του πολέμου στην Ευρώπη, στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας στο πλευρό των συμμάχων».

Έτσι, την ίδια στάση κράτησε η ΕΣΣΔ και στη Διάσκεψη του Πότσδαμ (17 Ιουλίου-2 Αυγούστου του 1945) διαβεβαιώνοντας προς πάσα κατεύθυνση για την προσήλωσή της στις συμφωνίες της Κριμαίας, αναφορικά με τη συμμετοχή της στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας.

Όταν στις 8 Αυγούστου του 1945 ο Ιάπωνας πρέσβης στη Μόσχα περνούσε το κατώφλι του σοβιετικού υπουργείου Εξωτερικών, αφού είχε κληθεί αρμοδίως για την πραγματοποίηση αυτής της επίσκεψης, ασφαλώς δεν είχε απορίες για όσα έμελλε να ακούσει. Η Ιαπωνία ήταν η μόνη από τις χώρες του φασιστικού άξονα που συνέχιζε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έναν πόλεμο που από τον Μάη του 1945 αποτελούσε παρελθόν για την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών δήλωσε ευθέως στον Ιάπωνα διπλωμάτη ότι η Σοβιετική Ένωση από την επομένη, 9 Αυγούστου, έθετε τον εαυτό της σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιαπωνία. Μάλιστα, του επέδωσε και τη σχετική διακοίνωση, όπου περιγράφονταν οι αιτίες και οι στόχοι της εμπλοκής της ΕΣΣΔ στον πόλεμο στην Άπω Ανατολή: «Ύστερα από τη συντριβή και τη συνθηκολόγηση της χιτλερικής Γερμανίας - έλεγε η διακοίνωση - η Ιαπωνία έμεινε η μόνη μεγάλη δύναμη, που επιμένει ακόμα στη συνέχιση του πολέμου. Παίρνοντας υπόψη την άρνηση της Ιαπωνίας να συνθηκολογήσει, οι σύμμαχοι απευθύνθηκαν στη σοβιετική κυβέρνηση προτείνοντάς της να συμμετάσχει στον πόλεμο κατά της ιαπωνικής επίθεσης, ώστε να τελειώσει γρηγορότερα ο πόλεμος, να μειωθεί ο αριθμός των θυμάτων και να αποκατασταθεί ταχύτερα η παγκόσμια ειρήνη.

Πιστή στο συμμαχικό της χρέος, η σοβιετική κυβέρνηση δέχτηκε την πρόταση των συμμάχων και υιοθέτησε τη δήλωση των συμμαχικών δυνάμεων της 26ης Ιούλη τρέχοντος έτους.

Η σοβιετική κυβέρνηση θεωρεί ότι η πολιτική της αυτή είναι το μοναδικό μέσο που μπορεί να φέρει πλησιέστερα την ειρήνη, να απαλλάξει τους λαούς από άλλα θύματα και μαρτύρια και να δώσει τη δυνατότητα στον ιαπωνικό λαό να αποφύγει τους κινδύνους και τις καταστροφές που πέρασε η Γερμανία, ύστερα από την άρνησή της να δεχτεί τη χωρίς όρους συνθηκολόγησή της. Ύστερα από τ' αναφερόμενα, η σοβιετική κυβέρνηση δηλώνει ότι από την αυριανή μέρα, 9 Αυγούστου, η Σοβιετική Ένωση θα θεωρεί ότι βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιαπωνία».

Η εισβολή ξεκίνησε στις 9 Αυγούστου 1945, ακριβώς τρεις μήνες μετά την παράδοση των Γερμανών στις 8 Μαΐου (στις 0:43 ώρα Μόσχας στις 9 Μαΐου). Παρόλο που η αρχή της επίθεσης συνέβη τρεις μέρες μετά τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα από τους Αμερικανούς στις 6 Αυγούστου και λίγες ώρες πριν τον βομβαρδισμό του Ναγκασάκι στις 9 Αυγούστου, μην ξεχνάμε ότι το βράδυ της 9ης και 10ης Μαρτίου 1945, 334 βομβαρδιστικά Β-29 είχαν ρίξει 1.670 τόνους βόμβες ναπάλμ στο Τόκυο, με αποτέλεσμα 200.000 νεκρούς. Η σοβιετική επέμβαση είχε ήδη προγραμματιστεί αρκετά καλά και είχε οριστεί από τον προγραμματισμό στις συμφωνίες της Τεχεράνης και της Γιάλτας, τη μακροπρόθεσμη εγκατάσταση των σοβιετικών δυνάμεων στην Άπω Ανατολή.

