Στη «βούργια» μας ένα μπουκαλάκι νερό που μας είχαν κεράσει στο προηγούμενο θέμα κι αυτό μισό. Ο ήλιος ντάλα, θερμοκρασία Αυγούστου και μάλιστα νότιου Ηρακλείου, αγωνία να μην χάσουμε την εικόνα, μυρωδιά καμένου παντού… «Πιάστηκε» η φωτιά, καταγράψαμε τα γεγονότα, ώρα επιστροφής. Ένα νερό ρε παιδιά, μια γουλιά να πιούμε να δροσιστούμε! Γύρω μας μόνο ελιές κι αμπέλια. Ουπς! Κι ένα χωριό; Μια γυναίκα είναι στη αυλή της σ’ ένα χωριό που δεν είχα ξανακούσει ποτέ. Κοπελάκια γύρω της, εγγονάκια παρακαλώ. Ο Τάσος κατεβάζει το παράθυρο:
- Συγνώμη να σας ρωτήσω κάτι; Θα μπορούσατε να μας δώσετε ένα ποτήρι νερό;
- Φυσικά παιδί μου! Ελάτε.
Αβίαστη η απάντηση χωρίς να κομπιάσει ούτε στιγμή. Καμία δεύτερη σκέψη.
Χάνεται από τα μάτια μας η γυναίκα. Ως να κατέβουμε από το αμάξι έχει επιτρέψει με δυο ποτήρια γυάλινα κι ένα μπουκάλι παγωμένο νερό.
- Σιγά - σιγά πίνε να μη σε κόψει, λέει στον Τάσο που έχει ήδη κατεβάσει ένα ποτήρι.
- Μπορώ να έχω λίγο ακόμα; ρωτάει αυτός
- Μπορείς να έχει όσο θες! Χόρτασε τη δίψα σου τώρα κι εγώ θα σας δώσω και για τον δρόμο.
Τι είναι αυτό καλέ; γέμισαν τα μάτια μου νερό; …
Να, εδώ στο χωριό Κεφαλάδος η κ. Ευθαλία μ’ έκανε και πάλι να σκεφτώ πως ΑΥΤΗ είναι η πατρίδα μου. Αυτή την Κρήτη εγώ την αγαπώ.