Αντίθετα απ' ό,τι υπολόγιζαν οι σύμμαχοι, ο σοβιετικός στρατός έλυσε τον γόρδιο δεσμό του πολέμου με την Ιαπωνία μέσα σε λίγες βδομάδες. Οι δυνάμεις του εχθρού τσακίστηκαν ολοκληρωτικά

Η εκστρατεία των σοβιετικών στρατευμάτων της Άπω Ανατολής, που έγινε από τις 9 Αυγούστου έως τις 2 Σεπτέμβρη 1945, περιλάμβανε: την επιθετική επιχείρηση Μαντζουρίας των στρατευμάτων του υπερβαϊκαλικού μετώπου, των μετώπων 1ου και 2ου Άπω Ανατολής, του στόλου του Ειρηνικού και του στολίσκου του Αμούρ (από 9/8 μέχρι 2/9), την επιθετική επιχείρηση Νότιας Σαχαλίνης (11-25/8) και την αποβατική επιχείρηση στις Κουρίλες (από 18/8 έως 1/9), που έγινε από τα στρατεύματα του 2ου μετώπου Άπω Ανατολής σε συνεργασία με τον στόλο του Ειρηνικού. Ανώτατος διοικητής σ' αυτό το θέατρο του πολέμου ορίστηκε ο Σοβιετικός στρατάρχης Α. Βασιλιέφσκι.

Η κύρια δύναμη που είχε να αντιμετωπίσει ο σοβιετικός στρατός ήταν η ιαπωνική στρατιά του Κουαντούγκ, που στρατοπέδευε στη Μαντζουρία, αριθμούσε 1,2 εκατ. άνδρες, διέθετε 1.215 τανκς, 6.640 πολυβόλα και ολμοβόλα, ενώ την υποστήριζε αεροπορία από 1.907 πολεμικά αεροπλάνα και ποτάμιος στολίσκος με 26 πλοία. Επρόκειτο για τις καλύτερες δυνάμεις του ιαπωνικού στρατού. Σημαντικές, επίσης, δυνάμεις του εχθρού βρίσκονταν στην Κορέα, στο νότιο τμήμα της Σαχαλίνης και στα νησιά Κουρίλες.

«Η αριθμητική δύναμη των ενόπλων δυνάμεων της Ιαπωνίας το καλοκαίρι του 1945, μαζί με τον στρατό του Κουαντούγκ, ήταν πάνω από 7 εκατομμύρια άνδρες, πάνω από 10 χιλιάδες αεροπλάνα και περίπου 500 πολεμικά πλοία», γράφει ο στρατάρχης Α. Βασιλιέφσκι. Και προσθέτει: «Ήταν εντελώς ολοφάνερο ότι οι σύμμαχοι δεν ήταν σε θέση με τις δυνάμεις τους να εξαναγκάσουν γρήγορα την Ιαπωνία σε συνθηκολόγηση. Οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Αγγλίας καταλάβαιναν πολύ καλά πως η έκβαση του πολέμου στον Ειρηνικό Ωκεανό εξαρτιόταν πρώτα απ' όλα από τη συντριβή των χερσαίων δυνάμεων της Ιαπωνίας στην ασιατική ήπειρο. Παραδέχονταν δικαιολογημένα ότι για την εισβολή στα ιαπωνικά νησιά θα τους χρειάζονταν ένας στρατός περίπου 7 εκατομμυρίων ανδρών, ενώ ο πόλεμος χωρίς τη συμμετοχή της Σοβιετικής Ένωσης θα παραταθεί τουλάχιστον 18 μήνες μετά την ήττα της Γερμανίας και θα απαιτηθούν τεράστιες θυσίες».

Αντίθετα απ' ό,τι υπολόγιζαν οι σύμμαχοι, ο σοβιετικός στρατός έλυσε τον γόρδιο δεσμό του πολέμου με την Ιαπωνία μέσα σε λίγες βδομάδες. Οι δυνάμεις του εχθρού τσακίστηκαν ολοκληρωτικά. Οι Ιάπωνες μιλιταριστές έχασαν τα προγεφυρώματά τους για επίθεση και στις κύριες βάσεις ανεφοδιασμού σε πρώτες ύλες και οπλισμό στην Κίνα, στην Κορέα και τη Νότιο Σαχαλίνη. Η συντριβή της στρατιάς του Κουαντούγκ επιτάχυνε τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας, γιατί της αφαίρεσε το κύριο στρατιωτικό μέσο που διέθετε για συνέχιση του πολέμου. Έτσι φτάσαμε στην άνευ όρων συνθηκολόγηση, το πρωί, στις 2 Σεπτέμβρη του 1945, αν και στη Σοβιετική Ένωση επετράπη τελικά ελάχιστη προς καμία επιρροή στη χώρα, σε αντίθεση με τη Γερμανία.

Το πρωινό της 2ας Σεπτεμβρίου 1945, στο κατάστρωμα της πρύμνης του θωρηκτού “Μισούρι”, σ' ένα τραπέζι σκεπασμένο με πράσινο ύφασμα, βρίσκονταν τα έγγραφα της συνθηκολόγησης. Πίσω από το τραπέζι είχε παραταχθεί η συμμαχική αντιπροσωπία, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Αμερικανός αρχιστράτηγος Ντάγκλας Μακ Άρθουρ. Τις ΗΠΑ εκπροσωπούσε ο ναύαρχος Νίμιτς, την Κίνα ο στρατηγός Σου Γιουντσάγκ, τη Μ. Βρετανία ο ναύαρχος Φρέζερ, τη Σοβιετική Ένωση ο αντιστράτηγος Derevyanko, τη Γαλλία ο στρατηγός Λεκλέρκ, την Αυστραλία ο στρατηγός Μπλέμι, τη Νέα Ζηλανδία ο υποστράτηγος Αεροπορίας Άισιτ, τον Καναδά ο συνταγματάρχης Μουρ-Γκροσγκόβ και την Ολλανδία ο ναύαρχος Χέλφριχ.

Ιδιαίτερη μνεία νομίζουμε πρέπει να κάνουμε για τον αντιστράτηγο Derevyanko, που συμμετείχε στην τελετή υπογραφής της πράξης παράδοσης. Γιατί μετά από αυτό, για λογαριασμό της ηγεσίας της χώρας του, με μεγάλο κίνδυνο για την υγεία του, επισκέφτηκε μερικές φορές τις πόλεις της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Έχοντας συντάξει μια λεπτομερή αναφορά για όσα είδε, μαζί με ένα λεύκωμα φωτογραφιών, την παρουσίασε στο Γενικό Επιτελείο και στη συνέχεια προσωπικά στον Στάλιν όταν έκανε αναφορά στις 30 Σεπτεμβρίου 1945.

Ο ίδιος ο Derevyanko θυμάται: «Ο Στάλιν ρώτησε για τις συνέπειες των εκρήξεων των ατομικών βομβών... Ήμουν έτοιμος να απαντήσω, καθώς κατάφερα να επισκεφτώ τις πληγείσες πόλεις και είδα τα πάντα με τα μάτια μου. Επίσης, παρέδωσα στον Στάλιν ένα άλμπουμ με τις φωτογραφίες μου, που απεικόνιζε την καταστροφή... Την επόμενη μέρα ενημερώθηκα ότι η έκθεση στο Πολιτικό Γραφείο είχε εγκριθεί και ότι η υπηρεσία μου στην Ιαπωνία είχε λάβει θετική αξιολόγηση».

Στη συνέχεια, ο Derevyanko διορίστηκε εκπρόσωπος της ΕΣΣΔ στο Συμμαχικό Συμβούλιο για την Ιαπωνία, που ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1945, με έδρα το Τόκιο (πρόεδρος του οποίου ορίστηκε ο αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων κατοχής, στρατηγός MacArthur).

Το Συμμαχικό Συμβούλιο τερμάτισε την εγγενή παρουσία με τη σύναψη της Συνθήκης Ειρήνης του Σαν Φρανσίσκο το 1951. Ο Derevyanko μεταφέρθηκε στη Μόσχα, όπου εργάστηκε στη στρατιωτική ακαδημία και στη συνέχεια επικεφαλής του τμήματος πληροφοριών (GRU).

Λόγω της πυρηνικής έκθεσης όμως που έλαβε κατά τη διάρκεια των επισκέψεών του στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, η υγεία του επιδεινώθηκε ριζικά και στη συνέχεια στις 30 Δεκεμβρίου 1954 πέθανε από καρκίνο μετά από μια μακρά νοσηλεία.

Ιστορικά η πυρηνική σχάση επιτεύχθηκε για πρώτη φορά στις 19 Δεκεμβρίου 1938 στο Βερολίνο από τους Γερμανούς χημικούς Fritz Strassmann και Otto Hahn, που πήρε μάλιστα το βραβείο Νόμπελ Χημείας το 1944.

Τον Απρίλιο του 1942, ο Γκεόργκι Φλιόροφ, φυσικός που είχε ανακαλύψει την αυθόρμητη σχάση (SF) το 1940, που αργότερα θα ήταν ένας άνθρωπος- “κλειδί” του πυρηνικού προγράμματος της ΕΣΣΔ, έστειλε μία μυστική επιστολή στον Ιωσήφ Στάλιν, επισημαίνοντας ότι τίποτα δε δημοσιευόταν στα ερευνητικά περιοδικά φυσικής από Αμερικανούς, Βρετανούς ή Γερμανούς πάνω στην πυρηνική σχάση από το έτος της ανακαλύψεώς της το 1938. Αυτή η “επιστημονική σιωπή” ήταν πολύ ύποπτη και ο Φλιόροφ προέτρεψε τον Στάλιν να ξεκινήσει αμέσως ένα ερευνητικό πρόγραμμα για την πυρηνική σχάση, καθώς πίστευε ότι άλλες χώρες ήδη προχωρούσαν μυστικά τα δικά τους προγράμματα. Το 1943 το NKVD εξασφάλισε αντίγραφο μιας μυστικής βρετανικής αναφοράς με θέμα το εφικτό της κατασκευής πυρηνικών όπλων και αυτό το γεγονός οδήγησε τελικώς τον Στάλιν να διατάξει την έναρξη σοβιετικού πυρηνικού προγράμματος, αν και με πολύ περιορισμένους πόρους.

Το πυρηνικό πρόγραμμα της ΕΣΣΔ ανέλαβε μία ομάδα υπό τον Ίγκορ Κουρτσάτοφ, ήταν Σοβιετικός πυρηνικός φυσικός, που τέθηκε ως ο επικεφαλής του σοβιετικού προγράμματος ατομικής βόμβας μαζί με τους Γκεόργκι Φλιόροφ και Αντρέι Ζαχάρωφ, που επίσης περιελάμβανε και άλλους επιφανείς Σοβιετικούς φυσικούς, όπως ήταν ο Γ. Χαρίτων και ο Γ. Ζέλντοβιτς.

Ουσιαστικά το σοβιετικό πυρηνικό πρόγραμμα μπορεί να χωριστεί σε τρεις ευρείες περιόδους: Η πρώτη, από το 1935 έως το 1945, ήταν η ερευνητική φάση. Η δεύτερη ήταν η κυρίως φάση δημιουργίας πυρηνικής βιομηχανίας και κατασκευής πυρηνικών όπλων, από το 1946 μέχρι τον Αύγουστο του 1949. Η τρίτη περίοδος, από το 1950 έως το 1957, περιλαμβάνει τη δημιουργία της βόμβας υδρογόνου.

Η ομάδα του Ίγκορ Κουρτσάτοφ έκανε με επιτυχία την πρώτη της δοκιμή (έκρηξη) ατομικής βόμβας, της “Πρώτης αστραπής” ή ΡΔC-1 (μιας βόμβας πλουτωνίου) στο Πεδίο Δοκιμών του Σεμιπαλάτινσκ.

Βέβαια, η σοβιετική κατασκοπία μέσα στο Πρόγραμμα “Μανχάταν” θα άλλαζε την ιστορία. Το Πρόγραμμα “Μανχάταν” ήταν το άκρως απόρρητο αγγλο-αμερικανικό πρόγραμμα παραγωγής πυρηνικών όπλων (ατομικών βομβών).

Μέχρι το τέλος του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου, οι κατάσκοποι του Στάλιν είχαν παραδώσει τα μυστικά της ατομικής βόμβας στο Κρεμλίνο, οπότε ο Στάλιν κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε ο Τρούμαν στη Διάσκεψη του Πότσδαμ, όταν του μίλησε για το νέο όπλο. Όταν οι Σοβιετικοί πυροδότησαν το πρώτο τους ατομικό όπλο στις 29 Αυγούστου του 1949, ημερομηνία που θεωρείται το τέλος του ελληνικού εμφύλιου πολέμου [το 1989 αναγνωρίστηκε επίσημα ως “Εμφύλιος Πόλεμος” από την κυβέρνηση Τζαννετάκη], ήταν ένα αντίγραφο της βόμβας που κατασκευάστηκε στο Λος Άλαμος και έριξαν οι Αμερικανοί στο Ναγκασάκι, δηλαδή βόμβα πλουτωνίου, γιατί η βόμβα που έριξαν οι Αμερικανοί στη Χιροσίμα ήταν τύπου ουρανίου - 235.

Κύριος υπεύθυνος ήταν ο Εμίλ Κλάους Φουκς, κορυφαίος Γερμανός φυσικός, με ειδίκευση στην Πυρηνική Φυσική, που διέφυγε από τη ναζιστική Γερμανία και πολιτογραφήθηκε ως Βρετανός υπήκοος. Από τη στιγμή που άρχισε να εργάζεται στο πρόγραμμα της Βρετανίας για τη δική τους ατομική βόμβα κατά τη διάρκεια του πολέμου το 1941, ο Φουξ βρισκόταν σε αυτό που αργότερα περιέγραψε ως «συνεχή επαφή» με τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες, χρησιμοποιώντας το κωδικό όνομα “Rest” και με σύνδεσμό του τον σοβιετικό στρατιωτικό ακόλουθο στο Λονδίνο, παρέχοντας θεωρητικούς υπολογισμούς που ήταν απαραίτητοι για την κατασκευή της ατομικής βόμβας.

Ο Φουκς συμμετείχε αργότερα στο περίφημο Πρόγραμμα “Μανχάταν”, στο οποίο συμμετείχαν 42.000 άνθρωποι από 19 πολιτείες των ΗΠΑ και όχι μόνο. Ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους βρισκόντουσαν 10 κορυφαίοι επιστήμονες που είχαν τη βοήθεια 6.000 συνεργατών τους. Όλοι αυτοί κλείστηκαν σε ένα εργαστήριο στο Λος Άλαμος στο Νέο Μεξικό, υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Ο Φουκς αποκτά θέση- “κλειδί” μέσα στο πρόγραμμα και κάθε πληροφορία που μαθαίνει “φεύγει” αμέσως για τη Μόσχα! Ο Φουκς έδινε τα πάντα στους Σοβιετικούς, αλλά και πάλι οι ΗΠΑ κατάφεραν και έφτασαν πρώτες στην κατασκευή. Παρ' όλα αυτά, η ΕΣΣΔ γλίτωσε χρόνο και χρήμα.

Βέβαια και άλλοι βοήθησαν την ΕΣΣΔ, όπως ο φυσικός Θίοντορ Χολ (κωδικό όνομα MLAD ή “Young”), ο Τζούλιους Ρόζενμπεργκ (κωδικό όνομα ΑΝΤΕΝΝΑ, αργότερα LIBERAL), ο Ντέιβιντ Γκρίνγκλας (BUMBLEBEE, CALIBER).

Άλλοι Σοβιετικοί κατάσκοποι, όπως ο Βρετανός επιστήμονας Άλαν Ναν Μέι, εργάστηκαν σε άλλα τμήματα του Προγράμματος “Μανχάταν”. Ακόμη και τώρα, σχεδόν 80 χρόνια αργότερα, τα μυστικά για τη σοβιετική πυρηνική κατασκοπία εξακολουθούν να αναδύονται. Ένας σοβιετικός πράκτορας του οποίου η ταυτότητα αποκαλύφθηκε μόλις πρόσφατα υπήρξε ο Τζορτζ Κόβαλ (κωδικό όνομα DEVAL), ένας Αμερικανός μηχανικός που επιστρατεύτηκε στο Πρόγραμμα “Μανχάταν” και εργάστηκε πάνω σε “εκκινητές” βομβών πολωνίου σε μια εγκατάσταση στο Ντέιτον του Οχάιο.

Κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Αμερικανός πρόεδρος δημιούργησε ένα επικίνδυνο προηγούμενο, επειδή η Ιαπωνία θα παραδινόταν σε κάθε περίπτωση. Κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι ο Τρούμαν δεν έκανε την πυρηνική επίθεση για να νικήσει την Ιαπωνία, αλλά για να αποδείξει στην αντίπαλο Σοβιετική Ένωση τη στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ. Σύμφωνα με μίαν άλλη άποψη, οι σύμβουλοι του επέμεναν στη χρήση των ατομικών όπλων για να δικαιολογηθούν τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν για την κατασκευή τους [25 δισεκατομμύρια δολάρια σήμερα].

Η μελέτη των αρχείων της εποχής και της βιβλιογραφίας επί του θέματος ωστόσο αποδεικνύει ότι τα κίνητρα του Τρούμαν και των συνεργατών του ήταν διαφορετικά. Η χρήση της ατομικής βόμβας έγινε γιατί εξυπηρετούσε τον σημαντικότερο στόχο των Αμερικανών, τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όσο το δυνατόν συντομότερα.

Η ιστορία όμως της ατομικής βόμβας και κατ’ επέκταση των πυρηνικών εξοπλισμών, που ανάλογα από ποια πλευρά εξετάζεται παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Για τον πυρηνικό φυσικό αποτελεί τη μυθική αφήγηση επιστημονικής αναζήτησης σε πρωτοφανή κλίμακα που ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Για τον τεχνικό αποτελεί εποποιία της σύγχρονης τεχνολογίας για την οποία ξοδεύτηκαν τεράστιοι οικονομικοί πόροι για την εποχή της. Από τους στρατιωτικούς χαρακτηρίστηκε εκπληκτικό πρόγραμμα υπερόπλων “εν πολεμώ”. Για τον ιστορικό ερευνητή (πολιτικό ή στρατιωτικό) αποτέλεσε τον μεγαλύτερο θρύλο μηχανορραφιών σε επίπεδα εχθρότητας και καχυποψίας μέχρι σήμερα. Για τον φιλόσοφο της ηθικής αποτέλεσε τη μεγαλύτερη μελέτη σύγκρουσης νομιμοφροσύνης και των αντιθέσεων που δημιούργησε. Τέλος, για τους κοινωνιολόγους αλλά και για κάθε πολίτη σε διεθνή κλίμακα αποτέλεσε τη μεγαλύτερη δραστηριότητα θιάσου από πατριώτες μέχρι δόλιους πράκτορες με τα πιο ανάμικτα συναισθήματα, ταυτόχρονα συναρπαστικά και ανατριχιαστικά, πολεμικών ιστοριών.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News